Αν και γεννήθηκα και ζω στον ορεινό όγκο της βορειοδυτικής Μακεδονίας, αρκούδα δεν είχα δει ποτέ (εξαιρώ αυτές του Αρκτούρου.) Η μητέρα μου που μεγάλωσε στο βουνό και πηγαινοερχόταν στα μονοπάτια του, ακόμα δεν έχει δει αρκούδα στην ζωή της •και είναι ενενήντα δύο ετών.
Μας έλεγε όμως συχνά σαν παραμύθι, για μια φορά που ο παππούς μου ο Χρήστος συνάντησε μια αρκούδα στο δάσος. Γύρισε ξαφνικά και την είδε. Ορθώθηκε πανύψηλη και καφετιά απέναντί του και λίγο μούγκρισε• πιο πίσω τα παιδάκια της.
Μπορώ να φανταστώ τον φόβο του. Πάγωσε ολόκληρος. Φαντάζομαι πάγωσε και η σκέψη του. Κι μη ξέροντας τι να κάνει, ενστικτωδώς γονάτισε και άρχισε να της μιλάει με ήρεμη και παρακλητική φωνή: «Μη με πειράξεις Μάρω μου (έτσι λέγεται η αρκούδα αν δεν το ξέρατε) μη με πειράξεις καλή μου, έχω και εγώ παιδάκια που με περιμένουν στο χωριό, πού θα τα αφήσω ορφανά, ποιός θα τα μεγαλώσει, σε παρακαλώ..»
‘Έτσι μίλησε ο παππούκας μου και η αρκούδα φαίνεται πως τον άκουσε. Κάτι κατάλαβε πάντως. Γύρισε σιγά-σιγά την πλάτη της και απομακρύνθηκε χωρίς να τον πειράξει. Από εκεί και πέρα εμένα η αρκούδα είναι κάτι σαν συγγενής μου. Χάρισε την ζωή στον πρόγονό μου και συνομίλησε μαζί του, σε μια γλώσσα ενστικτώδικη και πολύ αποτελεσματική. Χαράχτηκε μέσα μου μια εντύπωση και κάπως νοιώθω πως δεν την φοβάμαι, πως θα συνεννοηθώ μαζί της αν ποτέ χρειαστεί. Να, πώς οι άνθρωποι πια συμβιώνουν με τα αγαπημένα τους ζώα; Κάτι παρόμοιο φαντάζομαι.
Και έτσι έρχομαι στο τώρα. Τώρα, που οι αρκούδες έχουν κατεβεί από τα βουνά και για δικούς τους άγνωστους σε μένα λόγους, κυκλοφορούν σε χωριά και οικισμούς. Και που οι απειλητικές διαθέσεις των κατοίκων αυξάνονται. Και ο φόβος τους επίσης. Και που δεν έχω απάντηση σε αυτό και ούτε που ξέρω τι θάπρεπε να γίνει.
Αλλά να που φέτος το καλοκαίρι την συνάντησα και εγώ.. Οδηγούσα το αυτοκίνητό μου κάποιο πρωινό του Ιούλη πηγαίνοντας στο Νεστόριο και κάπου εκεί σε μία ευθεία, όπου από την μία πλευρά είναι κάποια φασουλοχώραφα και το ποτάμι και από την άλλη το βουνό, βλέπω έκπληκτη στο φασουλοχώραφο, να χορεύουν όρθιες μία μικρή αρκουδίτσα με το αρκουδάκι της.
Πανέμορφο θέαμα σας βεβαιώνω. Αίσθηση μοναδική, από αυτές που το στήθος χαμογελάει. Μία μητέρα και το μωρό της να χαίρονται και να ευγνωμονούν το καλοκαίρι και τη ζωή. Συνέχισα οδηγώντας χωρίς να τις ενοχλήσω, ενθουσιασμένη. Με την ωραία αυτή εικόνα να μένει χαραγμένη στο μυαλό μου και στην καρδιά μου. Για πάντα νομίζω.
Σας έχω και άλλο. Δεκαπέντε μέρες μετά, επέστρεφα από το χωριό καταμεσήμερο. Στην ίδια ευθεία που περιέγραψα νωρίτερα αλλά από την άλλη πλευρά, του βουνού, βγαίνει μια μεγάλη, μαύρη, όρθια αρκούδα. Μόλις με βλέπει (βλέπει το αυτοκίνητό μου δηλαδή, το μοναδικό αυτή την στιγμή στον έτσι κ αλλιώς όχι πολυσύχναστο δρόμο) γυρίζει πίσω και ξαναμπαίνει στο δάσος. Εγώ ξανά-ενθουσιάζομαι για την συνάντηση (μέσα στην ασφάλεια του αυτοκινήτου μου φυσικά) και οδηγώντας αργά, φτάνω στο σημείο που η αρκούδα εξαφανίστηκε και ρίχνω μια ματιά προς τα εκεί. Στεκόταν όρθια στο δασωμένο μονοπάτι και περίμενε να φύγω για να κινηθεί. Με κοίταξε, την κοίταξα, έφυγα. Μου φάνηκε εξαιρετική η νοημοσύνη της. Είδε αυτοκίνητο, φοβήθηκε, κρύφτηκε, περίμενε να φύγει το αυτοκίνητο.
Η κυρία Μάρω των ωραίων μας βουνών. Που αποφάσισε να μας γνωρίσει από κοντά γιατί την τρόμαξε η μοναξιά του δάσους και η έλλειψη τροφής εκεί ψηλά. Ως γνωστόν η αρκούδα λατρεύει τα κεράσια, τα κορόμηλα, τα γκόρτσα. Και τέτοια δέντρα δεν υπάρχουν πια στο βουνό.
Αυτά είχα να σας πω για την φίλη μου την αρκούδα. Και νομίζω πως θα λέω την ιστορία και στην εγγονή μου, που θα με κοιτάει με απορία και θα σκέφτεται: «καλά τι να είναι αυτή η αρκούδα που λέει η Ντίνα η γιαγιά;»