Η περιγραφή του ινδικού εμπορικού κινηματογράφου –της μεγαλύτερης κινηματογραφικής βιομηχανίας διεθνώς, με ταινίες από τα στούντιο των τριών αστικών κέντρων Καλκούτα, Βομβάη και Μαδράς από τη δεκαετία του ’40– από τον Ινδό δημιουργό Σατιατζίτ Ράι ισχύει έως τις μέρες μας
Του Παντελή Καρακάση
«Χρώμα (κατά προτίμηση Eastmancolor), τραγούδια (έξι ή εφτά) τραγουδισμένα από φημισμένους και αγαπητούς τραγουδιστές – τραγουδίστριες, χοροί (σόλο ή με γκρουπ) όσο πιο σπαραξικάρδιοι τόσο καλύτερα, καλό κορίτσι/κακό κορίτσι, καλό αγόρι/κακό αγόρι, ερωτικά μυθιστορήματα (αλλά χωρίς φιλιά), δάκρυα, γέλια, καταδιώξεις, μελόδραμα, χαρακτήρες οι οποίοι υπάρχουν σε κοινωνικό κενό, τόποι που “αναπνέουν” μόνο στα στούντιο, ένα δείγμα που δεν υπάρχει στη Δύση και συχνά δεν είναι κατανοητό. Οι ινδικές λαϊκές ταινίες είναι μιούζικαλ, κωμωδία και μελόδραμα σε ένα».
Όταν η γη ποτίστηκε από ινδικό ιδρώτα
Ο λόγος εδώ γίνεται για ένα φιλμικό στιλ που αποκλείει την ινδική πραγματικότητα, λειτουργεί σαν όπιο του λαού και είναι ένα μοντάζ ποικίλων επιδράσεων, ένα πολυσχιδές πεδίο αισθητικών αντιλήψεων. Κάποιες από αυτές τις ταινίες εδράζονται σε σανσκριτικά δράματα ηλικίας 2.000 χρόνων, άλλες υπήρξαν δάνεια από το καλειδοσκόπιο του λαϊκού θεάτρου, έργα που η δραματική παράδοση διατήρησε αιώνες τώρα ζωντανά, άλλα με επιρροές από τα μεγάλα έπη «Ραμαγιάνα» και «Μαχαμπχαράτα», τα οποία ενυπάρχουν σε κάθε μορφή ινδικής τέχνης. Ο εμπορικός ινδικός κινηματογράφος δημιούργησε μια αστική λαϊκή κουλτούρα –ίσως την πιο διασκεδαστική και πιο δημοφιλή– με βάση τη lingua franca, τα χίντι, τα οποία είναι κατανοητά σε όλη την ινδική υποήπειρο με τις 600 γλώσσες – διαλέκτους.
Στη δεκαετία 1955-65 εισβάλλει στην Ελλάδα αυτός ο ινδικός κινηματογράφος σαν δούρειος ίππος γεμάτος με χορούς, τραγούδια, μουσικές, κατακτώντας το ελληνικό κοινό που γέμιζε τις αίθουσες σε όλη την επικράτεια. Τότε ήταν που με τη μητέρα μου είδα κι εγώ, όπως και τόσοι άλλοι της γενιάς μου, στον κινηματογράφο Παλλάδιον της πόλης μου (Καστοριά), εκείνα τα μελαγχολικά κυριακάτικα απογεύματα τις ταινίες «Aan» («Μαγκάλα, το ρόδον των Ινδιών»), «Mother India» («Γη ποτισμένη με ιδρώτα»), «Awaara» («Ο αλήτης της Βομβάης»). Περισσότερες από 100 ινδικές ταινίες προβλήθηκαν με μεγάλη επιτυχία στην Ελλάδα τα επόμενα χρόνια. Οι Ελληνες θεατές γοητεύτηκαν και ταυτίστηκαν με τους ήρωες και τις ηρωίδες των ταινιών, με τους Ρατζ Καπούρ, Ναργκίς, Μαντουμπάλα.
Μέσα στην αθωότητά μας –κάθε ηλικίας θεατές– κλάψαμε με μαύρο δάκρυ και χρειαστήκαμε πολλά μαντίλια. Με τη Ναργκίς να γεμίζει τα πλάνα της οθόνης με πόνο, φτώχεια και κοινωνικές αδικίες της μακρινής πατρίδας της, όλα αυτά έγιναν δικά μας. Νιώθαμε τις ομοιότητες με την ατμόσφαιρα στην ινδική ύπαιθρο, τους κατατρεγμένους αγρότες, τη βασανισμένη μάνα, τη φτωχή εξαθλιωμένη αγρότισσα, εγκαταλειμμένη από τον άντρα της, τους συμπονέσαμε, μισήσαμε τους τοκογλύφους, νιώσαμε τον διάχυτο πατριωτισμό ενός έθνους που μόλις είχε αποκτήσει την ανεξαρτησία του από τη βρετανική αποικιακή κυριαρχία. Ταυτιστήκαμε με όλα και πιο πολύ με τα τραγούδια.
Από τον Σατιατζίτ Ράι στον Βασίλη Τσιτσάνη
Ολοι έχουμε μια τάση προς στενάχωρα τραγούδια κάθε φορά που πονάμε ψυχολογικά. Οι άνθρωποι στρεφόμαστε στη θλιμμένη μουσική για παρηγοριά και ως μέσο για να αντιμετωπίσουμε τα άσχημα συναισθήματα. «Στίχοι απαισιόδοξοι μπορούν να αποβάλουν την αρνητική μας διάθεση και να μας γεμίσουν με παρηγοριά αλλά και νοσταλγία» γράφει σε μια έρευνά της η Λίιλα Ταρούφι, καθηγήτρια στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου.
Τα τραγούδια των ινδικών ταινιών ανταποκρίνονταν στον ψυχισμό μας το ’60. Μουσική και τραγούδια μαζί με άφθονο κλάμα μάς απάλυναν το βάρος της άδικης ζωής μας στις παρυφές της πρωτεύουσας και στα ερημωμένα χωριά. Ελληνικά άσματα που πατούσαν στα τραγούδια των ινδικών ταινιών στο γραμμόφωνο: «Αυτή η νύχτα μένει» με τον Στέλιο Καζαντζίδη, «Καρδιά μου καημένη» με τον Στράτο Διονυσίου, «Γύρισε κοντά μου» του Βαγγέλη Περπινιάδη, «Οσο αξίζεις εσύ» του Απόστολου Καλδάρα με τη φωνή του Μανώλη Αγγελόπουλου, «Μαντουμπάλα» που απογείωσε τον Στέλιο, «Παιδί μου, γύρνα πίσω» με τη Βούλα Πάλλα. Θυμάμαι τη μητέρα μου να τα τραγουδάει –είχε αποχωριστεί τη μάνα της και τα τρία αδέρφια της που βρέθηκαν στη Βουδαπέστη και στα Σκόπια μετά τον Εμφύλιο– και ηχούν στα αυτιά μου ακόμη.
Αργότερα ταξίδεψα πολλές φορές στην Ινδία και ανακάλυψα το νέο κύμα του ινδικού κινηματογράφου, τον ινδικό νεορεαλισμό των δημιουργών Σατιατζίτ Ράι, Μρίναλ Σεν, Σιάμ Μπενεγκάλ, Μπουντχαντίμπ Ντασγκουπτά, Αραβίνταν, Γκοπαλκρίσναν, Γκίρις Κασαραβέλι και των πιονέρων της δεκαετίας του 1940-50 Μπιμάλ Ρόι, Γκούρου Ντατ και Ρατζ Καπούρ. Ολοι τους υπέροχοι, με κέρδισαν και με οδήγησαν μακριά από το Μπόλιγουντ της Βομβάης και ακόμη με ταξιδεύουν μαζί με τη «Συννεφιασμένη Κυριακή» του Βασίλη Τσιτσάνη.