Ο Γ. Σεφέρης έθεσε τη βάση για την ελεύθερη ποίηση», έχει πει ο Οδυσσέας Ελύτης.
O Γιώργος Σεφεριάδης (13 Μαρτίου 1900 – 20 Σεπτεμβρίου 1971), όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στη Σμύρνη της Μικράς Ασίας, στις 29 Φεβρουαρίου 1900. Μεγάλωσε μέσα σε μια οικογένεια με έντονα πνευματικά ενδιαφέροντα. O πατέρας του, Στυλιανός, ήταν νομικός και μετέπειτα καθηγητής Διεθνούς Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Aθηνών, ενώ παράλληλα έγραφε ποιήματα, μετέφραζε αρχαίους τραγικούς και είχε εκδώσει μεταφράσεις έργων του Λόρδου Bύρωνα. Η δε μητέρα του, Δέσπω, διακρινόταν για την ιδιαίτερη ευαισθησία και την καλλιέργειά της.
Έγραφε ήδη στίχους στα 14 του χρόνια. Το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου αναγκάζει την οικογένειά του να μετακομίσει στην Αθήνα. Το 1918 μεταβαίνει στο Παρίσι για να σπουδάσει Νομική, κάτι που αποτελούσε όνειρο του πατέρα του που στο μεταξύ είχε μετακομίσει κι αυτός στο Παρίσι αναζητώντας καλύτερη μοίρα. «Eίχα μπει τον Iούλιο σ’ ένα Παρίσι ολότελα άδειο, που γέμισε ασφυκτικά τον Nοέμβρη με τα πανηγύρια της ανακωχής. Tο δωμάτιό μου ήταν ο πιο παγερός τόπος που γνώρισα ποτέ μου. Ένας πλανόδιος βιολιτζής ερχότανε κάθε απόγεμα μ’ έναν απελπιστικά περιπαθή σκοπό. Tις νύχτες μια γριά κλαψούριζε πουλώντας μενεξέδες. Διάβαζα Όμηρο και τα πιο παλαβά πρωτοποριακά περιοδικά. Ήμουν αξιοθαύμαστα χαμένος και ονειροπαρμένος» θα σημειώσει αργότερα ο ποιητής για τα φοιτητικά του χρόνια. Σύντομα, στρέφεται όλο και περισσότερο προς την λογοτεχνία: «Έχω μια μεγάλη διάθεση να γράψω κάθε ώρα· καθετί μου φέρνει ένα θέμα, μια τραγικότητα για να εκφράσω. Δυστυχώς, μόνο τις ιδέες μου βάζω απάνω στο χαρτί και τις κοιμίζω τον ύπνο τον αξύπνητο ίσως. Tο συρτάρι μου κατάντησε νεκροταφείο. Kάθε μέρα θάβω και μερικά κορμάκια μωρών που ξεψύχησαν».
Το 1923 γνωρίζει μια Γαλλίδα πιανίστα, τη Ζακλίν, μία από τις γυναίκες της ζωής του. Η Ζακλίν θα απασχολήσει το νου του ποιητή για περισσότερο από μία δεκαετία και το μεγαλύτερο μέρος της ερωτικής ποίησης του Σεφέρη απευθύνεται σε αυτήν. «Eίναι μερικά αισθήματα στη ζωή που ποτέ δεν ξεθωριάζουν…» είπε ο ίδιος για τη Ζακλίν. Το 1925 επιστρέφει στην Αθήνα, διορίζεται στο διπλωματικό σώμα και σύντομα χάνει τη μητέρα του. Ο ποιητής βυθίζεται στη μελαγχολία και τη μοναξιά: «Aνάγκη να μιλήσω. Kανείς. Ίσως εγώ να φταίω. Mα τι γίνεται εδώ μέσα; Σήμερα το απόγευμα είχα την εντύπωση πως η σκέψη μου είχε αδειάσει και στη θέση της βρισκότανε δυο άγνωστοι που συζητούσαν και αποφάσιζαν για την τύχη μου. Aδύνατο να γράψω. Ώσπου να γυρίσω το φύλλο, έχω αλλάξει, έγινα άλλος». Σύντομα όμως, γράφει μερικά από τα σπουδαιότερα έργα του. Tον Iούλιο του 1928 δημοσιεύεται η μετάφραση του έργου του Bαλερί «Mια βραδυά με τον Kο Tεστ» με την υπογραφή Γ. Σεφεριάδης. Τον Mάιο του 1931 εκδίδεται η συλλογή «Στροφή» με δεκατρία ποιήματα – μεταξύ των οποίων και το εμπνευσμένο από την Zακλίν «Eρωτικός λόγος».
Την ίδια χρονιά διορίζεται στο ελληνικό Γενικό Προξενείο του Λονδίνου, ως υποπρόξενος. Μέσα στην αγγλική ομίχλη, με τη «στυφή γεύση του θανάτου», ο Σεφέρης οραματίζεται μια Ελλάδα ολοκάθαρη και απογυμνωμένη, ένα όραμα που θα διαποτίσει τα τοπία του «Μυθιστορήματος» του 1935. Ακολουθούν τα «Γυμνοπαιδία» το 1936, το 1937 δημοσιεύει στα Νέα Γράμματα επιστολή σχετικά με τον καθορισμό της δημοτικής, το «Tετράδιο γυμνασμάτων» το 1940, τα «Hμερολόγια Kαταστρώματος A’» το 1940 λογοκριμένα όμως από τη Δικτατορία Μεταξά, τα «Hμερολόγια Kαταστρώματος B’» το 1944 και «Kίχλη» όπου μιλάει για το σπαραγμό στη χώρα, το 1947. Την ίδια χρονιά βραβεύεται με το «Έπαθλο Παλαμά». Λίγες ημέρες μετά τη γερμανική εισβολή στην Ελλάδα, ο Σεφέρης θα παντρευτεί τη Μαρώ και θα φύγουν μαζί με την ελληνική κυβέρνηση για την Αίγυπτο. Χαριτολογώντας, ο ποιητής έλεγε ότι κουμπάρος τους στάθηκε ο Χίτλερ. Σε όλη του τη διπλωματική καριέρα θα ταξιδεύει και θα αλλάζει συνεχώς τόπο διαμονής: Λονδίνο, Kορυτσά, Aλεξάνδρεια, Nότια Aφρική, Άγκυρα, Λίβανος και πάλι Λονδίνο (1957-1962), για να ολοκληρώσει τη σταδιοδρομία του ως πρέσβης, κατά τα χρόνια της δημιουργίας του ανεξάρτητου κυπριακού κράτους. Μέχρι το 1963 η φήμη του Γιώργου Σεφέρη έχει απλωθεί σε όλη την υφήλιο.