Τον Απρίλιο του 1909, ο έκπτωτος σουλτάνος Αμπντουλχαμίτ Β’, μαζί με τις πέντε από τις δεκατρείς (κατ’ άλλους δεκαέξι) συζύγους του, τις τρεις κόρες και τους δύο γιους του, επιβιβαζόταν από τον σιδηροδρομικό σταθμό Σίρκετζι της Κωνσταντινούπολης στο τρένο που θα τον οδηγούσε στον τόπο εξορίας του, τη Θεσσαλονίκη. Στη συνοικία των Εξοχών στη Θεσσαλονίκη, η βίλα του Ιταλοεβραίου Καρόλου Αλλατίνι, που χτίστηκε το 1899 σε σχέδια του αρχιτέκτονα Βιταλιάνο Ποζέλι (Vitaliano Poselli), θα αποτελούσε για τα επόμενα τρία χρόνια φυλακή για τον εξόριστο σουλτάνο και την οικογένειά του.
Στη βίλα, από το 1907 έμενε ως ενοικιαστής ο ιταλικής καταγωγής επικεφαλής της Γενικής Επιθεώρησης Χωροφυλακής, Ρομπιλάν Πασάς. Ο Γκουίντο Αλλατίνι, το 1909 είχε πουλήσει τη βίλα στους Καρ. Μπωτεσσόν και Ευγ. Ντεμπουσσάν, αλλά ο Ρομπιλάν Πασάς παρέμεινε ως ενοικιαστής έως τις 29 Απριλίου του 1909, που κατέφθασε ο Αμπντουλχαμίτ. Η βίλα, στις 8 Ιουλίου του 1909 αγοράστηκε από τον Στρατό, για να αποτελέσει την ισόβια κατοικία του Αμπντουλχαμίτ, ο οποίος έμεινε εκεί μέχρι τις παραμονές της παράδοσης της πόλης στους Έλληνες.
Η ζωή του 34ου Οθωμανού σουλτάνου και 113ου χαλίφη των απανταχού μουσουλμάνων, σε αυτά τα τρία χρόνια της εξορίας του στη Θεσσαλονίκη, αποτέλεσε αντικείμενο του ιστορικού μυθιστορήματος του μουσικοσυνθέτη και συγγραφέα Ζουλφί Λιβανελί, που κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά με τον τίτλο «Στη ράχη της τίγρης». Βασισμένο σε εκτενή βιβλιογραφία, το ιστορικά τεκμηριωμένο μυθιστόρημα αναδεικνύει πτυχές της προσωπικότητας του «κόκκινου σουλτάνου» της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που οι Ευρωπαίοι χαρακτήριζαν ως τον «μεγάλο ασθενή».
Ποιος, όμως, θα τολμούσε να γράψει τις λέξεις «κόκκινος» ή «ασθενής» την εποχή που σουλτάνος ήταν ο Αμπντουλχαμίτ; Μάλλον κανείς, γιατί όποιος το έκανε κινδύνευε να φυλακιστεί ή να εξοριστεί. Ο σουλτάνος, όσο βρισκόταν στον θρόνο, ήταν «μαλωμένος» με την ελευθερία της έκφρασης και είχε επιβάλει ένα αυστηρό καθεστώς απαγορεύσεων και λογοκρισίας σε όλες τις εκφάνσεις της καθημερινής ζωής των υπηκόων του.
Τα ευτράπελα των απαγορεύσεων της λογοκρισίας
Από το καθεστώς των απαγορεύσεων και της λογοκρισίας δεν έλειπαν τα ευτράπελα. Οι λέξεις «κόκκινος» και «ασθενής» επειδή παρέπεμπαν στον «κόκκινο σουλτάνο» και στον «μεγάλο ασθενή», ενοχλούσαν τον Αμπντουλχαμίτ, γι’ αυτό απέφευγαν τη χρήση τους. Επίσης, ο σουλτάνος είχε μια εμμονή με τη μύτη του, που ήταν μεγάλη. Γι’ αυτό και κανείς δεν μπορούσε να πει ότι «ήρθε μύτη με μύτη με κάποιον», κανενός η μύτη δεν …έπιανε άσχημες μυρωδιές και κανείς γονιός δεν τολμούσε να πει στο παιδί του «μη σκαλίζεις τη μύτη σου». Επειδή η λέξη «μπουρούν» (δηλαδή μύτη) στα τουρκικά έχει και την έννοια του ακρωτηρίου, στην Οθωμανική Αυτοκρατορία «δεν υπήρχαν» πλέον ακρωτήρια. Χρειάστηκε να επινοηθεί ένας νέος όρος προκειμένου να αποφευχθούν οι συνέπειες. Έτσι, το ακρωτήριο Σαράι Μπουρνού (Μύτη του Παλατιού) στο οποίο ήταν χτισμένο το Παλάτι του Τόπκαπι, το έλεγαν πλέον Σαράι Ονού, δηλαδή «μπροστά στο Παλάτι».
Ο συγγραφέας, δάσκαλος και διευθυντής της σχολής «Alliance Israélite Universelle», που λειτουργούσε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, Jaques Loria, χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο Comte de Persignac, είχε περιγράψει τα ευτράπελα της λογοκρισίας σε πραγματεία με τίτλο «Les gaites de la censure en Turquie», που δημοσιεύτηκε στα τεύχη της 1ης και 15ης Απριλίου 1907 τού περιοδικού «La Revue», το οποίο κυκλοφορούσε στο Παρίσι. Με βάση τα προσωπικά του βιώματα, στην πραγματεία αυτή ασκούσε κριτική όχι μόνο στη λογοκρισία που είχε επιβάλει ο Αμπντουλχαμίτ, αλλά και στο σύστημα των χαφιέδων και καταδοτών που λειτουργούσε. Η πραγματεία αυτή μεταφράστηκε στα τουρκικά και δημοσιεύτηκε στο 4ο φύλλο της Şûra-yi Osmanî.
Η λογοκρισία κυριαρχούσε παντού στο Οθωμανικό κράτος: στα σύνορα με τις άλλες χώρες, στα τελωνεία, στις εφημερίδες, στα βιβλία, στο θέατρο, ακόμη και στα σχολεία. Στη χώρα αυτή κανείς δεν μπορούσε να μιλήσει «περί ανέμων και υδάτων». Σε ένα άρθρο εφημερίδας, η φράση «περί ανέμων και υδάτων» κρίθηκε επιλήψιμη από τους λογοκριτές και απαγορεύτηκε η δημοσίευσή του. Η φράση αυτή θεωρήθηκε ως υπαινιγμός για την αδυναμία του οθωμανικού ναυτικού και τα προβλήματα ύδρευσης, αποκαλύπτοντας την υπερβολική προσοχή που έδειχναν οι λογοκριτές σε κάθε λέξη που θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως κριτική. Η αυστηρότητα των απαγορεύσεων προκαλούσε συχνά παράδοξες και αστείες καταστάσεις, καθώς δημοσιογράφοι και συγγραφείς έπρεπε να βρουν περίπλοκες εναλλακτικές για να εκφράσουν απλές ιδέες. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αφορά μία από τις επιστημονικές εφημερίδες της εποχής, η οποία ήθελε να δημοσιεύσει ένα άρθρο για την εμπειρία παραγωγής του υδρογόνου. Όταν ο λογοκριτής διάβασε ότι το οξυγόνο από τους υδρατμούς οξειδώνει το σίδηρο και απελευθερώνεται το υδρογόνο, αφαίρεσε αμέσως τη λέξη «απελευθερώνεται». Ο ιδιοκτήτης της εφημερίδας προσπάθησε να εξηγήσει τη δυσκολία, ή μάλλον την αδυναμία, να βρει μια άλλη λέξη που να έχει το ίδιο νόημα. Ο λογοκριτής απάντησε: «Μπορείτε να το κάνετε όπως θέλετε. Απλά να ξέρετε ότι σε μια χώρα που δεν είναι ελεύθερη, το υδρογόνο δεν μπορεί να είναι ελεύθερο».
Η Αρμενία που έγινε Αρμονία
Στις εφημερίδες απαγορευόταν η χρήση λέξεων όπως απεργία, απόπειρα, αναρχία, σοσιαλισμός, δυναμίτης, έκρηξη, εκθρόνιση, Σύνταγμα, ελευθερία, πατρίδα, Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Μακεδονία, Κρήτη, Κύπρος, Αρμενία, μύτη, δεσποτεία, διεθνής, διάδοχος, δημοκρατία, βουλευτής, βόμβα, ανεξαρτησία κ.λπ. Επίσης, απαγορεύτηκαν κενά μέσα στο κείμενο που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν υπόνοιες στους αναγνώστες, η δημοσίευση ειδήσεων για απόπειρες φόνου και διαδηλώσεις κατά ξένων βασιλέων, η παρενόχληση ατόμων, η δημοσίευση επιστολών των καταδοτών και η δημοσίευση λογοτεχνικών και επιστημονικών κειμένων σε συνέχειες, καθώς και οι λέξεις «συνεχίζεται» ή «υπάρχει συνέχεια» απαγορεύτηκαν. Τέλος, απαγορεύτηκε και η δημοσίευση του κειμένου που θέσπιζε αυτές τις απαγορεύσεις, για να αποφευχθούν τα σχόλια.
Η χρήση των λέξεων «Μακεδονία» και «Αρμενία» δεν ήταν επιτρεπτή γιατί η Μακεδονία θεωρούταν μέρος της Ρούμελης και η Αρμενία μέρος των βιλαετίων του Βαν, του Ερζερούμ ή της Τραπεζούντας. Μια μέρα, η εφημερίδα «İstanbul» ήθελε να δημοσιεύσει το εξής άρθρο: «Χθες, Τρίτη, το πλοίο της εταιρείας Fresine με το όνομα “Armenie” (Αρμενία) συγκρούστηκε με το πλοίο “Niger” των Messageries Maritimes. Το πλοίο των Messageries βυθίστηκε». Ο λογοκριτής, αφού διάβασε αυτή τη μικρή είδηση, έσβησε τη λέξη «Armenie» και την αντικατέστησε με τη λέξη «Armoni» (αρμονία στα τουρκικά).
Τον Ιανουάριο του 1876, τη χρονιά που ανέβηκε στον θρόνο ο Αμπντουλχαμίτ, στη Θεσσαλονίκη παύθηκε η πρώτη ιδιωτική ελληνική εφημερίδα «Ερμής», που εξέδιδε ο Έλληνας υπήκοος Σοφοκλής Γκαρπολάς, γιατί αναδημοσίευσε ένα κείμενο από εφημερίδα της Σμύρνης, το οποίο θα μπορούσε να προκαλέσει διέγερση, όπως αναφέρει ο δημοσιογράφος Μανώλης Κανδυλάκης στο βιβλίο του με τίτλο «Προβλήματα του Ελληνικού Τύπου στη Θεσσαλονίκη κατά την Τουρκοκρατία». Λόγω των συνεχών διώξεων, ο «Ερμής» μετονομάστηκε σε «Φάρο της Μακεδονίας». Αλλά, όπως αναφέρει ο Comte de Persignac, επειδή η λέξη Μακεδονία ήταν απαγορευμένη, η εφημερίδα μετονομάστηκε σε «Φάρο της Θεσσαλονίκης».
Επειδή μετά από μία βομβιστική ενέργεια στην άμαξά του, ο σουλτάνος άρχισε να φοβάται για τη ζωή του, απαγόρευσε τη λέξη δολοφονία. Έτσι, το 1903, η δολοφονία του Σέρβου βασιλιά δημοσιεύτηκε σαν θάνατος από δυσπεψία, η δολοφονία της Ελισάβετ της Αυστρίας ως θάνατος από πνευμονία και η δολοφονία του Αμερικανού προέδρου McKinley ως θάνατος από αρρώστια, όπως αναφέρεται στο βιβλίο «Turk Gazeteciligi 1831-1931» του Selim Nuzhet.
Τα βιβλία που λογοκρίνονταν συγκεντρώνονταν και καίγονταν, ενώ το τυπογραφείο του κράτους έκλεισε επειδή στην επετηρίδα του κράτους μία σελίδα του Συντάγματος τυπώθηκε ανάποδα και αυτό θεωρήθηκε ως ευχή για την ανατροπή του σουλτάνου.
Προνόμια στους δημοσιογράφους, επιβράβευση και εξαγορά του ξένου Τύπου
Η εξαγορά του Τύπου δεν είναι σύγχρονο φαινόμενο. Την περίοδο του Αμπντουλχαμίτ, για να φιμωθεί ο Τύπος και για να εξαγοραστούν οι δημοσιογράφοι, εξασφαλίστηκαν ορισμένα κονδύλια και παραχωρήθηκαν προνόμια σε δημοσιογράφους, όπως αναφέρεται στο βιβλίο Basın ve Yayın Tarihi (Ιστορία του Τύπου και των Εκδόσεων) του Τούρκου καθηγητή δημοσιογραφίας Nuri Inuğur. Π.χ. δόθηκε βοήθεια 30.000-100.000 γρόσια με διαταγή του σουλτάνου στις εφημερίδες Tercuman-i Hakikat, Saadet, Levant Herald, Moniteur Oriental, La Turquie, Istanbul, Tarik, Βυζαντίς.
Οι καταδόσεις ήταν κάτι συνηθισμένο εκείνη την εποχή. Οι περισσότεροι καταδότες προσπαθούσαν να αποσπάσουν αξιώματα, προνόμια ή χρήματα αναφέροντας διάφορα γεγονότα. Πολλοί άνθρωποι εξορίστηκαν ή φυλακίστηκαν επειδή τους κατέδωσαν για πράξεις που δεν αποτελούσαν αδίκημα.
Ο Αμπντουλχαμίτ δεν επιθυμούσε να ακούγονται τα εσωτερικά προβλήματα της χώρας στο εξωτερικό και ανησυχούσε μήπως διαρρεύσει τίποτα μέσω του Τύπου. Γι’ αυτό εξαγόραζε και παραχωρούσε προνόμια στον ξένο Τύπο για να μην γράφει εναντίον του. Για παράδειγμα, σύμφωνα με έκθεση που ετοίμασαν ο υπουργός των Εξωτερικών Σαΐτ πασά και ο σύμβουλός του Αρτίν Νταντιάν, αναφερόταν ότι πλήρωναν με 1.300 λίρες τις εφημερίδες του εξωτερικού. Σε έκθεσή του ο πρόξενος στο Παρίσι Σαλίχ Μουνίρ πασάς έγραφε: «Πληρώνοντας 5.000 φράγκα τον μήνα έχω στο χέρι 30 εφημερίδες. Αυτό το ποσό είναι μικρότερο από το ένα τέταρτο του ποσού που πληρώνουμε για να παρακολουθούμε και να ερευνούμε τον ξένο τύπο και του ποσού που πληρώνουμε για τηλεγραφήματα. Πιστεύω να μη σας φανεί υπερβολικό το ότι θα πρέπει να υπογράψουμε συμβόλαιο με τους δημοσιογράφους αυτών των εφημερίδων».
Οι εφημερίδες που εξαγοράστηκαν ήταν: Liberté έναντι 1.000 φράγκων, République Française de presse έναντι 1.000 φράγκων και η Orient έναντι 10.401 γροσών. Ο εκδότης της Orient, ένας Έλληνας ονόματι Νικολαΐδης, τύπωσε ένα φυλλάδιο επαινετικό για τον Αμπντουλχαμίτ, μετά ζήτησε από τον σουλτάνο βοήθεια και πήρε 200 φράγκα από το υπουργείο Εξωτερικών και άλλα τόσα από τον σουλτάνο.
Αγγέλα Φωτοπούλου/ΑΠΕ