Το χωριό Ο Γέρμας Καστοριάς υπήρξε κατά τους χρόνους της Τουρκοκρατίας και του Μακεδονικού Αγώνα προπύργιο του Ελληνισμού στην Άνω Μακεδονία. Εκ του λόγου τούτου υπέστη, κατά την αναφερόμενη μακραίωνη περίοδο, πολλές και φοβερές επιδρομές Τούρκων στρατιωτών και Βούλγαρων κομιτατζήδων. Μια τέτοια επιδρομή ήταν και αυτή που πραγματοποίησε στον Γέρμα την 16 Ιουλίου 1903 ο αιμοβόρος αρχικομιτατζής Βασίλης Τσακαλάρωφ. Το ιστορικό τής εν λόγω επιδρομής έχει καταγραφεί από τον ίδιο τον Τσακαλάρωφ και περιλαμβάνεται στο πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του “Το Ημερολόγιο του Ίλιντεν 1901 – 1903”, εκδόσεις Πετσίβα. Η καταγραφή αυτή του Τσακαλάρωφ αναδημοσιεύεται ακολούθως: (Γιώργος Τ. Αλεξίου).
Φωτο επάνω: Ο Γέρμας Καστοριάς και ο ανδριάντας του ανώνυμου Γερμανιώτη Μακεδονομάχου
Το Ημερολόγιο του Β. Τσακαλάρωφ, Εκδόσεις Πετσίβα
16 Ιουλίου 1903. (Τετάρτη).
…Κατόπιν κινήσαμε για τη Λοσνίτσα (νυν Γέρμας Καστοριάς) με σκοπό να πιάσουμε κάποιους απ’ το χωριό και να ζητήσουμε χρήματα, ώστε να προκαλέσουμε αναταραχή προτού φύγουμε για τα χωριά μας. Σ’ ένα μαντρί βρήκαμε δύο γαϊδούρια φορτωμένα με μανούρι και oι άντρες μας άρπαξαν κάμποσα κομμάτια, στη συνέχεια πήραμε δυό – τρείς κάπες και συνεχίσαμε την πορεία μας. Οι θεριστές που συναντούσαμε στον δρόμο μας καλωσόριζαν με μια περίεργη λάμψη στο βλέμμα τους.
Πριν μπούμε στο χωριό ανταμώσαμε έναν άντρα και τον ρωτήσαμε ποιος είναι εκεί ο κοτζαμπάσης. Μας απάντησε, πως ήρθαν οι φοροεισπράκτορες με δύο Τούρκους αγροφύλακες και πως κοτζάμπασης ήταν ο Αλέξανδρος. Καθώς πλησιάζαμε στο χωριό σταματήσαμε για να μιλήσουμε στους νέους μας.
Δεν αφήναμε κανένα χωρικό να μπει στο χωριό μην τυχόν και διαδώσουν για μας, ενώ εμείς συμβουλέψαμε τους νέους μας να έχουν τα μάτια τους ολάνοιχτα και να προσέχουν παντού ολόγυρα, να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί και να ξεκινήσουν στη σειρά για το σπίτι του φοροεισπράκτορα και των αγροφυλάκων. Πράγματι oι νέοι μας παρατάχθηκαν και μπροστά μπήκε ο βοεβόδα Κόλιο Χρήστωφ (Ντομπρολίϊσκυ), κατόπιν ο Στέργιο Τάσκωφ, ο Πάντο Σίντωφ κι ακόμα κάμποσοι νέοι από τήν τσέτα των Καστανοχωρίων, μετά από την οποία πήγαινα εγώ, πίσω μου ο Κλιάσεφ και ακολουθούσε ο βοεβόδας Μήτρε με την τσέτα του. Μαζί πήραμε και δύο χωρικούς, δώσαμε τον ένα στους Κόλιο και Στέργιο για να τους δείξει το σπίτι του φοροεισπράκτορα και του κοτζαμπάση, ενώ τον άλλο τον κράτησα εγώ. Φτάσαμε στο σπίτι του φοροεισπράκτορα που μας υπέδειξε ο χωρικός, αλλά το βρήκαμε κλειστό, γι’ αυτό συνεχίσαμε προς το κέντρο του χωριού, στην εκκλησία. Ο Κόλιο κι ο Στέργιος που προηγούνταν πλησίασαν στους συγκεντρωμένους χωρικούς και τους χαιρέτησαν, λέγοντας στα ελληνικά «καλησπέρα». Εκεί ήταν καί ό φοροεισπράκτορας, τον οποίο χαιρέτησε διά χειραψίας ο Κόλιο. Εκείνος κάτι σημείωνε στα τουρκικά. Παραπέρα είδαν τους δύο χωροφύλακες, τούς οποίους αμέσως πλησίασε ο Κόλιο και τους είπε: «Καλκανάε βρέ!»
Ο Βασίλης Τσακαλάρωφ (1874 – 1913) |
Αυτοί άρχισαν να γελάνε έχοντας αφημένα τα όπλα μπροστά τους. Ο Κόλιο τα πήρε και τότε αυτοί βάλθηκαν να τα πάρουν πίσω, όμως ήταν πια αργά. Ο Στέργιος άρπαξε τον έναν κι εγώ, που μόλις είχα φτάσει, τον χτύπησα δυνατά με το ραβδί στο κεφάλι και έτσι παράτησε το όπλο. Ο Κόλιο τον χτύπησε με το κοντάκι στο στήθος, κι ο Τούρκος αμέσως του άρπαξε το όπλο. Ο πρώτος χωροφύλακας το έβαλε στα πόδια, κι εγώ σήκωσα το όπλο για να τον πυροβολήσω αλλά με πρόλαβε ο Στέργιος που τον άφησε στον τόπο. Χωρίς να χάσω χρόνο ζήτησα βοήθεια από τον Κόλιο και πυροβόλησα τον άλλο χωροφύλακα, αλλά δεν τον πέτυχα… Επειδή το όπλο του το είχε πάρει ο Πάντο Σίντωφ και ήταν τώρα άοπλος με τον Κόλιο να τον κρατάει γερά με τα σκληρά του χέρια, ο Τούρκος έβγαλε μια μεγάλη κάμα και προσπάθησε να την μπήξει στον Κόλιο, όμως ο Κόλιο πρόλαβε και του έστριψε το χέρι, ενώ εγώ τον χτύπησα με το ραβδί. Αποτέλεσμα, το μαχαίρι βρέθηκε στα χέρια του Κόλιο.
Ο Τούρκος προσπάθησε να το σκάσει, αλλά δεν μπόρεσε να ξεφύγει από τα χέρια του Κόλιο, γιατί αφενός εγώ στεκόμουν μπροστά του κι αφετέρου ο Κόλιο του έμπηξε το μαχαίρι στην πλάτη. Ο Τούρκος όμως, που ήταν ένας νέος και γεροδεμένος άντρας, συγκέντρωσε όλες του τις δυνάμεις και κατάφερε να ξεγλιστρήσει από τη λαβίδα του Κόλιο και άρχισε να τρέχει, δεν πρόλαβε όμως να κάνει ούτε πέντε βήματα και το μάνλιχέρ μου τον έριξε κάτω. Αμέσως κατέφτασαν και τα άλλα παλικάρια μας και με τις λόγχες κέντριζαν τους δύο μισοπεθαμένους Τούρκους χωροφύλακες κατατρυπώντας τους. Όλα αυτά συνέβησαν μέσα σε λίγα μόλις λεπτά. Πίσω μου είδα έναν κοιλαρά Τούρκο, τον φοροεισπράκτορα.
Άποψη του Γέρμα Καστοριάς |
«Έχεις μαζέψει πολλά χρήματα, παλιότουρκε;» ρώτησα. «Ναί», μου απάντησε και έβγαλε ένα μικρό σακούλι μάλλον με χρυσά νομίσματα και μου το έδωσε λέγοντάς μου να τα μετρήσω.
«Δεν χρειάζεται», του είπα. Διέταξα όμως τους άντρες μας να τον ψάξουν. Τότε έβγαλε και μου έδωσε ένα άλλο μεγαλύτερο σακούλι με ασημένια νομίσματα. Συνέχισαν να τον ψάχνουν και βρήκαν πάνω του ένα μικρό περίστροφο Σμίθ των πέντε φυσιγγίων. Του τα πήραν όλα, καθώς και κάμποσα έγγραφα.
Οι κακόμοιροι oι Έλληνες χωρικοί, φοβήθηκαν και τό ‘βαλαν στα πόδια, όμως ο Μήτρε κι ο Κλιάσεφ τους εμπόδισαν και τούς ζήτησαν να έρθουν κοντά μας. Εγώ τότε τους είπα πως δεν είναι πατριώτες, αλλά προδότες, τόσο αυτοί όσο και οι δεσποτάδες και οι παπάδες, καθώς επίσης και εκείνοι οι Έλληνες της ελεύθερης Ελλάδας και ολόκληρος ο τύπος τους κτλ. Αμέσως είδα πως ενοχλήθηκαν που τους αποκάλεσα προδότες και κάποιοι μάλιστα διαμαρτυρήθηκαν.
Ο Τσακαλάρωφ και ο Κλιάσεφ με συντρόφους τους |
«Καλά!» συνέχισα. «Αν αρνείστε ότι είστε προδότες μπορείτε τότε να μου εξηγήσετε με ποιά έννοια είστε καλοί πατριώτες, αφού δεν δώσατε καμιά βοήθεια στο Κομιτάτο;»
«Αυτό το παραδεχόμαστε! Όμως κανείς ποτέ δεν μας ζήτησε την παραμικρή βοήθεια!»
«Μα δεν ακούσατε για τη δράση του Κομιτάτου; Γιατί δεν βρέθηκε έστω και ένας άνθρωπος ανάμεσα σας να μας αναζητήσει και να έρθουμε σε συνεννόηση; Φαίνεται όμως πως εκείνος ο κάποτε ηρωικός ελληνικός λαός εξαφανίστηκε και τώρα μείνατε εσείς oι καλπουξάνηδες και κόλακες των Τούρκων. Μας αποκαλείτε δολοφόνους του ελληνικού λαού, όμως εμείς έως τώρα δεν σκοτώσαμε κανέναν αθώο, αληθινό Έλληνα, μόνο γκραικομάνους, oι οποίοι, παραπλανημένοι από τον Έλληνα δεσπότη, γίνονται προδότες και μας καταδίδουν. Εσείς το ξέρετε αυτό εδώ και πολύ καιρό μα δεν διαμαρτυρηθήκατε ούτε μία φορά. Όπως όμως και να ‘χει, εμείς δεν είμαστε δολοφόνοι της Μακεδονίας, τους μόνους που σκοτώνουμε, όπως βλέπετε, είναι Τούρκους. Ξέρετε βέβαια πως σαν έρθει η ελευθερία θα είναι για όλους μας, όμως για σας δεν θα είναι τόσο γλυκιά όσο για μας τους Βούλγαρους, γιατί τότε μόνο είναι γλυκιά, όταν κατακτιέται με αίμα, όταν δεν χαρίζεται».
Σε όλα αυτά δεν είχαν τίποτε να απαντήσουν και τελικά τους πρότεινα να σκεφτούν οι ίδιοι τον τρόπο με τον οποίο θα βοηθήσουν το Κομιτάτο. Μαζεύτηκαν παράμερα να συζητήσουν και σε λίγο ήρθαν για να μας πουν πως δεν είναι εδώ όλοι οι τσορμπατζήδες για ν’ αποφασίσουν. Στη συνέχεια άρχισαν να συντάσσουν έναν κατάλογο και να χρονοτριβούν.
Όταν είδαμε πως σκοπεύουν να μας καθυστερήσουν, τους ορίσαμε το ποσό των εκατό λιρών, από τις οποίες τώρα θα μας έδιναν τις πενήντα. Συμφώνησαν και ζήτησαν να στείλουμε κάποιους άντρες μας για να τις εισπράξουν από κάποιους τσορμπατζήδες. Έδωσα λοιπόν εντολή στον βοεβόδα Μήτρε να πάει να τις πάρει, τον όποιο όμως φοβήθηκαν τρομερά οι δύστυχοι Έλληνες, παρ’ όλα αυτά όμως συγκεντρώθηκαν είκοσιτρεισήμιση λίρες. Η ώρα είχε πια πάει 3 και έπρεπε να φύγουμε. Φώναξα λοιπόν τούς άντρες μας γύρω μου και μου έφεραν τον ταξιλάρη. Ο δύστυ-χος αυτός έτρεμε σαν το ψάρι και δεν ήξερε τι να πει. Άρχισα να τον ανακρίνω, αλλά δεν ήξερε τι ν’ απαντήσει γιατί οι νέοι μας χωρίς καμιά διαταγή πήραν να τον τρυπούν με τις λόγχες. «Άιντε», είπα στο τέλος, «ας πάει τσόκ σελιάμ στον Μωχαμέτη!» και διέταξα «Τρυπήστε τον!». Μπήχτηκαν τότε αρκετές λόγχες στον Σουλεϊμάν ταξιλντάρ από το Μαύροβο. Μετά σαλπίσαμε συγκέντρωση. Μαζεύτηκαν άμέσως όλοι, ενώ οι Κλιάσεφ και Μπιόλτσεφ έγραψαν από ένα σημείωμα το οποίο άφησαν στο στήθος των σκοτωμένων Τούρκων. Ξεκινήσαμε για το Τσουρίλοβο, ξυπόλυτοι και χωρίς τσαρούχια, και μόλις και μετά βίας φτάσαμε τα ξημερώματα στο βουνό Καϊνάκ, απέναντι από τη Φοτίνιστα.
Ο Τσακαλάρωφ και ομάδες κομιτατζήδων μετά την κατάληψη της Κλεισούρας Καστοριάς |
17 Ιουλίου 1903 (Καϊνάκ Πλάνινα – Πέμπτη): Στείλαμε τόν μαχητή Μήτρε Μπάπτσορσκυ στήν Τσερέσνιτσα να ειδοποιήσει να μας φέρουν νερό γιατί δεν είχαμε ούτε σταγόνα και πεθαίναμε από τη δίψα. Οι περισσότεροι άντρες μας ήταν κατενθουσιασμένοι από τα γεγονότα της Λοσνίτσας και έλεγαν πολλά μεταξύ τους για αυτά, ωστόσο από τη μεγάλη πορεία πολλοί αρρώστησαν. Τό βράδυ τακτοποιηθήκαμε στην Τσερέσνιτσα, όπου τα ξημερώματα έφτασαν ο Ποπτράικωφ και ο Ρόζωφ με τους συντρόφους τους.
18 Ιουλίου 1903 (Τσερέσνιτσα – Παρασκευή): Εδώ πληροφορηθήκαμε ότι ο Κότε λήστεψε στα Κορέστια κάποιους υπαλλήλους που μάζεψαν χρήματα από το Ζέλεβο. Γράψαμε γράμμα στή Λοσνίτσα, με το οποίο τους ορίζαμε που να καταθέσουν τα συμφωνημένα χρήματα…
Σημείωση:
Την εδώ εξεταζόμενη φοβερή επιδρομή του Τσακαλάρωφ στον Γέρμα κατέγραψε με πολλές λεπτομέρειες και ο αείμνηστος Γερμανιώτης φιλόλογος Κωνσταντίνος Αγγελής, που ήταν τότε (όταν έγινε) στην πλατεία του χωριού. Η καταγραφή του αυτή αναδημοσιεύτηκε τμηματικά στα τρία πρώτα φύλλα της εφημερίδας “Ο Γέρμας”, έτος 1995. Φωτοτυπίες των εν λόγω φύλλων παρατίθενται στα σχόλια της παρούσης δημοσίευσης.