ΚαστοριάΠαλαιά Καστοριά

Δύο τραγούδια σε ποίηση του δάσκαλου του Διονύσιου Σολωμού, Αθανάσιου Χριστόπουλου

Δύο από τα μελοποιημένα ποιήματα του Αθανάσιου Χριστόπουλου δημοσιεύτηκαν στο youtube από τον Όμιλο Πολιτιστικής Ανάπτυξης Καστοριάς «Μύησις». Το «Βάλτε, φίλοι, μέσ’ στη βρύση» και το «Ωχ ζωή μου! Τι ζωή μου;» είναι δύο από τις δώδεκα μελοποιήσεις που ηχογραφήθηκαν από το συγκρότημα «Εν Χορδαίς» και περιλαμβάνονται στην έκδοση του βιβλίου «Ο Ποιητής εις την Πόλιν, Αθανάσιος Χριστόπουλος».

Πρόκειται για ποιήματα που μελοποιήθηκαν από τον Αρχιδιάκο του Πατριαρχείου Αντιοχείας Νικηφόρο Καντουνιάρη με καταγωγή από τη Χίο την περίοδο που συναντήθηκε με τον Καστοριανό ποιητή στην αυλή του Ηγεμόνα της Μολδαβίας Αλέξανδρου Μουρούζη στην Κωνσταντινούπολη στις αρχές του 19 ου αι. που σημαίνει ότι μπορεί να τα μελοποίησε ο μουσικός μαζί με τον ποιητή. Άλλωστε, ο Χριστόπουλος συνήθιζε να γράφει παίζοντας αυλό και ταμπούρι.

Το έργο του Χριστόπουλου μας εμπνέει, γιατί διδάσκει την αγάπη προς την πατρίδα, δημιουργεί ένα πρότυπο δημιουργικού πατριωτισμού. Ο Χριστόπουλος δεν δίστασε να γράψει ποίηση παντρεύοντας καινοτόμα την λόγια ελληνική γλώσσα με την καθομιλουμένη. Σε ένα περιβάλλον υπόδουλου για αιώνες ελληνισμού, χωρίς να υπάρχει μια ελληνική λογοτεχνική παράδοση, αυτός δεν δίστασε να γράψει ελληνική ποίηση υιοθετώντας μάλιστα την λαϊκή γλώσσα παρόλη την εξαιρετική γνώση που κατείχε όσον αφορά τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Παράλληλα έγραψε την ελληνική γραμματική. Ενδεικτικό της αγάπης και της εκτίμησης που είχε για την πολιτιστική του ταυτότητα είναι ο ακριβής τίτλος του βιβλίου που εκδόθηκε το 1805: «Γραμματική της Αιολοδορικής, ήτοι της ομιλουμένης τωρινής των Ελλήνων Γλόσσας». Αντί να προτιμήσει μια πιο εύκολα αναγνωρίσιμη μορφή της ελληνικής γλώσσας, μια πιο «αρχαιοπρεπή» που ενδεχομένως θα του προσέδιδε ασφαλέστερα μεγαλύτερο κύρος και αναγνωρισιμότητα, επιλέγει το δύσκολο. Να καταγράψει την καθομιλουμένη και να προτείνει την γραμματική της. Προκειμένου να αποδείξει το ορθό του εγχειρήματός του γράφει το θεατρικό έργο «Αχιλλέας», όπου χρησιμοποιεί αυτήν τη γλώσσα.

Ο εθνικός μας ποιητής, ο Διονύσιος Σολωμός, ήρθε σε επαφή με το έργο του Χριστόπουλου έπειτα από παρότρυνση του λογοτέχνη, ιστορικού και πολιτικού Σπυρίδωνα Τρικούπη το 1822, όταν οι δύο άντρες συναντήθηκαν στη Ζάκυνθο. Μέχρι τότε ο Σολωμός έγραφε ποίηση στα ιταλικά. Μελετώντας τον Αθανάσιο Χριστόπουλο ξεκίνησε λίγο καιρό μετά να γράφει στην ελληνική γλώσσα.

Ο Χριστόπουλος με το έργο του αποτέλεσε πρότυπο όχι μόνο για τον Διονύσιο Σολωμό αλλά και για άλλους Έλληνες ποιητές. Όταν ο Καστοριανός ποιητής επισκέπτεται την Αθήνα το 1836, του αφιερώνουν στιχουργήματα οι γνωστοί ποιητές Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής και Αλέξανδρος Σούτσος ενώ σε δημοσίευμα εκείνης της εποχής αναφέρεται ως ο «Πατήρ της νέας Ελληνικής ποιήσεως… ». Με τον Καστοριανό ποιητή έχει ασχοληθεί και o Κωνσταντίνος Π. Καβάφης. Στο αρχείο Καβάφη του Ιδρύματος Ωνάση υπάρχουν ψηφιοποιημένες δύο σελίδες χειρόγραφες του Καβάφη στα αγγλικά με τον τίτλο What I remember of my essay on Christopulus. Κατά πάσα πιθανότητα πρόκειται για σημειώσεις που έγραψε ο ποιητής για κάποιο δοκίμιό του που είχε χαθεί πάνω στο έργο του Χριστόπουλου.

Βάλτε, φίλοι, μέσ’ στη βρύση 

Βάλτε φίλοι μὲσ’ σ’ τὴν βρύσι, τὸ κρασί μας νὰ δροσίσῃ,

κ’ στρωθῆτε κατὰ γῆς,

εἰς τὸν ἴσκιο ἀπὸ κάτω κατὰ τάξιν ὡς τὸν πάτο,

πρὸς τὰ χείλια τῆς πηγῆς:

στρῶστε φύλλα, στρῶστε φτέρι, ἐπιδέξια μὲ τὸ χέρι,

κι ἀποπάνω τεχνικά,

τὸ ἀρνάκι μας λιανίσθε, κ ́ὁλόγυρα καθῆστε,

νὰ χαροῦμαι φιλικά.

ἂς ῥουφοῦμαι τὸ κρασάκι σταῖς ἀρχαῖς, ἀπό λιγάκι,

κ’ κινῶντας βαθμιδόν,

ἂς ὑψώνομαι τὴν δόσι ὡς ν’ ἀνάψῃ, νὰ κορώσῃ,

εἰς τὸ ἄπειρο σχεδόν.

κι ἔτζι πλέον ζαλισμένοι, μέσ’ στὰ χόρτα κυλισμένοι,

στοῦ νεροῦ τὸν σφυριγμόν,

ἂς ἁρμόσωμαι τὸ ἶσο της φωνῆς μας, ἀπὸ πίσω,

ὡς τὸν πρῶτον νυσταγμὸν.

Ωχ ζωή μου! Τι ζωή μου;

Ωχ ζωή μου, τι ζωή μου, τι στενάζω θλιβερά;

Τούτο νέον δεν ειν’ πλέον, θα πεθάνω μια φορά.

Όσον όμως να ’ρθει ο νόμος του θανάτου ο πικρός,

ας πηδήξω, ν’ αποδείξω πως δεν ειμ’ εγώ νεκρός.

Λέγε λύρα, πριν η μοίρα μας προφθάσ’ η σκοτεινή,

να χαρούμαι όσω ζούμαι την γλυκιά σου την φωνή.

Βάγχε χύνε, φίλε πίνε, πίνε λέγω ρουφιστά,

ως τον πάτο το γεμάτο, το ποτήρι σου σωστά.

Κι όταν θέλη, δεν μας μέλλει, και ο Χάρος ας ερθή,

και το σώμα μεσ’ το χώμα, μεσ’ στον τάφο ας συρθή

Back to top button