Μια υπόθεση χρηματισμού, που συζητήθηκε στη μικρή κοινωνία της Πανόρμου στα χρόνια της Μικρασιατικής Εκστρατείας, αποκαλύπτεται μέσα από δύο κιτρινισμένα από τον χρόνο «άκρως εμπιστευτικά» έγγραφα του Ιανουαρίου του 1922.
Μία χειρόγραφη αναφορά με παραλήπτη τη Στρατιά Μικράς Ασίας καθώς και ένα πόρισμα με παραλήπτη την Ελληνική Διοίκηση Σμύρνης, «μιλούν» για τη διένεξη μεταξύ του Στρατιωτικού Διοικητή της Πανόρμου και του αντιπροσώπου της Ύπατης Αρμοστείας, η οποία προέκυψε όταν ο πρώτος «ανακατεύτηκε» στην προσωπική ζωή του δεύτερου, αλλά και για μια γυναίκα που πουλούσε άδειες μεταφοράς προϊόντων, τις οποίες προμηθευόταν από τον Στρατιωτικό Διοικητή.
Μετά από καταγγελίες που έγιναν σε βάρος του εν λόγω Στρατιωτικού Διοικητή δόθηκε εντολή να γίνουν ανακρίσεις, από τις οποίες προέκυψε ότι ο Στρατιωτικός Διοικητής Πανόρμου όχι μόνο επενέβη στην ιδιωτική ζωή του αντιπροσώπου της Ύπατης Αρμοστείας αλλά και ότι παραχωρούσε άδειες μεταφοράς εμπορευμάτων σε μία γυναίκα, η οποία -εν γνώσει του- με τη σειρά της, τις πουλούσε.
Μάλιστα, στα έγγραφα αναφέρεται ότι διαταράχθηκε η εντύπωση στην κοινωνία της Πανόρμου, όπου τα πάντα «παρατηροῦνται ἐξονυχίζονται καὶ παρεξηγοῦνται», ενώ παράλληλα σημειώνεται ότι «ἡ ἠθικὴ τῆς ἐν λόγῳ γυναικὸς δὲν φαίνεται νὰ εἶναι τόσον ἀνεπίληπτος». Τελικά ζητήθηκε η αντικατάσταση του Στρατιωτικού Διοικητή αλλά και η λήψη μέτρων κατά του αντιπροσώπου της Ύπατης Αρμοστείας, του οποίου επίσης η διαγωγή χαρακτηρίζεται ως μη αρμόζουσα, γεγονός που δεν διέφυγε της παρατηρητικότητας της κοινωνίας της Πανόρμου. Πέραν, όμως, από την υπόθεση του χρηματισμού, τα έγγραφα αυτά δείχνουν και μια πτυχή της κατάστασης που επικρατούσε στην περιοχή κατά τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο.
Τα έγγραφα τα αγόρασε στις 10 Σεπτεμβρίου 2023, από μια διαδικτυακή δημοπρασία, ο Τούρκος ερασιτέχνης συλλέκτης παλαιών εγγράφων και βιβλίων Τayfun Çeşmeliler (Ταϊφούν Τσεσμελιλέρ), ο οποίος έχει κάνει σπουδές ιστορίας και οικονομικών και εργάζεται ως διευθυντής τουρκικής τράπεζας.
Τι αναφέρεται στα έγγραφα
Στην αναφορά σημειώνεται ότι:
«Ὁ ὑποστράτηγος Πετμεζᾶς μεταβεὶς εἰς Πάνορμον ἠναγκάσθη νὰ προβῇ εἰς προανάκρισιν, ἧς τὸ πόρισμα μετὰ τῶν μαρτυρικῶν καταθέσεων μοι ὑπέβαλεν. Ἐκ τῆς ἐξετάσεως τῶν μαρτυρικῶν καταθέσεων σαφῶς προκύπτει ὅτι αἰτία τῶν διενέξεων εἶναι ὅτι ὁ Στρατιωτικὸς Διοικητὴς χωρὶς οὐδὲν νὰ ἔχη πρὸς τοῦτο δικαίωμα ἐπενέβη εἰς τὸν ἰδιωτικὸν βίον τοῦ ἀντιπροσώπου τῆς Ὑπάτης Ἀρμοστείας καὶ τόσον ἀστόχως ἐπήλθε ἡ μεταξύ αὐτῶν ρήξις, ἔνεκα τῆς ὁποίας πᾶσα συνεργασία μεταξύ τους κατέστη ἀδύνατος.
Ἐκ τῆς προανακρίσεως ὅμως προέκυψε ἑτέρα ἐνέργεια πολὺ μᾶλλον ἀρχυτέρα τοῦ Στρατιωτικοῦ Διοικητοῦ ἐπὶ τοῦ ζητήματος τῆς χορηγήσεως ἀδείας μεταφορᾶς προϊόντων, διότι καίτοι ἠρνεῖτο τὴν χορήγησιν ἀδειῶν ἐμπορευόμενος παρεχώρη τοιάυτας εἰς τινὰ γυναῖκα Τερψιχόρη Κασσάνη, ἥτις ἐπώλη ταύτας εἰς τοὺς ἐνδιαφερομένους καὶ τοῦτο ἐν γνώσει του».
Παράλληλα όμως επισημαίνεται ότι από την ανάκριση δεν προέκυψε ότι ο Στρατιωτικός Διοικητής είχε ιδιοτελή σκοπό και ότι προέβη σε αυτή την ενέργεια για να μπορεί η γυναίκα αυτή να προσπορίζεται τα προς το ζην.
Εξ άλλου το πόρισμα της ανάκρισης αναφέρονται τα εξής:
«Ἐκ τῆς αὐτῆς προανακρίσεως προέκυψεν ὅτι ὁ Στρ. Διοικητὴς ἔτι ἀρχύτερα διεχειρίσθη τὸ ζήτημα τῆς χορηγήσεως ἀδειῶν μεταφορᾶς προϊόντων, χαριζόμενος εἰς τὴν Τερψιχόρη Κασσάνη καὶ παρέχων αὐτῇ ἄδειαν, καὶ αὕτη ἐμπορεύετο καὶ ἐχρηματίζετο.
Οὐδεὶς ἐπεδιώχθη ἰδιοτελὴς σκοπὸς ἐκ τῆς ἐνεργείας ταύτης, μᾶλλον δὲ αἴσθημα οἴκτου πρὸς τὴν γυναῖκα ταύτην πάσχουσαν ἤγαγεν αὐτὸν εἰς τὴν προαναφερθεῖσαν ἐνέργειαν, ὅμως ἡ ἐν τῷ ἐμπορικῷ κόσμῳ Πανόρμου ἐντύπωσις διεταράχθη».
Σκιαγραφώντας το κλίμα της εποχής
Το κλίμα που επικρατούσε εκείνη την εποχή στην περιοχή της Μικράς Ασίας σκιαγραφεί, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο καθηγητής Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ, Ιάκωβος Μιχαηλίδης, ενώ παράλληλα σχολιάζει φαινόμενα που παρατηρήθηκαν, όπως για παράδειγμα αυτά που αναφέρονται στα έγγραφα που βρέθηκαν στα χέρια του κ. Çeşmeliler.
«H Mικρασιατική Eκστρατεία υπήρξε η μεγαλύτερη στρατιωτική επιχείρηση την οποία ανέλαβε ποτέ ο ελληνικός στρατός. Κινητοποιήθηκαν περίπου 150.000 άνδρες, οι οποίοι στάθηκαν στη Μικρά Ασία, κάτι που εξ ορισμού ήταν μία μεγάλη πρόκληση. Δεν ήταν μόνο η αντίσταση των Κεμαλικών. Ο στρατός αυτός θα έπρεπε να φροντίσει για τον εξοπλισμό και την επιμελητεία. Στο πλαίσιο λοιπόν αυτό και επειδή ο απώτερος στόχος της Ελλάδας, με βάση τους όρους της Συνθήκης των Σεβρών, ήταν η μελλοντική ενσωμάτωση τουλάχιστον του βιλαετίου της Σμύρνης στην Ελλάδα, οι ελληνικές στρατιωτικές και διοικητικές αρχές που στάλθηκαν εκεί, προσπάθησαν να δημιουργήσουν από την αρχή μόνιμες δομές ώστε να είναι πολύ πιο εύκολη στη συνέχεια η ενσωμάτωση στο ελληνικό κράτος.
Γι’ αυτό τον λόγο, μπορεί να δει κανείς μια πλήρη γραφειοκρατική μηχανή, η οποία στήνεται στην περιοχή της δυτικής Μικράς Ασίας με τον Ύπατο Αρμοστή, τον Αριστείδη Στεργιάδη, ο οποίος στέλνεται εκεί για να διευθετήσει τα διοικητικά πράγματα, και από κει και πέρα, με πλήθος δημοσίων υπαλλήλων, για να επανδρώσουν ό,τι χρειάζεται ένα κράτος. Τα Ταχυδρομεία, για παράδειγμα, που έχουνε στηθεί σε όλο το εσωτερικό της Μικράς Ασίας, εκεί όπου επέλασε ο ελληνικός στρατός, είναι ενδεικτικά αυτής της προσπάθειας δημιουργίας μόνιμων δομών. Αυτό είναι το ένα χαρακτηριστικό που πρέπει να το έχουμε στο μυαλό μας. Ο ελληνικός στρατός πήγε για να μείνει. Ήταν εντολοδόχος των μεγάλων δυνάμεων.
Κι επειδή είχε την πλειοψηφία στο βιλαέτι της Σμύρνης, οι ελληνικές πολιτικές, στρατιωτικές και διοικητικές αρχές είχαν την εύλογη προσδοκία ότι το δημοψήφισμα που θα ακολουθούσε θα απέβαινε θετικό για την Ελλάδα. Η εξέλιξη της στρατιωτικής επιχείρισης δεν πήγε σύμφωνα με τα προσδοκώμενα. Η ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου και η πολιτειακή μεταβολή,η επιστροφή δηλαδή του βασιλιά Κωνσταντίνου, ο οποίος ήταν “κόκκινο πανί” για τους συμμάχους, άνοιξε τον ασκό του Αιόλου και απελευθέρωσε δυνάμεις από την μεριά των πρώην συμμάχων της Αντάντ, οι οποίοι όσο ήταν ο Βενιζέλος φρόντισαν να τηρούν τα προσχήματα ενώ στην ουσία οι περισσότεροι από αυτούς είχαν ήδη προσεγγίσει τον Μουσταφά Κεμάλ.
Από το 1921 και μετά δεν υπήρξε πλέον καμία αντίσταση, ούτε ηθική από την πλευρά τους για να απομακρυνθούν από την Ελλάδα και να την αφήσουν ουσιαστικά μόνη της στο μέτωπο. Φεύγουν δεκάδες εκατοντάδες εμπειροπόλεμα στελέχη από το μέτωπο. Φεύγουν όλοι οι Βενιζελικοί. Είτε τους διώχνουν, είτε φεύγουν οι ίδιοι και κάποιοι από αυτούς επιστρέφουν, ενώ κάποιοι πηγαίνουν στην Κωνσταντινούπολη και συχνάζουν εκεί στα καπηλειά και δεν ενδιαφέρονται για το μέτωπο. Αναλαμβάνει μία ηγεσία από αντιβενιζελικούς, η οποία δεν έχει καλή γνώση της κατάστασης καθώς δεν είναι μόνο θέμα ηγεσίας» εξηγεί ο κ. Μιχαηλίδης.
Τι προκύπτει από την αναφορά σχετικά με την κατάσταση στην περιοχή;
«Η συγκεκριμένη αναφορά, η οποία εστάλη τον Ιανουάριο του 1922, υποδηλώνει δύο πράγματα. Αφενός τις αρχές του καλοκαιριού του 1921, η επιχείρηση δεν εξελίσσεται καλά, το μέτωπο βαλτώνει και για έναν ολόκληρο χρόνο από τον Αύγουστο του 1921 έως και τον Αύγουστο του 1922, όταν εκδηλώθηκε η τουρκική αντεπίθεση, υπάρχει μία προοδευτική αλλά πολύ εμφανής αποσάθρωση των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων. Εμφανίζονται φαινόμενα λιποταξίας, το ηθικό πέφτει, η στρατιωτική ηγεσία αλλάζει. Δεν υπάρχουνε έμπειροι και ικανοί αξιωματικοί για να μπορέσουν να χειριστούν την κατάσταση.
Το γεγονός αυτό, δηλαδή η αποσύνθεση στους κόλπους του στρατεύματος, η πτώση του ηθικού των στρατιωτών, συνδυάζεται με τις πολιτικές και διπλωματικές κυρίως εξελίξεις, οι οποίες δεν έχουν επιτυχή έκβαση. Η Ελλάδα χρειάζεται χρήματα, οι σύμμαχοι δεν της δίνουν. Αντίθετα της έχουν διαμηνύσει ότι πρέπει να φύγει από τη Μικρά Ασία. Αυτά οδηγούν την κατάσταση σε αδιέξοδο. Σε μια κατάσταση προοδευτικής κατάρρευσης της στρατιωτικής ιεραρχίας και γενικότερα της κατάστασης στο στράτευμα, είναι λογικό να εμφανίζονται διάφορα διαλυτικά φαινόμενα, όπως αυτό που περιγράφεται μέσα στο έγγραφο.
Αυτό είναι η μία διάσταση που εξηγεί την κατάσταση. Σίγουρα δεν υπάρχει αυστηρή πειθαρχία. Η δεύτερη είναι η παραδοσιακή αντιπαράθεση που έχει ο Ύπατος Αρμοστής Στεργιάδης με την ελληνική στρατιωτική ηγεσία, αλλά και με ένα μεγάλο μέρος του ντόπιου ελληνικού πληθυσμού της Δυτικής Μικράς Ασίας. Ο Αριστείδης Στεργιάδης είναι ένας συγκεντρωτικός και αυστηρός άνθρωπος, για τον οποίο έχουν γραφεί πολλά. Ήρθε πάρα πολλές φορές σε ρήξη και με την ηγεσία των ντόπιων Ελλήνων Μικρασιατών, διότι ακολουθούσαν μία τακτική που δεν συμβάδιζε με τις δικές του προτεραιότητες, αλλά και με ένα μεγάλο μέρος του στρατεύματος, το οποίο επίσης όσο περνούν οι μήνες είχε αυτονομηθεί σε ένα σημαντικό βαθμό και ακολουθούσε μια πορεία, όπως την έκρινε το ίδιο, μη πειθαρχώντας πάντοτε και μη ερχόμενο σε επικοινωνία με την ελληνική διοίκηση στη Σμύρνη.
Άρα, λοιπόν, μέσα από αυτό το δίπτυχο της σταδιακής κατάρρευσης του Μετώπου και της παραδοσιακής αντιπαράθεσης που φτάνει μέχρι τα όρια της ψυχρότητας ανάμεσα στην Ύπατη Αρμοστεία Σμύρνης και τους Έλληνες στρατιωτικούς εκεί μπορεί να ερμηνευτεί η συγκεκριμένη αναφορά, η οποία είναι -θα λέγαμε- ένας ακόμη προάγγελος αυτού που επρόκειτο να επακολουθήσει της κατάρρευσης του Μικρασιατικού Μετώπου μέσα σε 15 μόλις ημέρες χωρίς καν να έχει χαραχθεί γραμμή δεύτερης άμυνας από τους Έλληνες επιτελείς και της εξόντωσης και μεγάλης εξόδου -διωγμού του ελληνισμού από τις παραδοσιακές εστίες τους» αναφέρει ο κ. Μιχαηλίδης.
Όσον αφορά τις άδειες μεταφορά εμπορευμάτων, οι οποίες αναφέρονται στα εν λόγω έγγραφα, ο κ. Μιχαηλίδης εξηγεί:
«To έγγραφο είναι ένα δείγμα ότι η Ύπατη Αρμοστεία ήταν ουσιαστικά ένα είδος υπερνομαρχίας στην περιοχή, είχε το πολιτικό και το διοικητικό σκέλος στην περιοχή. Όταν επρόκειτο για στρατιωτική ζώνη -και στη συγκεκριμένη περιοχή επρόκειτο για στρατιωτική ζώνη- ο στρατός είχε τον έλεγχο και ουσιαστικά έπρεπε με την άδειά του να εξασφαλιστεί έναν μεγάλο μέρος όλων των δραστηριοτήτων στην περιοχή, γιατί είμαστε στις αρχές του 1922, που αυτές οι περιοχές βρίσκονται υπό ελληνική διοίκηση, αλλά υπάρχουν διαδοχικές επιθέσεις τουρκικών ανταρτικών ομάδων και υπάρχει ένα καθεστώς ανασφάλειας καθώς από τα τέλη Αυγούστου του 1921, για έναν χρόνο, έχει βαλτώσει το μέτωπο και οι Έλληνες είναι καθηλωμένοι στην ίδια γραμμή. Έχει ουσιαστικά διαλυθεί η στρατιωτική ιεραρχία και εμφανίζονται πάρα πολύ έντονα διαλυτικά φαινόμενα».
Αγγέλα Φωτοπούλου/AΠΕ