Nτούκου ντούκου η γραφομηχανή, φαίνεται εμπνέει το ντούκου ντούκου», την πείραζε ο Νικόλας Άσιμος.
Κι ας ήξερε πως κι η Κατερίνα Κροκανθρώπους αναζητούσε. Αλλά κι εκείνη τον προειδοποιούσε: «Ξέρω πως ποτέ δε σημαδεύουνε στα πόδια. Στο μυαλό είναι ο στόχος, το νου σου, ε;». «Πρέζες υπάρχουν πολλές, αλλά η ηρωίνη σκοτώνει», της τραγουδούσε ο Παύλος Σιδηρόπουλος και η Κατερίνα έδειχνε να συμφωνεί: «Μιλάω για την ηρωίνη γιατί αποδεκάτισε τα παιδιά»…
Η Κατερίνα Γώγου γεννήθηκε στην Αθήνα την 1η Ιουνίου 1940. Έπειτα από περίπου 53 χρόνια, στις 3 Οκτωβρίου 1993 αποφασίζει να τερματίσει τη ζωή της, λαμβάνοντας υπερβολική δόση χαπιών και αλκοόλ. Άνθρωπος ασυμβίβαστος, μέσα από τους οργισμένους στίχους της καταδίκαζε τον πόνο και την αθλιότητα γύρω της.
Από το γλυκό κοριτσάκι των ελληνικών ταινιών της Φίνος Φιλμς, η Κατερίνα Γώγου μετατρέπεται στην επαναστατική ποιήτρια που αρχίζει να γράφει «για τον εαυτό μου, από αγανάκτηση για το κακό και από αγάπη για τον άνθρωπο και τη ζωή. Αισθανόμουνα μια μουγκαμάρα. Επικοινωνία από πουθενά, από τίποτα. Είχαν πονέσει οι μασέλες μου από το να μη μιλάω. Κι όταν άρχισα να γράφω, νόμισα ότι θα σπάσει το στιλό. Τόσο πάθος είχα γι’ αυτά που ήθελα να πω. Δεν ξέρω πώς γράφουν οι άλλοι. Εγώ ζούσα και έγραφα» όπως έλεγε η ίδια σε παλιότερη συνέντευξη της στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία».
Ο πρώην υπουργός Τηλέμαχος Χυτήρης έχει αποκαλέσει την Κατερίνα Γώγου «Μαγιακόφσκι της Πλατείας Εξαρχείων». Σύχναζε στα Εξάρχεια και τασσόταν υπέρ του αντιεξουσιαστικού χώρου με κάθε τρόπο διαμαρτυρίας. Συνελήφθη πολλές φορές, ανακρίθηκε και εξευτελίστηκε. Στις 18/03/1991, έγραψε ένα γράμμα στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» με τον τίτλο «Ξεχάσατε τον Πετρόπουλο», στο οποίο εξέφραζε την αλληλεγγύη της προς τον αναρχικό Κυριάκο Μαζοκόπο και τον ποιητή Γιάννη Πετρόπουλο που βρίσκονταν στη φυλακή.
Όταν η 17Ν σκότωσε στο Παγκράτι δύο αστυνομικούς, η Γώγου δέχτηκε τα μεσάνυχτα την επίσκεψη δύο αστυνομικών, που έσπασαν την πόρτα του σπιτιού της και την πήραν μαζί τους σαν ύποπτη. Ένας αυτόπτης μάρτυρας είχε καταθέσει ότι είδε μια γυναίκα να φεύγει τρέχοντας από τον τόπο του εγκλήματος και η αστυνομία κατέληξε σε κείνη, χωρίς να έχει αποδείξεις ή να μπορέσει εκ των υστέρων να επιβεβαιώσει οποιεσδήποτε υποψίες. Οι σχέσεις της με τις αστυνομικές αρχές ουδέποτε υπήρξε καλή, το 1986 είχε κάνει μάλιστα και μήνυση στον υπουργό Δημόσιας Τάξης επειδή κατά τη διάρκεια μιας διαδήλωσης χτυπήθηκε από αστυνομικούς. «Από τη στιγμή που δεν μας αφήνουν να φτιάξουμε τη ζωή, θα χαλάσουμε αυτό που υπάρχει και θα βγει το καινούργιο μετά» δήλωνε η ίδια.