Με αφορμή την επερχόμενη κυκλοφορία του νέου τεύχους του ιστορικού περιοδικού Epic “Μικρός καου-μποϋ”, στις αρχές του Σεπτέμβρη, στο οποίο θα φιλοξενηθεί μια δική μου πολυσέλιδη ιστορία (39000 λέξεων), θέλω να μοιραστώ μαζί σας, την πρώτη μου ιστορία (ένα διήγημα) που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό. Η πρώτη επαφή μου με το περιοδικό μικρός καου-μποϋ έγινε πολλά χρόνια πριν, όταν μικρό παιδί ακόμα, γνώρισα τον κόσμο του Τζιμ Άνταμς και της ένδοξης παρέας του (θρυλική τετράδα). Για χρόνια καταβρόχθιζα τις περιπέτειες των τεσσάρων υπερασπιστών του νόμου, στην άγρια δύση, μέχρι που ήρθε το πλήρωμα του χρόνου και το περιοδικό διέκοψε την κυκλοφορία του. Όταν χρόνια αργότερα, το ιστορικό αυτό περιοδικό επανακυκλοφόρησε (σαν Νέος μικρός καου-μποϋ), ενθουσιάστηκα. Μάλιστα οι συντελεστές του περιοδικού, κάποια στιγμή, ζήτησαν από τους αναγνώστες να γράψουν ένα διήγημα γουέστερν. Τα καλύτερα είχαν την πρόθεση να τα δημοσιεύσουν στο περιοδικό. Όπως καταλαβαίνετε, ο πειρασμός ήταν μεγάλος. Πήρα, λοιπόν, να γράφω… το διήγημά μου επιλέχτηκε και δημοσιεύτηκε στο τεύχος 2 του περιοδικού. Η χαρά μου ήταν τόσο μεγάλη που δεν περιγράφεται. Ένα παιδικό μου όνειρο γινόταν πραγματικότητα. Γινόμουν μέρος ενός περιοδικού που ήταν για μένα ένα μύθος. Από τότε έγραψα κι άλλες, πολύ μεγαλύτερες ιστορίες, με τους βασικούς μάλιστα πρωταγωνιστές του περιοδικού (τη θρυλική τετράδα), και κάθε φορά αισθάνομαι την ίδια ακριβώς συγκίνηση. Γιατί είναι υπέροχο να ζεις τα όνειρά σου. Αυτή είναι, λοιπόν, η πρώτη μου ιστορία που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό. Ελπίζω να σας αρέσει.
Στάθης Μασκαλίδης
ΚΑΙ ΗΤΑΝ ΣΑΝ ΝΑ ΕΒΛΕΠΕ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥ
Ο χρόνος κυλούσε σαδιστικά αργά, ο ιδρώτας νότιζε το πουκάμισό του με σκούρες κηλίδες, τα μαλλιά του κολλούσαν στο μέτωπο, όμως έδειχνε να μην επηρεάζεται. Ακόμα και το μεθυστικό κελάρυσμα του ρυακιού που ξεχύνονταν από την πηγή, λίγα μέτρα μακριά του, δεν κατάφερνε να του αποσπάσει την προσοχή. Διατηρούσε όλες του τις αισθήσεις σε εγρήγορση και ξαπλωμένος μπρούμυτα στην ανοιξιάτικη ζωηρόχρωμη πελούζα, καρτερούσε να έρθει η ώρα. Αμίλητος, ξερακιανός, με το βλέμμα στραμμένο στον Βορρά, παρατηρούσε τον ήλιο που πάσχιζε να σκαρφαλώσει ψηλά στο στερέωμα, και καθώς το ολόλαμπρο άστρο είχε ακόμα δρόμο να διανύσει για να φτάσει στο απόγειο της βασιλείας του, σκέψεις περίεργες βασάνιζαν το μυαλό του. Αναρίγησε όταν άκουσε ποδοβολητά αλόγων να πλησιάζουν. Η αντηλιά στα καθρεφτίσματα του νερού τον ανάγκασε να συρθεί ένα μήκος σώματος δεξιότερα, χαμήλωσε το γείσο από το στετσόν του και ακούμπησε σταθερά το κοντάκι από την καραμπίνα Winchester στον ώμο του. Ώρα ήταν! Μέσα από μια συστάδα δέντρων, κατά μήκος του χορταριασμένου μονοπατιού, εμφανίστηκαν δυο έφιπποι καουμπόηδες που, επιβάλλοντας ελαφρύ τρεχαλητό στους ίππους τους, από στιγμή σε στιγμή θα έφταναν στην πηγή. Πήρε βαθιά ανάσα και χάιδεψε τη σκανδάλη, αισθάνθηκε μια στιγμιαία αμφιβολία να αναδύεται από τα κατάβαθα του στήθους του, την αγνόησε και στόχευσε καλύτερα. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ένα από τα δύο άλογα των νεοφερμένων σταμάτησε απότομα και σηκώθηκε στα πισινά του πόδια, ο αναβάτης του είχε δει τη λάμψη ενός μετάλλου λίγο μακρύτερα του και ενστικτωδώς επιχείρησε να ανακόψει την πορεία του υπάκουου ζώου. Ο σκοπευτής δεν το πολυσκέφτηκε, πάτησε τη σκανδάλη και βγάζοντας μια ιαχή θριάμβου είδε τον έτερο καβαλάρη, αυτόν που ίππευε αμέριμνα, να κεραυνοβολείτε και να πέφτει αδέξια στο έδαφος. Ο σύντροφός του, πιο υποψιασμένος, έντρομος, έστρεψε το άλογό του προς την αντίθετη κατεύθυνση και με ένα σπιρούνισμα στα πλευρά του ζώου, προσπάθησε να απομακρυνθεί από το σημείο. Δεν πρόλαβε! Μια σφαίρα διαπέρασε τη ραχοκοκαλιά του και τον έριξε στο χώμα. Ο ξερακιανός άντρας βιαστικά πλησίασε στα δύο κορμιά που κείτονταν ακίνητα στη δροσερή γη, έσκυψε από πάνω τους και αφού βεβαιώθηκε, βλέποντας το άλικο χρώμα του θανάτου να ποτίζει τα σώματά τους, πως είναι και οι δύο νεκροί, με ένα μειδίαμα ικανοποίησης στα χείλη, κινήθηκε προς το άλογό του. Μ’ ένα σάλτο βρέθηκε καβάλα στη σέλα του και με ψυχραιμία το οδήγησε μέσα στο νερό, ωθώντας το να ακολουθήσει την κοίτη του ρυακιού. Γρήγορα απομακρύνθηκε από τον τόπο του εγκλήματος. Γνώριζε σαν ιχνηλάτης, από τη θητεία του στον στρατό, πώς να καλύπτει επιδέξια τα χνάρια του, και καθώς ήταν γνώστης της περιοχής, λίγα μίλια πιο πέρα, άφησε την υδάτινη ζώνη που τον είχε περιβάλλει με ασφάλεια και βγήκε στο πετρώδες έδαφος μιας κακοτράχαλης στενωπού, που μετά από λίγο τον έβγαλε στη δημοσία. Εκεί όπου τα ίχνη του αλόγου του ανακατεύτηκαν με πολλά άλλα, καθιστώντας ακατόρθωτο στον οποιονδήποτε είχε τη φιλοδοξία να τα ακολουθήσει, να μπορέσει να τα ξεχωρίσει
Νύχτωσε, το ολόγιομο φεγγάρι και τα τερετίσματα των τριζονιών που άλλοτε τον συνέπαιρναν αυτή τη νύχτα δεν του κάνανε καμία αίσθηση. Ο Κλιφ Νάστοφ επιζητούσε τη διαφυγή του ποτού. Μπήκε στο πρώτο σαλούν που βρέθηκε στον δρόμο του και παρήγγειλε ένα ουίσκι, το κατέβασε μονορούφι. Στο τέταρτο ποτό του, καθισμένος στο σεπαρέ του μαγαζιού, λίγο πριν αφήσει το αριστερό του μάγουλο να αναπαυθεί στην επιφάνεια του τραπεζιού και να χαθεί στη λήθη της μέθης, είδε από τη δίφυλλη κινούμενη πόρτα να προβάλλει ο σερίφης.
Ο εκπρόσωπος του νόμου, ο Τζωρτζ Αμπραμς, κοντοστάθηκε στο κατώφλι και έριξε μια διερευνητική ματιά στο χώρο, αμέσως μετά, φανερά καταβεβλημένος, κατευθύνθηκε προς το πιο απομονωμένο μέρος του σαλούν και έπεσε βαρύς στην καρέκλα, πίσω του ακολουθούσε ο βοηθός του, ο Τζεφ Μπράουν, εξίσου αποκαμωμένος. Οι δυο τους παρήγγειλαν κρύο τσάι και αφού εξυπηρετήθηκαν, άρχισαν να καταθέτουν τους προβληματισμούς τους.
«Έχω απελπιστεί Τζεφ. Φάγαμε τον τόπο και δεν βρήκαμε ούτε ένα στοιχείο, το παραμικρό που θα μπορούσε να μας βοηθήσει να ανακαλύψουμε την ταυτότητα του δολοφόνου». Ο σερίφης ξεφύσησε εμφανώς απογοητευμένος.
Ο Βοηθός του συνοφρυωμένος, κούνησε συγκαταβατικά το κεφάλι. «Και αύριο μέρα είναι Τζωρτζ, ας μην απελπιζόμαστε».
Ο σερίφης γύρισε το κεφάλι πρώτα δεξιά και μετά αριστερά φανερά προβληματισμένος. «Αύριο ίσως να είναι αργά. Ο άνθρωπος μας ξέρει τα κατατόπια της περιοχής και είμαι σίγουρος πως αυτή τη στιγμή από κάπου θα μας περιγελάει. Τι κρίμα, πάνω που διαλευκάναμε τον φόνο του Μικ Νάστοφ, μετά από δύο χρόνια παρακαλώ, να έρθει αυτή η υπόθεση και να μας βυθίσει πάλι στο έρεβος. Και τι τραγωδία ε;»
«Άλλο πάλι και τούτο… τι ιστορία! Να γίνει μια ληστεία στην τράπεζα του Ντέντβιλ, εκατοντάδες μίλια μακριά από εδώ, να τραυματιστεί βαριά ο ένας από τους δυο κακοποιούς που τη διέπραξε και λίγο πριν ξεψυχήσει, σε μια ένδειξη ειλικρινούς μεταμέλειας, ίσως από φόβο για το γεγονός ότι από στιγμή σε στιγμή θα αντίκρυζε τον δημιουργό του, να ομολογεί πνιγμένος στα αίματα ότι αυτός δολοφόνησε τον Μικ Νάστοφ! Και ο κακούργος να μας ειδοποιούν με το ταχυδρομείο πως κατάγεται από την πόλη μας, το Χιούστον, και είναι ο Ίαν Μόρισον! Ένας άνθρωπος που ενώ εμείς τον είχαμε φευγάτο για χρόνια, αυτός, σε ανύποπτο χρόνο, ήρθε στην πόλη μας, σκότωσε τον συντοπίτη του κι εξαφανίστηκε. Απίστευτο! Και ποια η ειρωνεία; Εμείς τόσο καιρό τώρα υποψιαζόμασταν πως το φονικό διέπραξε ο καλύτερος φίλος του Ίαν, ο Τζιμ Κελμπ, ένας από τους δύο νεκρούς που βρήκαμε σήμερα στην πηγή! Ο Κέλμπ που δημόσια διαπομπεύτηκε εξαιτίας μας, όταν τον προσαγάγαμε τόσο αβίαστα για να τον ανακρίνουμε για τον φόνο του Νάστοφ. Κι ας μας είχε παρουσιάσει ακλόνητο άλλοθι, κι ας το φώναζε σε όλους τους τόνους πως είναι αθώος! Άδικα τον ταλαιπωρήσαμε τον άνθρωπο. Βλέπεις η κακή του φήμη τον καθιστούσε τον υπ’ αριθμό ένα ύποπτο για το φονικό… τι να πω, η αποκοτιά μας δεν έχει όρια!» Τα μάτια του πήραν να κοκκινίζουν, η κόπωση από τις έρευνες, αλλά και η θλίψη, έκαναν ορατά τα σημάδια τους. Με μια τελευταία γουλιά άδειασε το περιεχόμενο του φλιτζανιού του και, κοιτώντας τον προϊστάμενό του, πρότεινε: «Τι λες να πάμε για ύπνο σερίφη; Δεν σε βλέπω από τη νύστα». Και για να επιβεβαιώσει τα λόγια του άνοιξε το στόμα διάπλατα, μη μπορώντας να κρύψει ένα μεγάλο χασμουρητό.
«Και δεν πάμε Τζεφ… αύριο μας περιμένει μια δύσκολη μέρα, πρέπει να εξετάσουμε τα καινούργια δεδομένα για την παλιότερη δολοφονία, αλλά κυρίως να επικεντρωθούμε στις σημερινές. Πού ξέρεις, ίσως τα δυο περιστατικά να συνδέονται μεταξύ τους. Για απόψε, όμως, ό,τι ήταν να κάνουμε το κάναμε, κι ας μην καρποφόρησε η προσπάθειά μας».
Ο Κλιφ δεν πίστευε στα αυτιά του, είχε κρυφακούσει το λόγια των εκπροσώπων του νόμου και επεξεργαζόταν στο μυαλό του τα συνταρακτικά νέα. Κυριεύθηκε από τύψεις. Τον βάραινε που τον βάραινε το ανοσιούργημά του, μετά και από όσα έμαθε ήταν πεπεισμένος πως εκτέλεσε δυο αθώους. Ο δράστης της δολοφονίας του αδερφού του ποτέ δεν έκανε παρέα με τους ανθρώπους που σκότωσε νωρίς το πρωί, ούτε μιλούσε μαζί τους. Καλά πως μπόρεσα να κάνω τέτοιο κακό; Αναρωτήθηκε ψυχικά καταρρακωμένος. Με σερνάμενα πόδια έφτασε σπίτι και βαρύς σαν πέτρα έπεσε στο κρεβάτι του χωρίς να βγάλει ρούχα και μπότες. Προσπάθησε να κοιμηθεί αλλά οι ερινύες δεν τον αφήνανε σε ησυχία. Πρωί, πρωί έσπευσε στο γραφείο του σερίφη και παραδόθηκε. Οι εξελίξεις ήταν ραγδαίες. Ο δικαστής, αμείλικτος, αποφάσισε τη θανατική του καταδίκη, και τρεις μέρες μετά, σε μια φαρδιά αλάνα, παρουσία πλήθος κόσμου, κάτω από τον μολυβένιο ουρανό με τα μαύρα σύννεφα, στήθηκε γύρω από το χοντρό κλαδί μιας πολυκαιρισμένης και ανεμοδαρμένης βελανιδιάς, η αγχόνη. Το δέντρο θαρρείς να ένιωσε το κακό, με τη βοήθεια του αγέρα απέστρεψε τα φύλλα του για να τα προφυλάξει, να μην τα βάλει στη δοκιμασία να αντικρύσουν το κακό. Οι άνθρωποι, όμως, άτεγκτοι και κυνικοί, επέτρεπαν στα παιδιά να παρακολουθήσουν το θέαμα. Παραδίπλα δυο πλάτανοι υπέκυπταν στα τερτίπια του ανέμου που έπαιζε διάφορα παιχνίδια και, θροΐζοντας, σιγοντάρανε κατά κάποιο τρόπο τον θάνατο που αδημονούσε. Ο Κλιφ δεν φοβόταν, επιζητούσε την τιμωρία αφού αδυνατούσε να συγχωρέσει τον εαυτό του, δεν τον ενδιέφερε πλέον η ζωή του, μόνο το τέλος της. Όταν η θηλιά πέρασε γύρω από το λαιμό του έκλεισε τα βλέφαρα, άφησε λίγο τον χρόνο να κυλήσει και τα ξανάνοιξε. Μια αφάνα πέρασε μπροστά από το οπτικό του πεδίο, την ακολούθησε με το βλέμμα μέχρι που τα μάτια του εστίασαν σε ένα πρόσωπο που του κέντρισε την προσοχή. Ο Μπράιαν Όκλαντ, ο καλύτερος φίλος του τον κοιτούσε συντετριμμένος. Νετάρισε περισσότερο πάνω του και τότε κατάλαβε. Συνένοχος στη δολοφονία του αδερφού του ήταν ο Μπράιαν, το έβλεπε στο βλέμμα του, το καταλάβαινε από τη μουντή, αποχαυνωμένη έκφρασή του. Η καρδιά του έσφιξε, τα βουρκωμένα μάτια του Μπράιαν του έδωσαν να καταλάβει ότι περνούσε τον δικό του Γολγοθά. Δεν θύμωσε μαζί του, θυμήθηκε πως χρόνια τώρα βρισκόταν σε δεινή οικονομική κατάσταση και ζούσε με δουλειές του ποδαριού. Τότε έκανε συνειρμούς. Προφανώς, επειδή δεν είχε στον ήλιο μοίρα, παρασύρθηκε από τον Ίαν Μόρισον και το μοιραίο εκείνο βράδυ, όταν κι επιχείρησαν οι δυο τους να διαρρήξουν το ράντσο του αδερφού μου, αυτός τους είδε και, αναγκαστικά, για να αποφύγουν τις συνέπειες, τον σκότωσαν. Ένα δάκρυ κύλησε και διέσχισε κατά μήκος το πρόσωπό του. Ένα δάκρυ που δεν ήταν για τον ίδιο αλλά για τον φίλο του, γιατί ήξερε πόσο δύσκολος ήταν ο δρόμος που θα έπρεπε να πάρει. Γιατί τον είδε ΚΑΙ ΗΤΑΝ ΣΑΝ ΝΑ ΕΒΛΕΠΕ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥ.