ΚαστοριάΝεστόριο

“Πόρτο Αλέγκρε” (της Χρυσούλας Πατρώνου- Παπατέρπου)


Τι μικροσκοπικό που ήταν το ποτάμι! Λες και βγήκε από παιδικό παραμύθι. Και το γιοφύρι επίσης. Πώς μίκρυναν έτσι; Τόσο πολύ τα διάβρωσε ο χρόνος; Και καλά το νερό. Το χτισμένο γιοφύρι; Αδύνατον να το χωρέσει ο νους. Στέκει συλλογισμένη και της είναι ανυπόφορη η σκέψη ότι αυτό που βλέπει είναι το ίδιο ποτάμι, το ίδιο γεφύρι που είχε αντικρύσει πριν εβδομήντα περίπου χρόνια. Πώς να ξεχάσει τη μέρα εκείνη που την πήρε ο παππούς από το χέρι-ήταν κρύο, παγωνιά- και την οδήγησε προσεκτικά στην άλλη πλευρά του γεφυριού, εκεί που άρχιζε το πυκνό, το αδιαπέραστο δάσος; Έκλεινε τα μάτια καθώς το διέσχιζαν. Της ήταν τρομακτικό να βλέπει το αφρισμένο νερό να κυλά κάτω από τα πόδια τους. Το άκουγε όμως και της προκαλούσε δέος. Θυμάται ακόμη τα λόγια του παππού: «Πάρε αυτήν την εικόνα μαζί σου εκεί που θα πας. Να θυμάσαι κάτι απ’ την πατρίδα, καλό μου παιδί».
Πήρε την εικόνα, πήρε και την ανάμνηση του αγαπημένου της παππού κι έφυγε με τους γονείς της για την άλλη άκρη του κόσμου. Οι καιροί χαλεποί, το μέλλον αβέβαιο και δουλειές για μεροκαματιάρηδες, μηδαμινές. Έτσι δέχτηκαν την πρόσκληση του θείου, από τη Βραζιλία. Ήξεραν, βέβαια, ότι αυτό το μέρος κάπου κοντά στην Αμερική βρισκόταν. Όχι κάτι περισσότερο. Και το ταξίδι μέχρι εκεί, ατέλειωτο. Θυμάται τις μουντές μέρες, τις τρομακτικές νύχτες στα έγκατα του βαποριού, σε μια καμπίνα με άλλες τρεις οικογένειες, όλοι με τα μικρά τους τα παιδιά και τα συμπράγκαλά τους.
Θυμάται επίσης την επιμονή της μαμάς να διαβάζουν κάθε μέρα από το Αναγνωστικό της Δευτέρας και να πρέπει να αντιγράφει οπωσδήποτε πέντε προτάσεις. «Για να μην ξεχάσεις τη γλώσσα. Δεν ξέρω πότε και πού θα βρούμε ελληνικό σχολείο στον ξένο τόπο». Αυτά, όσο διασχίζανε τον ωκεανό. Με το που τέλειωσε η οδύσσειά τους και έπιασαν λιμάνι, με το που τους δέχτηκε ο εκπρόσωπος του θείου, κρύφτηκαν βιβλίο και τετράδιο στο μπαούλο και άρχισε η στεριανή περιπέτεια στον παντάξενο τόπο. Παντάξενος και πολύ παράξενος. Αργότερα έμαθε πως θα μπορούσε να τον αποκαλεί «εξωτικό». Με τρένο -πρώτη φορά ανέβαινε- φύγανε από το λιμάνι και, μέσα από ατέλειωτα και πρωτόγνωρα δάση, κατευθυνθήκανε προς τα νότια της χώρας. Ατέλειωτη κι αυτή και πράγματι εξωτική. Οι επιβάτες, σχεδόν όλοι, μαύροι. Γελαστοί, όμως, και εγκάρδιοι. Μέσα από δάσος περνούσε το τρένο. Δάσος με περίεργη βλάστηση, με κάθε είδους πράσινα φυλλώματα, δέντρα που χάνονταν στον ουρανό και φωνές πλασμάτων που δεν τα έβλεπες, μόνο ένιωθες να τρέχουν από το ένα σύδεντρο στο άλλο.
Και να σταματά το τρένο σε έναν σταθμό, στη μέση του πουθενά, να κατεβαίνουν με όλες τους τις αποσκευές, να στήνονται σε κάποιο υπόστεγο και να περιμένουν με τις ώρες την επόμενη ανταπόκριση. Και να τους πλησιάζουν άλλοι, άγνωστοι επιβάτες, σχεδόν σοκολατένιο χρώμα ολόκληρο το σώμα τους, το ημίγυμνο. Πολλοί να απλώνουν τα χέρια τους, ιδίως οι γυναίκες, και να χαϊδεύουν τα ξανθά της κοτσιδάκια, κι αυτή να μην τολμά να κουνηθεί από το σκαμνί όπου την έβαλε να καθίσει ο συνοδός…
Μέχρι που πήρε τέλος το ατέλειωτο ταξίδι και έφτασαν στου θείου το πελώριο κτήμα. Ένα περίεργο αμάξι που το έσερναν δύο μικρά αλογάκια -πόνυ τα έλεγαν- τους μετέφερε από την πύλη στην κατοικία του. Τα πόνυ κάλπαζαν, το αμάξι προχωρούσε, αλλά η κατοικία του θείου άργησε πολύ να φανεί.
Δεν φάνηκε να ενθουσιάζεται με την άφιξη των συγγενών από τη μακρινή πατρίδα, ούτε, πάντως, και να στενοχωριέται. Μια αγκαλιά για όλους, ακόμη και για τη μικρή ανιψιά, και αμέσως μετά οδηγίες στον επιστάτη του, για το πού θα τους έδινε κατάλυμα. Οδηγίες και στη μαγείρισσα για την προετοιμασία του δείπνου της πρώτης βραδιάς.
Αμέσως μετά, οδήγησε τον πατέρα στο γραφείο του, δίπλα στην πελώρια κατοικία, και του εξήγησε τη δουλειά που θα έπρεπε να αρχίσει από την επόμενη μέρα, πρωί-πρωί. Όχι πως δεν θα επιστρατευόταν και η γυναίκα του σύντομα. Λίγες μέρες, ώσπου να εγκλιματιστεί μαζί με το παιδί και έπειτα θα δούλευε στην αποθήκη, όπου μάζευαν τις καλλιέργειες και τις προωθούσαν στους εμπόρους. Η μικρή; Δεν θα πάει σχολείο; Ω, ναι. Θα είναι, όμως, είτε γαλλόφωνο ή στο δημόσιο του χωριού, με κύρια γλώσσα τα πορτογαλικά. Για ελληνικό, ούτε λόγος.
Στο γαλλικό, λοιπόν. Τα δίδακτρα όχι ευκαταφρόνητα. Άλλη λύση, ωστόσο, δεν έβλεπαν οι γονείς. Και ο θείος, καθόλου πρόθυμος να επιβαρυνθεί με τη «μόρφωση» της μικρής.
Οι συνθήκες εργασίας στο κτήμα εξουθενωτικές και για τους δύο. Μετά από μερικούς μήνες, αποφάσισαν, μαζί με άλλον συγγενή, να φύγουν για το Σάο Πάολο. Εκεί θα έβρισκαν σίγουρα θέσεις εργασίας με καλύτερη αμοιβή και πιο ανθρώπινη καθημερινότητα. Σχολείο γαλλικό για τη μικρή. Η μάνα έκανε πάλι χρέη δασκάλας για τα ελληνικά.
Η μικρή πρόκοβε στο σχολείο. Πρόκοβε γενικά. Οι γονείς στη δουλειά από τις νύχτες μέχρι τα άγρια μεσάνυχτα. Και η κόρη άριστη, σε όποια πόλη κι αν μετακινιόταν η οικογένεια, σε όποιον τόπο κι αν δοκίμαζαν εκ νέου μια καλύτερη αρχή. Οι γονείς, στο Πόρτο Αλέγκρε, το «Λιμάνι της Χαράς», όπως είπε η μαμά ότι σήμαινε στα ελληνικά, εγκαταστάθηκαν, με κτήμα δικό τους τώρα πια. Γιατρός έγινε η κόρη.
Έκανε δική της οικογένεια. Γλώσσες πέντε-έξι, με όλους να συνεννοείται. Τα ελληνικά, ωστόσο, συνέχιζε να τα μιλά καθημερινά με τη μητέρα. Και να τα γράφει. Αν τύχαινε, και με κάποιους πατριώτες που συναντούσε στην ξένη -δική της πια- πατρίδα. Κανένα σύννεφο, όλα καλά καμωμένα.
Μόνο που να: συχνά πυκνά της ερχόταν σαν σε όραμα η εικόνα του παππού στο γεφύρι με τα ορμητικά νερά. Άραγε, σκεφτόταν, πώς θα είναι τώρα; Γι’ αυτό το «τώρα», το αποφάσισε: δυο βαλίτσες στις αποσκευές και μία υπερατλαντική πτήση. Το ποτάμι ήθελε να ξαναδεί και μερικούς συγγενείς που είχαν απομείνει. Τους συγγενείς τούς χάρηκε, τη δέχτηκαν με ανοιχτές αγκάλες. Όλα τα άλλα, σπίτια, κήπους, γεφύρια και νερά, σε άλλη διάσταση τα βρήκε.
Σε άλλη διάσταση και η έννοια του φόβου και της προφύλαξης: μα πώς δεν κλείδωναν τις πόρτες των σπιτιών, πώς δεν τραβούσαν τις χοντρές κουρτίνες για συσκότιση; Και πώς κυκλοφορούσαν με χρυσές καδένες στο λαιμό; Όσο μικρότερα τα φυσικά μεγέθη του χωριού τόσο μεγαλύτερη η άνεση κινήσεων των ανθρώπων. Αντίθετα ακριβώς από αυτά που η ίδια βίωνε καθημερινά στο Πόρτο Αλέγκρε, στο Λιμάνι της Χαράς. Τελικά, όλα θέμα μεγεθών είναι, κατέληξε.
Και ο παππούς; Γλυκιά ανάμνηση, κάπως θαμπή, είναι αλήθεια. Της έμεινε και η γλώσσα ώστε σ’ αυτήν να μπορεί τα μεγέθη να συγκρίνει και να δίνει νόημα στη λέξη χαρά…
Το αφιερώνω στη Χαρίκλεια Γκέτσου, στο Πόρτο Αλέγρε, Νεστορίτισσα της Ξενιτιάς
Από το δεύτερο τεύχος του ηλεκτρονικού περιοδικού NESTORIOmagazine

Back to top button