Ο Νικόλαος ή Λάκης Νταηλάκης ή Τσαγκαράκης γεννήθηκε το 1883 στο Βερνίκι της Βορείου Ηπείρου, στο νομό Κορυτσάς. Ήταν ο μεγαλύτερος γιος του προκρίτου Κωνσταντίνου Νταηλάκη. Ο μικρότερος αδελφός του ονομαζόταν Ιωάννης. Το πραγματικό επίθετο της οικογένειάς του ήταν Ντέλιος ή Δέλιος. Ο προπάππους του Κωνσταντίνος Δέλιος ή Νταηλάκης αντιτάχθηκε επί σειρά ετών στον Αλβανό Σαλή μπέη που προσπαθούσε να καταστήσει το Βερνίκι κτήμα του, κατά τις τρεις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Με το ξέσπασμα της Ελληνικής επανάστασης του 1821, η κατάσταση έγινε έκρυθμη και κορυφώθηκε ιδιαίτερα η αντιπαράθεση. Ο Σαλή μπέης προσπάθησε να αποσπάσει τους τίτλους ιδιοκτησίας από τους κατοίκους, αλλά ο Κωνσταντίνος Δέλιος συγκέντρωσε τους τίτλους των κατοίκων και μαζί με τους συντρόφους του, Αναστάσιο (Τάσιο) Σκρέκο, Σταυρόπουλο (Σταυρούκα) και Αριστοτέλη (Τέλη) Μούζιο, κατάφερε να αποσπάσει φιρμάνι από την Υψηλή Πύλη, αφού μετέβη στην Κωνσταντινούπολη, και στη συνέχεια επέστρεψε τους τίτλους ιδιοκτησίας στους συγχωριανούς του.
Η αρχή της ένοπλης δράσης
Η οικογένεια του Σαλή μπέη έκτοτε διατηρούσε μια εκδικητική στάση απέναντι στην οικογένεια του Νικόλαου Νταηλάκη. To 1900 ο Νικόλαος Νταηλάκης σε ηλικία 18 ετών δολοφόνησε στο χωριό του τον απόγονο του Σαλή μπέη, το βουλγαρόφιλο Ντεμίρ αγά που διοικούσε το Βερνίκι και τα γύρω χωριά. Από το φόβο αντιποίνων στους χωρικούς, ο Νικόλαος Νταηλάκης αναγκάστηκε να παραδοθεί.
Καταδικάστηκε από δικαστήριο της Κορυτσάς σε 15 χρόνια φυλάκιση όμως με την κινητοποίηση των προκρίτων του Βερνικίου αλλά και του θείου του Ηλία Κοβατσίδη από το Σμάρδεσι (Κρυσταλλοπηγή) που ήταν εγκατεστημένος στη Βίγλιστα, ο Νικόλαος Νταηλάκης αποφυλακίστηκε κατόπιν δωροδοκίας.
Φοβούμενος όμως για τη ζωή του, από τους συγγενείς του θύματος, οι οποίοι του έστησαν αποτυχημένη ενέδρα κατά την επιστροφή του, αποφάσισε να εγκαταλείψει το χωριό του και να πάρει το δρόμο της κλεφτουριάς. Έδρασε αυτόνομα κατά τοπικών Οθωμανών δυναστών έως το τέλος του 1901, συνεργαζόμενος πολλές φορές με τη Βουλγαρική ΕΜΕΟ που υπόσχονταν Ελληνο-Βουλγαρική σύμπνοια κατά του κοινού εχθρού.
Στις αρχές του 1902, συναντήθηκε με τον Κώττα Χρήστου στα Κορέστια και έκτοτε συνέπραξε μαζί του κατά οθωμανικών και βουλγαρικών στόχων. Την κρίσιμη εκείνη περίοδο για τον Ελληνισμό της περιοχής, καθώς βρίσκονταν σε εξέλιξη, μεγάλη επιχείρηση της ΕΜΕΟ για την τρομοκράτησή του, ο Νικόλαος Νταηλάκης πρωτοστάτησε στην οργάνωση ελληνικών αντιστασιακών πυρήνων στα χωριά της περιοχής, μαζί με τον πατέρα του Κωνσταντίνο Νταηλάκη που ήταν πρόκριτος στο Βερνίκι. Δημιούργησε έτσι, ένα εκτεταμένο δίκτυο ελληνικών οργανώσεων στα χωριά των Κορεστίων, των Πρεσπών και του Δεάβολη.
Η οργάνωση της Ελληνικής αντίστασης
Μετά την Εξέγερση του Ίλιντεν και τη δυσμενή κατάληξη για τους Ελληνικούς, αλλά και τους λοιπούς χριστιανικούς πληθυσμούς, ο Νικόλαος Νταηλάκης προσπάθησε να επαναδραστηριοποιήσει τις ελληνικές τοπικές οργανώσεις που είχαν δεχτεί σοβαρά πλήγματα.
Έτσι, τα επόμενα χρόνια, εκτός από τη συμμετοχή του στο σώμα του καπετάν Κώττα και την ένοπλη δράση του, επιδόθηκε στον οργανωτικό τομέα, ερχόμενος σε στενή επαφή με το θείο του Ηλία Κοβατσίδη που είχε εγκατασταθεί στη Βίγλιστα, τον έμπορο Ναούμ Στάσα από την Κορυτσά, τον έμπορο Βασίλειο Λιάκο από το Πισοδέρι, τους εμπόρους Χρήστο Καλλίνα και Βασίλειο Καράντζη, τους Κορυτσαίους Θεοδόσιο Μπόρια, Βασίλειο Πλαστήρα (γυμνασιάρχη), Εφραίμ Γκίνη, Ιωάννη Δάρδα, Παπαπέτρο, Νότσκα, Βασίλειο Γιούγκη, Κωνσταντίνο Νάτση, τον Καστοριανό Φώτιο Παπαμάντζιαρη, καθώς και προκρίτους των χωριών.
Η λήξη της Εξέγερσης του Ίλιντεν, βρήκε τους Βούλγαρους κομιτατζήδες να στρέφονται κατά των Ελλήνων και αφού επιτέθηκαν στο Πισοδέρι σφάζοντας τους 4 πρόκριτους, εισέβαλαν με επικεφαλής των Β. Τσακαλάρωφ και 400 άνδρες, στη Μπρέσνιτσα (Βατοχώρι), συνέλαβαν τον πρόεδρο της κοινότητας Γεώργιο Καραολάνο και αφού τον βασάνισαν, τον θανάτωσαν. Στη συνέχεια έκαψαν την οικία του στενού φίλου του Κώττα, Ιωάννη Ζάικου, θανάτωσαν τον τελευταίο, τον αδελφό του, καθώς και τον Αντώνιο Σφέτκο. Οι Κώττας και Νικόλαος Νταηλάκης λίγες μέρες μετά, πήραν εκδίκηση για το χαμό του φίλου τους, σκοτώνοντας τον κομιτατζή Ντίνε Γιάννεφ, ενώ κατόπιν συνέλαβαν τον Λάζαρ Ποπτράικωφ και τον καταδίκασαν σε θάνατο στη θέση Λισίτσα. Στην ίδια θέση, είχε στήσει ενέδρα παλαιότερα ο Β. Τσακαλάρωφ προκειμένου να εξοντώσει τον Κώττα, αλλά ο τελευταίος σώθηκε μετά από ειδοποίηση.
Μετά το θάνατο του καπετάν Κώττα το φθινόπωρο του 1904, ο Νταηλάκης κατέλυσε στη Δάρδα (σήμερα στην Αλβανία), στην οικία του πρόκριτου Γρηγόριου Μακρή, όπου μαζί κατέστρωσαν τα σχέδια για την ελληνική αντίσταση στην περιοχή. Στη συνέχεια, συντόνισε τις Εθνικές Επιτροπές της Κορυτσάς και της Βίγλιστας. Στη Γιούραση (σήμερα Γκιούρες), ο Νικόλαος Νταηλάκης στις αρχές Φεβρουαρίου του 1905 συνάντησε τον Φώτιο Παπαμάντζιαρη, ο οποίος ήλθε με κίνδυνο της ζωής του από την Καστοριά. Στη συνέχεια ο Νικόλαος Νταηλάκης περιόδεψε στα χωριά Γράψη, Μπραδοβίτσα (σήμερα Μπράντβιτσε), Χότσιστα, Σίνιτσα, Ζίτσιστα, Γιαννοβαίνη (Γιαννοχώρι) και Σλήμνιτσα (Μηλίτσα), όπου ήλθε σε επαφή με τους τοπικούς πρωτεργάτες της ελληνικής οργάνωσης. Την ίδια εποχή ο Νικόλαος Νταηλάκης επισκέφτηκε την Κόρτσιστα (Πολυάνεμο), όπου βοήθησε τους προκρίτους να οργανωθούν και να αντισταθούν στις βουλγαρικές πιέσεις για προσχώρηση στη Βουλγαρική Εξαρχία.
Στη, συνέχεια και αφού επισκέφτηκε το Πόπρατσκο, μετέβη στην Καστοριά, όπου είχε διαδοχικές συναντήσεις με τον μητροπολίτη Γερμανό Καραβαγγέλη, και τους πρωτεργάτες της Εθνικής Επιτροπής Γεώργιο Τζάικο, Γεώργιο Κοβατσίδη, κ.ά. Κατά τη διαμονή του στην Καστοριά, ο Νικόλαος Νταηλάκης κατάφερε να εξαρθρώσει το δίκτυο των εξαρχικών πληροφοριοδοτών που δρούσε μέσα στην πόλη και κατέσχεσε επιστολή του Ανωτάτου Μακεδονο-Αδριανουπολιτικού Κομιτάτου από τη Σόφια προς τον κομιτατζή Π. Κλιάσεφ. Στην επιστολή δίνονταν οδηγίες, ώστε να αντιμετωπιστεί ο Ελληνισμός των Κορεστίων, και τονίζονταν η ανάγκη να σταματήσει η τρομοκρατία κατά των Ελληνικών πληθυσμών, ώστε να είναι ευκολότερη η προσέλκυσή τους στην εξαρχία.
Η δράση του στο Μακεδονικό αγώνα
Στις αρχές Μαρτίου του 1905, ο Νικόλαος Νταηλάκης συνέλαβε και εκτέλεσε τον κομιτατζή Χρήστο Σαπκάρωφ. Στη συνέχεια μετέβη μαζί με τους πρόκριτους της Καστοριάς Γεώργιο Τζάικο και Γεώργιο Κοβατσίδη στο Κωσταράζι προκειμένου να συναντήσουν τους Κρητικούς Ευθ. Καούδη και Γ. Τσόντο (Βάρδα) και να οργανώσουν από κοινού τις Ελληνικές δράσεις στα Κορέστια. Αποφασίστηκε τότε, η επίθεση στη Ζαγορίτσανη (Βασιλειάδα) ώστε να εξουδετερώσουν τους κομιτατζήδες που τη χρησιμοποιούσαν ως άντρο. Η αντίσταση των κομιτατζήδων προκάλεσε τελικά τη Σφαγή της Ζαγορίτσανης.
Στις αρχές Απριλίου, ο Νικόλαος Νταηλάκης επισκέφτηκε την Αθήνα μαζί με τους οπλίτες του Γ. Σεϊμενάκη, Μ. Σεϊμενάκη, Χ. Σταυρόπετρο, Γ. Πάτερο, Σ. Κλειδή και Γ. Κλάπα, ώστε να προμηθευτούν όπλα μάνλιχερ. Κατά την επιστροφή του σώματος, σημειώθηκε σύγκρουση με Οθωμανικό στρατιωτικό απόσπασμα στο Παλαιοχώρι Γρεβενών. Τελικά, το σώμα του Νικόλαου Νταηλάκη κατέφτασε στη Δάρδα (σήμερα στην Νότια Αλβανία), όπου ήλθε σε επαφή με την Εθνική Επιτροπή Κορυτσάς. Στη συνέχεια κατευθύνθηκε στην Πλιάσα Κορυτσάς, όπου ήταν έντονη η παρουσία Βουλγάρων και Ρουμάνων πρακτόρων. Στην περιοχή αυτή ο Νικόλαος Νταηλάκης με το σώμα του, κατάφερε να εξοντώσει τους κομιτατζήδες Κοτσκόνα και Νάστα. Στη συνέχεια, ανέλαβε να εντοπίσει και να εξοντώσει τις ομάδες των κομιτατζήδων Π. Κλιάσεφ και Ατ. Καρσάκωφ στα Κορέστια. Τους έστησε ενέδρα στη θέση Κορίνιτσα (στα σημερινά Ελληνοαλβανικά σύνορα), ανάμεσα στο Βερνίκι και τη Βέμπελη (Μοσχοχώρι), αλλά χωρίς επιτυχία. Στα τέλη Ιουνίου του 1905, ο Νικόλαος Νταηλάκης συγκρούστηκε με το σώμα του, με την ένοπλη ομάδα του κομιτατζή Γιοβάντσωφ και στη συνέχεια κατέφυγε στα Καστανοχώρια. Συναντήθηκε μετά από λίγες μέρες με τον οπλαρχηγό Φιλόλαο Πηχεών (Φιλώτα) στο Βογατσικό και κατόπιν με την Εθνική Επιτροπή της Χρούπιστας (Άργους Ορεστικού). Η Εθνική Επιτροπή της Χρούπιστας (Άργους Ορεστικού) του ανέθεσε να εξοντώσει το Βούλγαρο δάσκαλο του Σδραλτσίου (Αμπελοκήπων) Μπαμπούλη και τους δύο υποστηρικτές του. Τελικά, ο Νικόλαος Νταηλάκης δεν κατάφερε να συλλάβει τον Βούλγαρο δάσκαλο, αλλά εκτέλεσε τον έναν από τους δύο που είχαν κατονομαστεί ως υποστηρικτές του, στο Ασάνοβο (Μεσοχώρι). Η πράξη αυτή όμως, προκάλεσε τα αντίθετα αποτελέσματα, καθώς ο εκτελεσθείς ήταν ο πρόκριτος του Σδραλτσίου (Αμπελοκήπων) Κοσμάς, πράγμα που προκάλεσε έντονες διαμαρτυρίες των κατοίκων του Σδραλτσίου (Αμπελοκήπων).
Στα μέσα Ιουλίου του 1905 ο Νικόλαος Νταηλάκης με το σώμα του, συγκρούστηκε επιτυχώς με ένοπλη Αλβανική ομάδα, ενώ στα τέλη Αυγούστου του ίδιου έτους, συνεργαζόμενος με τους αξιωματικούς Σ. Δούκα (Μάλλιο), Π. Μάνο (Βέργα), Ι. Πούλακα και Γ. Σκαλίδη κατάφερε να τρέψει σε φυγή τα ενωμένα Βουλγαρικά σώματα, στην Οσνίτσανη (Καστανόφυτο) Καστανοχωρίων Καστοριάς. Στις αρχές Σεπτεμβρίου ο Νικόλαος Νταηλάκης επέστρεψε με το σώμα του στα Κορέστια και έδρασε στο Βερνίκι, στη Βέμπελη (Μοσχοχώρι) και στη Βίγλιστα έως τα τέλη του 1905, κατά των ένοπλων ομάδων του Μήτρο Βλάχο, του Π. Κλιάσεφ, του Ατ. Καρσάκωφ, καθώς και των Τουρκαλβανών Φουάτ μπέη, Τσερκίζ μπέη, Τεφίκ Αράπη και Ιουσέν μπέη. Ο Ιουσέν μπέης της Βίγλιστας ήταν στενός συνεργάτης του Β. Τσακαλάρωφ. Το Δεκέμβριο του 1905, ο Νικόλαος Νταηλάκης διέλυσε το σώμα του Ρουμανίζοντα Νάκου Λιάου, που συνεργάζονταν με Βούλγαρους κομιτατζήδες. Η πολύπλευρη δράση του Νικόλαου Νταηλάκη προκάλεσε τη μήνη των Οθωμανικών αρχών, καθώς και των εκπροσώπων των Βουλγαρικών, Ρουμανικών και Αλβανικών συμφερόντων στην περιοχή, που προσπάθησαν πολλές φορές ανεπιτυχώς, να τον εξοντώσουν. Τον Ιούλιο του 1906, ο Νικόλαος Νταηλάκης πήρε οδηγία από το Κέντρο Μοναστηρίου να συναντήσει τον Γ. Τσόντο (Βάρδα) στη Μονή Αγίας Τριάδας Πισοδερίου. Πλησιάζοντας όμως στον τόπο συνάντησης, ο Νικόλαος Νταηλάκης πληροφορήθηκε ότι τα σώματα του Γ. Τσόντου (Βάρδα), του Γ. Σκαλίδη και του οπλαρχηγού Γεώργιου Κολίτση είχαν συγκρουστεί με Οθωμανικό απόσπασμα και πως ένας κομιτατζής (συνεργάτης των Π. Κλιάσεφ και Μήτρο Βλάχο) κατάφερε να συλλάβει με τέχνασμα 4 Έλληνες Μακεδονομάχους. Προκειμένου να τους απελευθερώσει τότε, έστειλε επιστολή στο Μήτρο Βλάχο απειλώντας να κάψει τη Βέμπελη (Μοσχοχώρι). Προσπάθησε μάλιστα να πραγματοποιήσει την απειλή του, αλλά εμποδίστηκε από Οθωμανικό απόσπασμα που είχε ειδοποιηθεί. Τότε, στράφηκε προς τα μέλη του Βουλγαρικού Κομιτάτου στο Βερνίκι και τη Βίγλιστα, και αφού τους συνέλαβε και τους ανέκρινε, τους εκτέλεσε, εκτός από δύο. Η πράξη του αυτή προκάλεσε τη γενική κινητοποίηση του Βουλγάρων και Αλβανών οπλαρχηγών. Τελικά, κατάφερε να συναντηθεί με τον Γ. Τσόντο (Βάρδα) στο Πισοδέρι, όπου του διηγήθηκε τα γεγονότα και μαζί κατέστρωσαν την Ελληνική δράση στην περιοχή Κορυτσάς, όπου ο Νικόλαος Νταηλάκης έδρασε έως το φθινόπωρο του 1907 παρά τη δίωξή του από τις Οθωμανικές αρχές. Το Νοέμβριο του 1907 μετέβη στην Αθήνα για δεύτερη φορά, προκειμένου να προμηθευτεί οπλισμό. Με την επιστροφή του στη Μακεδονία ανέλαβε να εξοντώσει τον Ρουμανίζοντα Τσακαμάκα, ο οποίος εκτός των άλλων ενεργειών του, ήταν αυτός που είχε ειδοποιήσει τον Οθωμανικό στρατό για την παρουσία του Παύλου Μελά στη Στάτιστα το 1904. Τελικά, ο Νικόλαος Νταηλάκης συνελήφθη από τις Οθωμανικές αρχές και φυλακίστηκε. Απελευθερώθηκε τον Ιούλιο του 1908 με την επανάσταση των Νεοτούρκων, όταν δόθηκε γενική αμνηστία.
Μετά την αποφυλάκισή του ο Νικόλαος Νταηλάκης έγινε στόχος δολοφονίας από τη Νεοτουρική οργάνωση “Τζεμιέτ” της Βίγλιστας. Στις 16 Φεβρουαρίου του 1909, ο αστυνομικός διευθυντής της Βίγλιστας Λουτφέ μπέης, τον κάλεσε στο τμήμα και του ανακοίνωσε ότι θα έπρεπε να παρουσιάζεται ενώπιον των αρχών δυο φορές την εβδομάδα. Ο Λάκης Νταηλάκης αντέδρασε, καθώς θεωρούσε ότι για τα αδικήματα που κατηγορούνταν είχε αμνηστευτεί. Έτσι, κατέφυγε στο Άργος Ορεστικό όπου η τοπική Επιτροπή Αγώνα προσφέρθηκε να του παράσχει καταφύγιο. Εκεί όμως, έγινε αντιληπτός από τις Οθωμανικές αστυνομικές αρχές, και του τέθηκαν οι ίδιοι περιορισμοί. Ο Λάκης Νταηλάκης, φοβούμενος για τη ζωή του, δήλωσε ψευδώς ότι θα διαμένει στο ξενοδοχείο του Φλόκα, και όταν οι Νεότουρκοι έστειλαν ομάδα εκτελεστών για να τον εξοντώσουν, αυτός είχε διαφύγει. Φτάνοντας στα τότε Ελληνοτουρκικά σύνορα (στη Θεσσαλία), έστειλε επιστολή στο μουδίρη (υποέπαρχο) του Άργους Ορεστικού, όπου έγραφε:
-
- Κηρύξατε το Σύνταγμα, κι ενώ απ’ τό ‘να μέρος μας δώσατε αμνηστία, απ’ τ’ άλλο ιδρύσατε το “Τζεμιέτ” για να μας σκοτώνετε. Το πρόγραμμά σας είναι Τούρκικο, βάρβαρο. Το πολύ – πολύ θα σκοτώσετε καμιά πεντάδα από μας, όμως όλοι οι άλλοι εμείς θα βγούμε στα βουνά.
Μετά την Απελευθέρωση της Μακεδονίας
Μετά την απελευθέρωση της Μακεδονίας, ο Νικόλαος Νταηλάκης εγκαταστάθηκε στη γενέτειρά του, στο χωριό Βερνίκι. Το 1924 όμως, ύστερα από απόφαση Επιτροπής Άγγλων, Γάλλων και Ιταλών διπλωματών, βασισμένη στο Σύμφωνο της Φλωρεντίας του 1913, το Βερνίκι και άλλα 13 Ελληνικά χωριά της περιοχής, κατοχυρώθηκαν και παραδόθηκαν στην Αλβανία. Έκτοτε, ο Νικόλαος Νταηλάκης εγκαταστάθηκε, για μικρό διάστημα, με την οικογένειά του, στη Κορομηλιά και τελικά στην πόλη της Καστοριάς. Μάλιστα το προάστιο της πόλης, όπου διέμενε έχει πάρει την ονομασία του και λέγεται πλέον Νταηλάκη. Εκεί το 1960 ανεγέρθηκε προτομή του.
Στις 5 Οκτωβρίου του 1941 και ενώ η Ελλάδα βρισκόταν υπό τριπλή κατοχή (Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος), ο Νικόλαος Νταηλάκης δολοφονήθηκε από την κατοχική βουλγαρική ομάδα Οχράνα, μεταξύ Κορομηλιάς και Λεύκης. Ο αδελφός του Ιωάννης δολοφονήθηκε από τον κομμουνιστικό ΕΛΑΣ την 21η Μαρτίου του 1943 και αφού πρώτα είχε φυλακιστεί από τους Ιταλούς κατακτητές για οκτώ μήνες. Την ίδια μέρα εκτελέστηκε και ο γιος του Ιωάννη Νταηλάκη, Εμμανουήλ από Ιταλούς. Ο δεύτερος γιος του Ιωάννη, Δημήτριος, μαθητής Γυμνασίου, εκτελέστηκε από πρώην μέλη του ΕΛΑΣ στις 15 Αυγούστου του 1945. Τα τέκνα του Νικόλαου Νταηλάκη, Ευστράτιος, Θωμαή και Αντωνία, καθώς και η χήρα του, επέζησαν της κατοχής.
el.wikipedia