Τα τέσσερα μεγάλα και μεγαλοπρεπή ρολόγια στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στην Ελευθερούπολη της Νέας Ιωνίας Αττικής είναι ένα από τα πολλά αποτυπώματα στο προσφυγικό παρελθόν της πάλαι ποτέ ένδοξης βιομηχανικής ανάπτυξης της πόλης. Σε μια εποχή που ήταν σχεδόν αδύνατον οι εργάτες και οι εργάτριες να διαθέτουν ρολόγια χειρός, οι τεράστιοι ωροδείκτες της εκκλησίας φαίνονταν από όλα τα χαμηλά προσφυγικά σπιτάκια και ο ήχος της καμπάνας κάθε μισάωρο προσδιόριζε πότε θα ξεκινούσαν να ανεβαίνουν μαζικά εργάτες και εργάτριες στα εργοστάσια κλωστοϋφαντουργίας που έδιναν εργασία στην συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων.
Τα ρολόγια του Αγίου Γεωργίου, εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Λουκάς Χριστοδούλου, Πρόεδρος του Κέντρου Σπουδής και ανάπτυξης του μικρασιατικού πολιτισμού, ήταν δώρο των αδελφών Σινάνογλου από την κλωστοϋφαντουργία Μουταλάσκη το 1951, το μεγάλο εμβληματικό ίσως εργοστάσιο παραγωγής υφασμάτων «κάμποτ» της περιοχής με σήμα τον χαρακτηριστικό ταύρο, για να διευκολύνει τους εργαζόμενους. Τα άλλα μεγάλα εργοστάσια στην περιοχή ήταν το εργοστάσιο των Εφραίμογλου-Στύλογλου «Τρία Άλφα», που λεγόταν αρχικά “Στερλίνα”, των Σπαρταλήδων που άρχισε να λειτουργεί το 1927 και παρήγαγε τα διάσημα κασμήρια 3Α που εθεωρούντο εφάμιλλα των σκωτσέζικων.
Αλλά αν αυτό είναι το ένδοξο παρελθόν σήμερα η κλωστοϋφαντουργία αποτελεί μονάχα σημείο αναφοράς των ερευνητών. Ο ήχος των αργαλειών που κυριαρχούσε κάποτε και κάθε σπίτι της Νέας Ιωνίας είχε συνδέσει τη ζωή του με αυτό, σήμερα σβήνει και μόνο ελάχιστα υφαντήρια πλέον οικογενειακού χαρακτήρα αντέχουν ακόμη και επιβιώνουν δύσκολα. Αλλά ως πότε;
Το ΑΠΕ-ΜΠΕ πραγματοποίησε ένα τηλεοπτικό οδοιπορικό αφιέρωμα στην πόλη της Νέας Ιωνίας και την κλωστοϋφαντουργία και δίνει στη δημοσιότητα ένα βίντεο με εικόνες από το παρελθόν και το σήμερα. Το σενάριο και την σκηνοθεσία υπογράφει ο δημοσιογράφος Γιώργος Κουβαράς.
«Αμέσως μετά την μικρασιατική καταστροφή, μας λέει ο κ. Λουκάς Χριστοδούλου, οι πρώτοι πρόσφυγες που ήρθαν στην περιοχή και ονομάζονταν «Ποδαράδες», είχαν επικεφαλής τον Παπα-Ιωακείμ Πεσματζόγλου και ήταν οι λεγόμενοι Σπαρταλήδες. Προέρχονταν από την Σπάρτη της Πισιδίας, μια περιοχή 300 χιλιόμετρα ανατολικά της Σμύρνης. Επέλεξαν αυτή την περιοχή γιατί υπήρχαν εδώ πολλά νερά, κάτι που θα τους βοηθούσε στην ανάπτυξη της ταπητουργίας. Έτσι στις 30 Ιουνίου του 1923 βάζουν το θεμέλιο λίθο της πόλης, παρουσία του αρχηγού της επανάστασης Νικολάου Πλαστήρα και μερικούς μήνες αργότερα στις 9 Δεκεμβρίου, έχουν κτιστεί 400 δωμάτια και γίνονται τα εγκαίνια της πόλης του συνοικισμού της Ιωνίας που πήρε αργότερα το πρόθεμα και έγινε Νέα Ιωνία».
Ακριβώς μετά το Ταμείο Περίθαλψης προσφύγων έδωσε τη δυνατότητα προσφέροντας δωρεάν οικόπεδα, τα περισσότερα στην περιοχή της Ελευθερούπολης.
«Αλλά είχαν την υποχρέωση», εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Χριστοδούλου, «να απασχολήσουν εργάτες για να φτιάξουν τα εργοστάσια, και μετά να τους πάρουν ως έμπειρους τεχνίτες στα εργοστάσια. Και έτσι έγινε καθώς η ανάγκη και η ζήτηση χαλιών στο εξωτερικό ήταν πρωτοφανής, δημιούργησαν οι Ιωνιότικες εταιρείες υποκαταστήματα στην Αμερική για να αντιμετωπίσουν την μεγάλη ζήτηση που υπήρχε».
Είναι η αλήθεια ότι με τον τρόπο αυτό αναπτύχθηκε ένας υγιής ανταγωνισμός που βοήθησε στην ανάπτυξη δεκάδων μεγάλων εργοστασίων, και εκατοντάδων μικρών στην ευρύτερη περιοχή.
«Έγινε, μπορούμε να πούμε, «τονίζει ο κ. Χριστοδούλου στο ΑΠΕ-ΜΠΕ», ένας οργασμός πολύ μεγάλος που βοήθησε και έδωσε ψωμί σε εκατοντάδες χιλιάδες οικογένειες, να εργαστούν και να προκόψουνε».
«Έσφυζε από ζωή»
Ο Θόδωρος Μαυρομμάτης εργάσθηκε στο Μουταλάσκη και θεωρεί ότι την περίοδο που ήταν ενεργά στην Νέα Ιωνία όλα τα εργοστάσια η περιοχή έσφυζε από ζωή. Ήταν ποτάμια ανθρώπων που ανέβαιναν και κατέβαιναν καθημερινά. Και μαζί με τα εργοστάσια δούλευαν και άλλες επιχειρήσεις συνυφασμένες με το ύφασμα. Βαφεία, έμποροι, ραφτάδες.
Για τον Πρόεδρο του Κέντρου Σπουδής και Ανάπτυξης του Μικρασιατικού Πολιτισμού «μετά το ’50 πολλοί εργάτες από τα χωριά στο λεγόμενο αστικό κύμα, που ήρθε στις μεγαλουπόλεις για να βρουν οι εργάτες δουλειά, και έτσι όλοι αυτοί περιβάλλουν την αυξανόμενη την εποχή υφαντουργία και δημιουργούνται νέα εργοστάσια, νέες μικρές βιοτεχνίες, δημιουργώντας μάλιστα πρόβλημα των ανθρώπων να προσεγγίσουν τα εργοστάσια. Μάλιστα είχαν μονοδρομήσει κάποιους δρόμους στην Ελευθερούπολη ώστε από την μια να κατεβαίνουν οι εργάτες που είχαν τελειώσει την εργασία τους, και από την άλλη να ανεβαίνουν οι εργάτες για να πιάσουν δουλειά.»
Από τον παππού στον εγγονό
Θα επισκεφθούμε ένα από τα ελάχιστα υφαντήρια που έχουν απομείνει στο χώρο. Αυτό της οικογένειας Μαυρομμάτη. Εργάζονται οι δύο γιοί και ο εγγονός του Θόδωρου Μαυρομμάτη.
«Κάποτε ολόκληρη η Νέα Ιωνία είχε έναν αργαλειό μέσα στο σπίτι μας λέει ο Γιώργος Μαυρομμάτης. Οι Μικρασιάτες που είχαν έρθει από τις πατρίδες τους, οι παππούδες μας, οι φίλοι ή οι γονείς φίλων μας.»
Στο υφαντήριο συναντήσαμε τον Γιώργο Σταμούλη, από τους ελάχιστους μηχανικούς που παραμένουν στο χώρο και τον αποκαλούν «γιατρό των αργαλειών».
«Κάνω αυτή τη δουλειά 45 χρόνια, την αγάπησα πολύ. Ξεκίνησα από την Πειραϊκή-Πατραϊκή και έκτοτε σχεδόν στο 90% των υφαντηρίων της Νέας Ιωνίας έχω βιδώσει έστω μια βίδα», δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ. «Τώρα έχουν μείνει ελάχιστα υφαντήρια και απλά για να υπάρχει ιστορία. Κάποτε η κλωστοϋφαντουργία ήταν η βαριά μας βιομηχανία, τώρα έχουν μείνει τα καφενεία» τονίζει συγκινημένος ο κ. Σταμούλης.
Ο άνθρωπος αυτός είναι από εκείνους που σπούδασαν την τέχνη, σήμερα μας λέει έχουν κλείσει τα ΤΕΙ και η πληθώρα των σχολών που υπήρχαν και είχαν μάλιστα κάποτε μεγάλη ζήτηση.
Δεν υπάρχει συνέχεια
Μετά τη 10ετία του ’90 όλα τα εργοστάσια της Νέας Ιωνίας αντιμετωπίστηκαν ως προβληματικές εταιρείες και έκλεισαν, Η εικόνα που καταγράφουμε είναι απελπιστική. Κουφάρια και κτίρια κλειστά.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’50 λειτουργούσαν περίπου 500 εργοστάσια και βιοτεχνίες στην περιοχή με 6.000-7.000 εργατικό προσωπικό. Σήμερα είναι ενεργά λιγότερα από πέντε μικρά υφαντουργεία που έχουν κάποια εμπορική λειτουργία.
Κάποια από τα πιο εμβληματικά βιομηχανικά κτίρια («Μουταλάσκη», «Βαμβακουργία Κυρκίνη» και μέρος των κτιρίων της «Ανατολικής Ταπητουργίας») σταδιακά άλλαξαν χρήση. Κάποια άλλα μεγάλης ιστορικής και αισθητικής αξίας δυστυχώς δεν άντεξαν στη φθορά του χρόνου, κάποια άλλα γκρεμίστηκαν (π.χ. Μεταξουργία Κυρκίνη, ΕΡΙΟΤΕΚ) αλλά αρκετά ακόμη τα οποία έχουν ένα αρχιτεκτονικό και ιστορικό ενδιαφέρον (π.χ. Υφαντουργία Ιωνική, παλιά κτίρια Υφαντουργίας 3Α) θα μπορούσαν ίσως αξιοποιώντας την εγχώρια και διεθνή εμπειρία να ενσωματωθούν στη λειτουργία της πόλης και να σωθούν από την εγκατάλειψη.
«Δεν υπήρξε συνέχεια, να υπάρξει δηλαδή ένα μέλλον, να ενδιαφερθούν νέοι ανθρώποι και το δυσάρεστο είναι ότι χάνεται πλέον η ίδια η τέχνη και αυτό είναι το πλέον δυσάρεστο. Δεν υπάρχουν πλέον βαφείς, υπήρχαν κλώστες, βαφεία κομποδετικές μηχανές. Όλα αυτά τέλειωσαν» λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Σταμούλης και προσθέτει: «Ήταν μεγάλη τεχνογνωσία η υφαντουργία, από τις μεγαλύτερες επιστήμες».
«Επιβιώνουμε μόνο εμπειρικά και μόνο όσοι ήμασταν από τα παλιά. Οι άλλοι, οι καινούριοι δεν άντεξαν έκλεισαν. Αλλά και εμείς μέχρι πότε;» προσθέτει ο Γιώργος Μαυρομμάτης. «Είναι πολύ δύσκολο να επιβιώσει πλέον η υφαντουργία».
ΑΠΕ