Το πολύπαθο μάθημα των Θρησκευτικών έχει αναχθεί εδώ και πολλά χρόνια σε – ανεπίγνωστο δυστυχώς- κριτήριο πολιτειακής ποιότητας. Τόσο η διχασμένη σε φουνταμενταλιστές και μη θεολογική κοινότητα, όσο και οι ιθύνοντες της διοίκησης έχουν αδικαιολόγητα συνθηκολογήσει με το αδιαπραγμάτευτο “δεδομένο” ότι το μάθημα θα πρέπει να προϋποθέτει τη δυνατότητα απαλλαγής.
Και από το σημείο αυτό ξεκινά μια πολεμική και ανούσια φλυαρία για ζητήματα, τα οποία αν ισχύσουν, στο πλαίσιο όντως δημοκρατικών αντανακλαστικών, τότε θα πρέπει να συμπαρασύρουν και άλλα μαθήματα στη λογική της θέσπισης απαλλαγής από αυτά. Ή μήπως δεν συνιστά σεβασμό στη συνείδηση πολιτών, που δεν ενστερνίζονται τον αστικό κοινοβουλευτισμό ή την καπιταλιστική οικονομία, η θέσπιση απαλλαγής από σχετικά μαθήματα όπως αυτά της πολιτικής παιδείας ή της οικονομίας;
Το παράξενο βέβαια δεν είναι ότι η πολιτεία δεν διαπνέεται από τέτοιες ευαισθησίες, το παράξενο είναι ότι οι ιδεολογικά θιγόμενοι δεν αντιδρούν. Ή εξαντλούν την αντίδρασή τους σε πιο εύκολους στόχους.
Επί του προκειμένου όμως: ποια προοδευτικά ή συντηρητικά κριτήρια επιβάλλουν τη μη ύπαρξη θρησκευτικού μαθήματος με παιδαγωγικό και γνωστικό σκοπό την ανάδειξη των μεταφυσικών ερεισμάτων του νεοελληνικού και όχι μόνο πολιτισμού; (Μεταφυσική δεν είναι η ψυχοπαθολογία του παραφυσικού.
Ο όρος “μεταφυσική” γεννήθηκε από την ανάγκη κατηγοριοποίησης σχετικού έργου του πατέρα της λογικής Αριστοτέλη) Τι θα ήταν ο Παπαδιαμάντης, ο Καζαντζάκης, ο Ρίτσος, ο Τσαρούχης, ο Πικιώνης, ο Πεντζίκης, ο Λειβαδίτης, ο Καρούζος, ο Θεοδωράκης, ο Βακαλόπουλος και τόσοι μα τόσοι άλλοι άνευ της εκκλησιαστικής τους γεύσης;
Είτε υιοθετεί κάποιος την πρόταση ζωής του Ευαγγελίου είτε όχι εθελοτυφλεί αν αρνείται το γεγονός ότι η ορθόδοξη εκκλησιαστική εμπειρία είναι ζυμωμένη με τους καημούς, τα πάθη και την ελπίδα του λαϊκού σώματος.
Αιώνες τώρα η ορθοδοξία κομίζει τη δυναμική μιας ζώσας πολιτισμικής ιδιοπροσωπίας, που ενέπνευσε και συνεχίζει να εμπνέει γενιές δημιουργών επώνυμων και ανώνυμων σε σημείο ώστε αν κάποιος αποπειραθεί να την αφαίρεσει ή να την παραβλέψει να μείνει με χέρια αδειανά και απορημένα. Αρχιτεκτονική, ζωγραφική, χορογραφία, λογοτεχνία, ποίηση, μουσική, φιλοσοφία, κινηματογράφος, χαρές και λύπες της ζωής φέρουν ανεξάλειπτη την κληρονομιά της εκκλησιαστικής ψηλάφησης του μυστηρίου της ζωής.
Ένα μάθημα λοιπόν Θρησκευτικών απαλλαγμένο από ηθικολογίες και διδακτισμούς ως υπαρξιακή και πολιτισμική πυξίδα στους στείρους καιρούς μιας σχετικιστικής ατομοκρατίας αποτελεί κρίσιμο και πολύτιμο εφόδιο. Αν στην περίπτωση αυτή στοιχειοθετείται απαλλαγή, τότε το ίδιο θα πρέπει να ισχύσει και για τα μαθήματα της ιστορίας ή της γλώσσας.
Μάλλον όμως το τέρας του ελληνοχριστιανισμού, που δεν σάρκωσε ποτέ καμία γλώσσα και καμία ιστορία, είναι ακόμη ακμαίο: στις προοδευτικές ιδεοληψίες για να το ξορκίζουν και στις συντηρητικές για να το λιβανίζουν, και να αποκαλύπτουν τοιουτοτρόπως τα αισθητικά τους αντανακλαστικά.
Και εξαιρέτως την υπαρξιακή τους φτώχεια.
2 λεπτά ανάγνωση