Είχα κάποτε μια μάνα που όταν την ξαναείδα δεκαπέντε χρονών, τη φώναξα κυρία.
Εμένα η μάνα μου κάθε φορά που με έβαζε να ζυμώνω, τσιμπούσε το κορμάκι μου. «Για να κάνεις ωραίο ψωμί», μου έλεγε.
Κάποτε είχα μια μάνα που κάθε βράδυ ζωγράφιζε μαύρους αστερίες στο κορμί μου.
Κάποτε είχα μια μάνα που είχε τρία παιδιά· το ένα το κορίτσι το έδωσε στον αδερφό της· το άλλο το κορίτσι το έστειλε πολύ μακριά της. Από κάτω τέρμα επάνω. Και δίπλα της κράτησε τον μονάκριβο γιο της.
Κάποτε είχα μια μάνα που της πόνεσε η καρδούλα και έφυγε, και μετά είχα μια καινούρια μαμά που μας έδιωξε μακριά της.
Κάποτε είχα μια μάνα που μου έδωσε το φορτηγάκι… «Μέχρι να παίξεις, θα έχω γυρίσει», και δεν γύρισε ποτέ!!!
Κάποτε είχα μια μάνα που μετά από οκτώ χρόνια είπε: «Αυτό το καλοκαίρι θα έρθω να σε πάρω. Θα πάμε σε γάμο». Και βρέθηκα στον δικό μου γάμο δεκαπέντε χρονών.
Κάποτε είχα μια πολύ όμορφη και πλούσια μάνα, που με έδιωξε από κοντά της για να ζήσει τη ζωή της.
Κάποτε είχα μια μάνα που όταν με γέννησε με πέταξε στην άκρη ενός χωραφιού!!!
Κάποτε είχα μια μάνα που όταν έγινα τεσσάρων χρονών και δύο η αδερφή μου, μας έδιωξε μακριά της. Είχε ερωτευτεί!!!
Κάποτε είχα μια μάνα που κάθε βράδυ κεντούσε μελανιές στο κορμάκι μου.
Κάποτε είχα μια μάνα που κρεμάστηκε.
Κάποτε είχα μια μάνα που στα δέκα με έδιωξε για να παντρευτεί.
Κάποτε είχα μια μάνα που την κουράσαμε τα πέντε παιδιά της. Μας είπε «να φύγετε» και μετά έκανε άλλο παιδί.
Κάποτε είχα μια μάνα που μου είπε αν δεν κάνεις ό,τι σου λέω, θα πας εκεί που είναι μαζεμένα όλα τα ορφανά!!!
Κάποτε είχα μια μάνα, της είπα «μη με διώχνεις, μάνα», και με έδιωξε.
Κάποτε είχα μια μάνα που, όταν φίλησα το πρώτο μου αγόρι, με είπε «πουτάνα», και έγινα πουτάνα.
Κάποτε είχα μια μάνα που το πρόσωπό της το θυμάμαι μόνο μέσα από τον καθρέφτη.
Κάποτε είχα μια μάνα που μου είπε «διάβαζε, μη μας κάνεις ρεζίλι», και η κοτσίδα μου μεγάλωνε κάθε μέρα έναν πόντο.
Κάποτε είχα μια μάνα που με χάιδευε παντού. «Τσιμουδιά, κακομοίρη μου…»
Κάποτε είχα μια μάνα που μου είπε «τον άντρα σου να μην του δίνεις πολλά, για να τον έχεις του χεριού σου!!!».
Κάποτε είχα μια μάνα που όταν γεννήθηκα με πήγε στην πεθερά της να με ασημώσει. Κι εκείνη είπε «τόσους λάκκους πέρασες, γιατί δεν το πέταξες», κι εσύ έσκυψες και μου έδωσες το φιλί της ζωής.
Στέλλα Καλαμπούκα