Τον Ιούλιο του 1910 πέθανε στην Αθήνα, την πόλη όπου από νεαρός μόχθησε και εργάστηκε για όλη του τη ζωή, ο Βασίλειος Έξαρχος, ένας φτωχός Ηπειρώτης που κατέβηκε στην πρωτεύουσα από το χωριό του, έφτιαξε την τύχη του και τελικά έδωσε το όνομά του σε μία από τις πιο δημοφιλείς, κεντρικές συνοικίες της Αθήνας.
Από τις πλαγιές του Σμόλικα, αναζήτησε την τύχη του στην ελεύθερη Αθήνα, στη συνοικία Πινακωτά της άλλοτε Νεάπολης, δημιούργησε περιουσία, εκεί στην οδό Θεμιστοκλέους, και έδωσε το όνομα του στα Εξάρχεια.
Όπως αναφέρεται στο βιβλίο «Πουρνιά Κονίτσης -Ιωαννίνων. Το χωριό μου», ο Βασίλειος Έξαρχος, γεννήθηκε στην Σταρίτσιανη της Κόνιτσας, την σκοτεινή εποχή της Τουρκοκρατίας. Εκεί «κατά πρώτον είδον το φως, ανετράφην και ηνδρώθην», και κατόπι πήρε το δρόμο της ξενιτιάς, ως παραγιός σε μπουλούκι μαστόρων.
Ήταν νέος ανήσυχος, με φιλοδοξίες. Εγκατέλειψε το μπουλούκι και κατέβηκε στην ελεύθερη Ελλάδα, στην Αθήνα και άρχισε να δουλεύει σε μπακάλικο. Με την εργατικότητα του, με στερήσεις, αλλά και την εκτίμηση του αφεντικού του, ο νεαρός Βασίλειος, έβαλε τα θεμέλια της δικής του δουλειάς και περιουσίας.
Κατόπιν πολλών προσπαθειών και με την βοήθεια της Εθνικής Τράπεζας, αγόρασε ένα οικοδομημένο οικόπεδο στην θέση Πινακωτά, της άλλοτε συνοικίας Νεάπολη Αθηνών, ενώ αργότερα ένα οικόπεδο στην συνοικία Κυψέλη.
Στη θέση Πινακωτά, το ακίνητο περιελάμβανε έναν φούρνο, δύο μαγαζιά, εκ των οποίων το ένα είχε υπόγειο, ένα παντοπωλείο, το οποίο επίσης είχε υπόγειο, και ένα μικρό μαγειρείο.
Πάνω από το παντοπωλείο υπήρχαν 3 δωμάτια, όπου διέμενε με την σύζυγο του Μαρία. Το παντοπωλείο το δούλευε ο ίδιος, ενώ τα άλλα μαγαζιά τα ενοικίασε.
Όπως περιγράφει, πολύ γλαφυρά, στο βιβλίο ο δάσκαλος Χρηστίδης, ο Βασίλειος Έξαρχος – αν και ο ίδιος δεν είχε παιδιά – αγκάλιασε με μεγάλη αγάπη τους ηπειρώτες φοιτητές στην Αθήνα. Το παντοπωλείο είχε γίνει εντευκτήριο των ηπειρωτών φοιτητών όπου εκεί, έβρισκαν συμβουλές αλλά και οικονομική βοήθεια.
Αν και ξενιτεύτηκε, ο ΄Έξαρχος δεν ξέχασε ποτέ το χωριό του, το οποίο δια διαθήκης, έγινε κάτοχος στην περιουσία του και σήμερα είναι αυτοδύναμη οικονομικά τοπική κοινότητα.
Την ιδιόχειρη διαθήκη του, συνέταξε στις 17 Μαρτίου του 1899. Η επιθυμία του ήταν, μετά τον θάνατο του, να περιέλθει όλη η περιουσία του στην ιδιαίτερη πατρίδα του, «το χωρίον Σταρίτσιανη της Επαρχίας Κονίτσης της Ηπείρου του Οθωμανικού Κράτους», την σημερινή Πουρνιά.
Μετά τον θάνατο του, και καθώς τα χρόνια περνούσαν, στα Εξάρχεια η ανάγκη κατεδάφισης των παλιών οικοδομημάτων ήταν μεγάλη. Οι επιτροπές του κληροδοτήματος, κατάφεραν ύστερα από μεγάλη προσπάθεια προς όλες τις κατευθύνσεις, το 1969, να πάρουν δάνειο από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Μαζί με χρήματα από το αποθεματικό του «Εξάρχειου» κληροδοτήματος, ανεγέρθη το νέο κτήριο, έργο που τελείωσε το 1972. Πρόκειται, για ξενοδοχείο και δυο μαγαζιά στο ισόγειο.
Ο Βασίλης Έξαρχος ανέδειξε τα χωράφια, σε μια από τις πλέον κεντρικές συνοικίες της Αθήνας.