Μια γλαφυρή ξενάγηση στην Καστοριά του 1960 «ανακαλύψαμε» στις σελίδες του βιβλίου του Νίκου Τσιφόρου «Ελληνική Κρουαζιέρα» και σας την παρουσιάζουμε, χωρίς όμως τα στοιχεία μυθοπλασίας και τους φανταστικούς ήρωες που συγκροτούν την αυτοτελή ιστορία η οποία – υποτίθεται – ότι διαδραματίστηκε τότε στην Καστοριά
ΚΑΣΤΟΡΙΑ
Οι καμπάνες από τις εβδομήντα Βυζαντινές εκκλησίες στέλνουνε τους μεταλλικούς ήχους τους πάνω στην λίμνη και κάνουνε την επιφάνειά της ν’ ανατριχιάζει.
Κρύβονται τα έκπληκτα βατράχια μέσα στα βούρλα και τα νερόχορτα, αντηχούνε μακρυά οι κοκκινοχώματοι λόφοι και λικνίζονται ναρκισσικά οι ακάρενες χοντροκόκκαλες βάρκες.
Από το Ντουλτσό και το Πόζαρι (σ.σ. Απόζαρι), απ’ όλες τις γειτονιές, κατεβαίνουνε ευλαβικές οι Καστοριανές κυράδες ν’ ανάψουνε το κερί τους και να κάνουνε τον σταυρό τους στην εκκλησιά, όλος εκείνος ο ατέλειωτος περιφερειακός δρόμος προς την Αγρότισσα μυρμηγκιάζει από κόσμο κυριακάτικο, εορταστικό και πολύχρωμο.
Καμπόσοι πιάσανε κι όλας ένα καλάμι με αγκίστρι και την στήσανε κει δα στην εξέδρα του Βαν Φλητ να εξοντώσουνε τις πέρκες της λίμνης, κάτι βάρκες ξεκινήσανε με φρέσκους, πρωινούς για του Μύτικα, στον δρόμο του Αη Θανάση και στο Τσαρσί κλειστά τα μαγαζιά, ακόμα και τα περίφημα τα γουναράδικα, του Μάνθου, του Κοτόπουλου, τ’ άλλα, κλειστά και τα μαγαζιά, κοιμούνται όρθια τ’ αλογάκια ζεμένα στ’ αμάξια τους και στηθήκανε σειρά τ’ αυτοκίνητα περιμένοντας το κυριακάτικο αγώγι.
Όμορφη, πρωινή, καθρεφτένια μέσα στην λίμνη της ξυπνάει η Καστοριά. Σημερινή και Βυζαντινή, κάστρο και πόλη, πραγματικότητα και ανάμνηση, με τα βιολεττιά βουνά πέρα στο βάθος, που σκεπάζουνται τον χειμώνα από χιόνια, όταν οι γιουγκοσλάβικοι βοριάδες κατεβάζουνε καμουτσίκια τις παγωνιές τους να αλαλιάσουνε την πεδιάδα του Σόροβιτς (σ.σ. Αμύνταιο) και νάρθουνε να σπάσουνε την μανία τους πάνω στην λίμνη με τις ομορφιές της, με το καταπράσινο χρώμα στις όχθες της και την παράξενη αρχιτεκτονική των παλιών σπιτιών της, με εκείνο το μέγαρο του Νατζή, που κοιμίζει μέσα στην μούχλα του την αρχοντιά των μεγάλων Τιτουλαρίων και με τα σημερινά της, τα σύγχρονα, τα ζωντανά, τα χαρούμενα, τα καλοκαιριάτικα, που σου ανοίγουνε την καρδιά και σε κάνουνε άλλον άνθρωπο, γεμάτον μυστήρια και θαυμαστικά. ………………………………………………………………………………………………..
Ο επισκέπτης που κατέβηκε από το λεωφορείο της Κοζάνης, ρώτησε για ξενοδοχείο και ο πιτσιρίκος που ζαλώθηκε την βαλίτσα του, περίμενε το τάλιρο κι ήταν όλο γλύκες: «Σε ποιο κύριε; Στο «Τουριστικό»; (σ.σ. Ξενία), στο «Ακρόπολις»; στο «Παλλάδιο» και για καλό φαγητό του πρότεινε μια ταβέρνα την «Ομόνοια». …………………………………………………………………………………………………
Τελείωσε η λειτουργία, λευτερώθηκε η Καστοριά, βγήκε ο κόσμος από τις θρησκευτικές του υποχρεώσεις και ξεχύθηκε στο Τσαρσί, ανοίξανε οι κλειστές πόρτες στα στενάκια, το καφενείο το «Παλλάδιον» άρχισε να σερβίρει καφέδες και η «Αίγλη» παγωμένες και η «Βιολέττα» ό,τι πιο φρέσκο από το ψυγείο.
Ξεκίνησαν καμπόσοι και για τις εξοχές γύρο, το Φουντουκλή, το Τσαρδάκι, το μοναστήρι της Μαυρότισσας. Καθάριζε και ο «Παράδεισος» την πίστα του για το απογευματινό μπάλλο….