Καστοριά

“Της Χαράς ο έρωτας” (της Χρυσούλας Πατρώνου-Παπατέρπου)

Ένα στρουμπουλό πλάσμα η Χαρά, πέντε χρόνια όλα κι όλα. Μακριά, ξανθά μαλλιά, με τη γλώσσα ροδάνι. Δεν σταματούσε όλη μέρα. Η μασκότ της πανσιόν είχε γίνει. Με τα δύο μικρότερα αδέλφια της δεν τα πήγαινε πολύ καλά. Το μωρό γκρίνιαζε όλη μέρα, ο τρίχρονος αδελφός την έπαιρνε συνέχεια από πίσω…
Παρατηρήσεις έκανε συνεχώς τόσο στη μαμά όσο και στον μπαμπά. Δεν μπορούσαν να κουμαντάρουν τα αγόρια τους! Μόλις δε έβλεπε κάποιον από τους ενοίκους να ετοιμάζεται για μπάνιο, τον πλησίαζε χαδιάρικα και, με φωνή όλο γλύκα ρωτούσε: «Μπορώ να έρθω κι εγώ μαζί σας; Δεν αντέχω πια τα πιτσιρίκια!»
Κανείς δεν της χαλούσε χατίρι. Έτρεχε εκείνη βιαστικά στο δωμάτιο, άρπαζε την πετσέτα, πετούσε ένα «γεια» στην οικογένεια και μην την είδατε. Το μαγιό, βέβαια, δεν το έβγαζε ποτέ. Ούτε όταν πήγαινε για ύπνο, διαβεβαίωνε με παράπονο η μαμά.
Το ισόγειο της πανσιόν φιλοξενούσε κυρίως οικογένειες με μικρά παιδιά. Μεγάλοι χώροι, αυλή μπροστά σε κάθε δωμάτιο, λίγο πιο κάτω τσουλήθρες, τραμπάλες και αρκετή πρασινάδα για τα αγόρια, ώστε να μπορούν να ασχοληθούν με το ποδόσφαιρο.
Τη Χαρά όμως, δεν τη συγκινούσε τίποτα απ’ αυτά. Η θάλασσα και η αμμουδιά ήταν πόλος έλξης γι’ αυτήν. Όλοι το γνώριζαν. Και όλοι τη συμπαθούσαν. Έτσι, εκεί περνούσε όλη τη μέρα. Κάποιος από τους ενοίκους ήταν πάντα πρόθυμος να την πάρει μαζί του.
Άρχιζε τότε εκείνη τις ατέλειωτες ερωτήσεις: «Ξέρεις να μου πεις πόσα ψάρια ζουν στη θάλασσα; Όχι; Μήπως τότε σ` αυτήν εδώ μόνο; Από που έρχεται όλο αυτό το νερό;». Ο συνοδός δεν έβρισκε τρόπο να σωθεί από το ανελέητο σφυροκόπημα, παρά βουτώντας μαζί τη στα «βαθιά νερά». Βαθιά, τρόπος του λέγειν. Τέλος πάντων, τόσο βαθιά ώστε να την σκεπάζουν εντελώς! Ήταν μια ώρα μαγική! Σταματούσαν οι ερωτήσεις, σταματούσε η ιερά εξέταση. Με τα μπρατσάκια περασμένα στα ηλιοκαμένα χεράκια, δεν σταματούσε να «σχίζει τα κύματα», όπως έλεγε η ίδια, κι έκανε όλους, λουόμενους και μη, να χαμογελούν, ξεχνώντας σκέψεις και προβλήματα. Σκέτη απόλαυση η μικρή Χαρά.
…Μέχρι που εμφανίστηκε, ακριβώς πάνω από το δωμάτιό της, ο Ιταλός, ο Τζιόρτζιο. Τεσσάρων ετών παρακαλώ. Και τοσοδούλης. Μισός απ’ τη Χαρά. Με το αστείο του μουτράκι, και μια γλώσσα ακαταλαβίστικη για τα άλλα παιδιά. Από την πρώτη κιόλας μέρα που εγκαταστάθηκε με τους γονείς του, δεν έπαυε να φωνάζει σε όλον τον παιδόκοσμο του κήπου και να χειρονομεί. Να παίξει μαζί τους ήθελε, αλλά πώς να τους δώσει να καταλάβουν;
Βρέθηκε μία ιταλομαθής κυρία στον ίδιο όροφο, εξήγησε την επιθυμία του μικρού. Πρόθυμα τα άλλα να τον παίξουν. Δύσκολη αποδείχτηκε η επικοινωνία. Ο Τζιόρτζιο περιορίστηκε να τα χαζεύει από το μπαλκόνι, με μια θλιμμένη έκφραση στα μάτια.
Η Χαρά αντιλήφθηκε την παρουσία του την επόμενη μέρα. «Τσιάο!», φώναξε ο Τζιόρτζιο, βλέποντάς την να κοιτάζει προς το μέρος του. «Με λένε Χαρά!», απάντησε εκείνη, νομίζοντας ότι της συστήθηκε με το όνομά του. Στη μέση πάλι η διπλανή κυρία, εξήγησε στη Χαρά τι σήμαινε το τσιάο. Ρώτησε αυτή με τη σειρά της το όνομά του. «Τζιόρτζιο!» επανέλαβε με θαυμασμό. «Τι ωραίο όνομα!».
Αυτή ήταν η αρχή της γνωριμίας. Η Χαρά σταμάτησε να ενδιαφέρεται από κει και πέρα για τη θάλασσα, ή τουλάχιστον όχι, όση ώρα ο Τζιόρτζιο στεκόταν στο μπαλκόνι και «πάρλαρε» στην κελαρυστή του γλώσσα. Σήκωνε εκείνη το κεφάλι, κάρφωνε το βλέμμα της στο λιλιπούτειο αγόρι, και αναστέναζε βαθιά. «Τζιόρτζιο», έλεγε και ξανάλεγε. Μόλις ο Τζιόρτζιο κατέβαινε με τους γονείς του στη θάλασσα, έτρεχε εκείνη, παρακαλώντας όποιον έβρισκε μπροστά της, να την πάρει μαζί του. Μα κι εκεί ακόμη, μόνο για τον Τζιόρτζιο είχε μάτια. Τέρμα οι ερωτήσεις. Τέρμα και οι ανέμελες βουτιές
Η ιταλομαθής κυρία ήταν ο επόμενος στόχος της. «Πώς θα πω ιταλικά ‘καλημέρα’, πώς ‘τι κάνεις;’ πώς ‘καλή όρεξη’;». Γελούσε αυτή και εξηγούσε τα πάντα. Ο Τζιόρτζιο, παρ’ όλα αυτά, δεν έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ερωτοχτυπημένη Χαρούλα. Εξακολουθούσε να χαζεύει τα αγόρια∙ μ’ αυτά ήθελε να επικοινωνήσει! Ο έρωτας δεν κρατήθηκε για πολύ κρυφός. Όλοι οι ένοικοι διασκέδαζαν με την κακόμοιρη Χαρά και τον “σκληρό” Ιταλό!
… Ώσπου ήρθε η μέρα της αναχώρησης για την οικογένεια της Χαράς.
Άρχισε τα κλάματα. «Δεν θέλω να φύγουμε!»- φώναζε και ξάπλωσε -με το μαγιό πάντα- στο γρασίδι. Προσπάθησαν οι γονείς να την ηρεμήσουν, δεν έλεγε να σταματήσει εκείνη. Βλέπει τον Τζιόρτζιο να την παρακολουθεί περίεργος απ’ το μπαλκόνι, δίπλα η ιταλομαθής κυρία, ξεσπάει η Χαρά σε αναφιλητά: _ «Πώς θα πω στα Ιταλικά σ’αγαπώ;» Πήρε την απάντηση και όλο έξαψη άρχισε να φωνάζει: «Io amo te, Τζιόρτζιο, io amo te!» Χαμογέλασε εκείνος και χτυπώντας παλαμάκια απάντησε: «O! Io sono tanto felice!».
Δεν κατάλαβε τι της είπε η Χαρά, το ότι όμως απευθύνθηκε στην ίδια στα Ιταλικά, ήταν για κείνη μεγάλη ευτυχία!
Η συμμετοχή της Χρυσούλας Πατρώνου-Παπατέρπου στο συλλογικό τεύχος του περιοδικού ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ, «Το Πρόσωπο του Έρωτα»

 

 

Back to top button