ΚαστοριάΠαλαιά Καστοριά

Σαν σήμερα: Μια Καστοριανή θυμάται τον φοβερό σεισμός του 1978 στη Θεσσαλονίκη

Σεισμικές αναμνήσεις (της Ευαγγελίας Μίχου)

Το πρώτο πράγμα που ρώτησα, επιστρέφοντας από το Στρασβούργο, στις 17/6ου ήταν «πώς είναι ένας σεισμός;» Οι Έλληνες φοιτητές, χωρίς κινητά ούτε σταθερά τηλέφωνα στα σπίτια, αλληλοενημερωνόμασταν όταν επικοινωνούσαμε με Ελλάδα πόσο «κουνήθηκε» η Θεσσαλονίκη. Περισσότερο ως κάτι αξιοπερίεργο κι όχι ανησυχητικό.

Πρώτη μέρα και δεν γίνεται αισθητός κανένας σεισμός. Απογοήτευση… Ήθελα να «νιώσω» τον σεισμό. Την επομένη ένας σύντομος «πεντάρης». Απογοήτευση, πάλι… Αυτό ήταν; Ένα τρανταχτό πηγαινέλα. Έστω. Πήρα μια ιδέα…

Βράδυ Τρίτης χαζεύω από το μπαλκόνι του 5ου ορόφου τον κόσμο που βγαίνει στη Βασ. Ολγας από καφετέριες και πιτσαρίες, μετά το ματς του Μουντιάλ. Και τότε το «νιώθω»! Τον «εξαίσιο ίλιγγο», που λέει ο Ρίτσος. Σαν τα κενά αέρος και το τρενάκι του λούνα παρκ που λάτρευα. Η βουτιά και το ανέβασμα. Και την ταλάντωση! Ένα κύμα μέσα στο σώμα που ανεβάζει τα σωθικά και ξανά στη θέση τους. Παλίρροια και άμπωτις! Φωνάζω ενθουσιασμένη «σεισμός» και τρέχω μέσα. Αγκαλιάζω προστατευτικά την τηλεόραση, που κουνιόταν ακόμη στο τραπεζάκι με τα ροδάκια. Ήταν το πολυτιμότερο πρόσφατο απόκτημά μας έπειτα από παρακάλια χρόνων στον πατέρα μας, που αρνιόταν πεισματικά να βάλει στο σπίτι το «χαζοκούτι». «Αυτός ήταν πολύ μεγάλος», συμφωνούν οι υπόλοιποι, έχοντας μέτρο σύγκρισης. Ψάχνουμε το σπίτι για ζημιές. Όλα στη θέση τους. «Σύσκεψη» με τους διπλανούς αν θα κατέβουμε. Οι συγκάτοικοι των επάνω ορόφων από τις σκάλες μας επηρεάζουν. Κατεβαίνουμε χωρίς καμία προετοιμασία για διανυκτέρευση στο ύπαιθρο.

Στη λεωφόρο, σειρήνες πυροσβεστικών και ασθενοφόρων που προσπαθούν να βρουν διέξοδο ανακατεύονται με αναμεταδόσεις από τα ραδιόφωνα των ακινητοποιημένων ΙΧ, με την ένταση στο τέρμα για να ενημερώνονται οι απέξω. Από τα ανοιχτά παράθυρα οι επιβάτες ανταλλάσσουν πληροφορίες για το πού πάνε, σαν μια μεγάλη εκδρομική παρέα. Πολλοί δηλώνουν πως δεν θα ξαναγυρίσουν. Αυτοί ήταν έτοιμοι από καιρό. Φαίνεται από τα βαρυφορτωμένα αυτοκίνητα.

Η πλευρά της Βασ. Ολγας στη Σαλαμίνα, προς την θάλασσα, δεν έχει κτιστεί ακόμη. Ανακατευόμαστε με τον κόσμο που φωνάζει, κλαίει, παρηγορεί, παραπληροφορεί, ενημερώνει… Και κανείς δεν ξέρει τι πρέπει να κάνει. Μόνον ότι δεν πρόκειται να ξαναμπούν στα σπίτια. Οι γονείς μου θυμούνται ότι σε 2 μέρες φεύγουν ταξίδι. Ανεβαίνουν να πάρουν τα διαβατήρια και το συνάλλαγμα, «δια παν ενδεχόμενον». Και ξανά για νερό. Και πάλι για κουβέρτα για να καθίσουμε. Σκοπεύουμε, πάντως, να επιστρέψουμε σπίτι.

Ξαφνικά ένας ψίθυρος, γιατί κανείς δεν θέλει να το πιστέψει, γίνεται εφιαλτική βουή. «Έπεσε η πολυκατοικία του ‘’Νίκου’’»… Ξεκινάμε μ’ έναν φίλο για κει. Απίστευτες σκηνές διασχίζοντας την πόλη! Και ένα σοκαριστικό σκηνικό στον τόπο της τραγωδίας… Προβολείς φωτίζουν έναν εκσκαφέα που μόλις σήκωσε πέτρες, τούβλα κι έπιπλα από έναν λόφο ερειπίων. Από ένα μεγάφωνο παρακαλούν για απόλυτη ησυχία. Θαρρείς κι αποφασίστηκε ομαδική αυτοκτονία από ασφυξία. Με κομμένη ανάσα προσπαθούμε ν’ ακούσουμε φωνή ή κίνηση μέσα από τα χαλάσματα. Νέκρα. Μόνον την ανατριχίλα και την ένταση της προσμονής στα βλέμματα νιώθεις διάχυτα στην ατμόσφαιρα. Νέα φτυαριά. Νέκρα. Πάλι… Δεν μπορούμε να προσφέρουμε τίποτα. Πάμε μέχρι την Αριστοτέλους. Από την σπασμένη βιτρίνα κοσμηματοπωλείου στην Π. Μελά ασημικά έπεσαν στο πεζοδρόμιο. Επιστρέφοντας ήταν ακόμη εκεί… Ξημέρωσε.

Βρίσκω τους γονείς μου στο σπίτι. Η μητέρα μου μιλά στο τηλέφωνο με φίλους που θα έρχονταν για φαγητό το βράδυ. «Ο σεισμός με βρήκε στην μπανιέρα», της λέει η Ολυ. «Και σκέφτηκα: Κρίμα! Χάσαμε τα γεμιστά της Αρετής αύριο!» Κάθε άνθρωπος έχει τις δικές του πανοπλίες στο φόβο. Χιούμορ, θυμό, φιλοσοφία…

Την επομένη οι γονείς μου έφυγαν. «Ήταν αστείο», είπαν, «στα κενά αέρος σηκωνόμασταν στο αεροπλάνο φωνάζοντας ‘’σεισμός’’». Περιδιάβαινα 2 βδομάδες στην πόλη. Στην πολυκατοικία ο θυρωρός κι εγώ. Κάθε βράδυ ο Στράτος, ένας αγέλαστος κι ακαλημέριστος άνθρωπος, χτυπούσε τις πόρτες 32 διαμερισμάτων κι ας μην έπαιρνε απάντηση. Περίμενε να γυρίσω πριν κοιμηθεί στο ράντσο που έφερε στο θυρωρείο, αφού έστειλε την οικογένεια στο χωριό, καθησυχάζοντάς με: «Αυτήν την πολυκατοικία την έκτισα εγώ. Εργοδηγός ήμουν. Δεν πρόκειται να πέσει ποτέ. Αν φοβηθείς, χτύπα το εσωτερικό τηλέφωνο».

Δεν φοβήθηκα, ούτε τρόμαξα. Θάρρος; Άγνοια κινδύνου; Μοιρολατρία; Δεν ξέρω. Άλλωστε ποτέ δεν ξέρεις πού και πώς θα χτυπήσουν οι Δυνάμεις της Φύσης. Αυτός ο σεισμός άφησε άστεγες οικογένειες φτωχικών συνοικιών αλλά ήταν φονικός για τους «προνομιούχους» του κέντρου. Τον θυμάμαι ως ένα πρωτόγνωρο γεγονός. Με την προστατευτική έκφραση ενός σκυθρωπού θυρωρού. Με ανατριχίλα και με κομμένη ανάσα. Με χαμόγελα αλληλεγγύης και συμπαράστασης. Και, νομίζω, ούτε τώρα θα φοβόμουν…

Από το βιβλίο ΣΕΙΣΜΟΛΟΓΙΕΣ (εκδόσεις ΙΑΝΟΣ, 1978)
Το βιβλίο έγινε με αφορμή μια επετειακή εκδήλωση του Συλλόγου «Οι Φίλοι της Νέας Παραλίας» της Θεσσαλονίκης, που έγινε για τα 40 χρόνια από τον σεισμό, στο αμφιθέατρο του Κήπου των Εποχών της Νέας Παραλίας.

Ήταν 20 Ιουνίου του 1978, λίγο μετά τις 11 το βράδυ, όταν σημειώθηκε ο καταστροφικός σεισμός μεγέθους 6,5 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ. Ένα γεγονός από εκείνα που όλη η Θεσσαλονίκη θα θυμάται για πολλά χρόνια ακόμα. 49 οι άνθρωποι που χάσαμε,220 οι τραυματίες και ανυπολόγιστες ζημιές.

 

 

 

 

Back to top button