Λίγα χρόνια μετά την ταραγμένη δεκαετία του ’60 κι ενώ ακόμη βράζει το αίμα των νέων και οι κυβερνήσεις έχουν ρίξει στο γήπεδο της αναμέτρησης όλα τα όπλα καταστολής, σε συνδυασμό με την προβολή της επερχόμενης ευμάρειας, τη δοξασία του καταναλωτισμού, ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ καταθέτει τη δική του οπτική και προβλέπει απαισιόδοξα το μέλλον για την αντιπαράθεση “καλού-κακού”, της αδυσώπητης βίας και την άτεγκτη αρχή του “νόμος και τάξη”, με το περίφημο “Κουρδιστό Πορτοκάλι” του.
Ακριβώς πριν 53 χρόνια, το 1971, η Warner Bros ανακοινώνει σε μια πληρωμένη καταχώρηση σε κινηματογραφικά περιοδικά «την ολοκλήρωση της πρώτης ταινίας του Στάνλεϊ Κιούμπρικ μετά το “2001: Η Οδύσσεια του Διαστήματος”. Το “Κουρδιστό Πορτοκάλι” θα είναι, όπως όλα τα φιλμ του Στάνλεϊ Κιούμπρικ, μοναδικό. Πιστεύουμε ότι θα είναι μια από τις πιο σημαντικές ταινίες του 1971». Και είχε δίκιο, ίσως μην πιστεύοντας αυτό που θα αποδεικνυόταν με το πέρασμα του χρόνου ότι δεν θα ήταν μόνο μία από τις σημαντικότερες ταινίες εκείνης της χρονιάς, αλλά από τις σημαντικότερες όλων των εποχών. Και ειδικά αν αναλογιστεί κανείς ότι το 1971 υπήρχαν και άλλα αξιοθαύμαστα φιλμ, ορισμένα απ’ τα οποία ήταν: “Θάνατος στη Βενετία”, “Η Εργατική Τάξη Πάει στον Παράδεισο”, “Η Τελετή”, “Ο Άνθρωπος από τη Γαλλία”, “Ο Μεσάζων”, “Οι Δαιμονισμένες”, “Ο Τζόνι Πήρε το Όπλο του”, “Σάκο και Βαντσέτι”, “Η Εξαφάνιση”. Μια υπενθύμιση που μας γεμίζει θλίψη κοιτώντας την παραγωγή ταινιών του 2021…
Συνταρακτικός
Αλλά ας γυρίσουμε στον δαιμόνιο Κιούμπρικ, που για τα δικά του δεδομένα γύρισε σε χρόνο ρεκόρ “Το Κουρδιστό Πορτοκάλι”, ένα συνταρακτικό, βαθύτατα πολιτικό, φιλμ, για την εξουσία, με τη μορφή ενός δυστοπικού φουτουριστικού θρίλερ, βασισμένος στο βιβλίο τού φίλου του συγγραφέα Άντονι Μπάρτζες. Το σενάριο, που έγραψε ο ίδιος, θέλει μια παρέα νεαρών να διασκεδάζει με βιαιότητες και βανδαλισμούς, κλοπές, βιασμούς και φόνους και τον αρχηγό της, τον Άλεξ, να συλλαμβάνεται, να βρίσκεται στη φυλακή, να ακολουθεί ένα νέο σωφρονιστικό πρόγραμμα που επινόησε η κυβέρνηση και να επιστρέφει ευνουχισμένος σε μια πραγματικότητα χειρότερη απ’ αυτή που είχε δημιουργήσει η δική του βίαιη συμπεριφορά.
Τελειομανής
Ο τελειομανής Κιούμπρικ εμβαθύνει πάνω στον άνθρωπο, παρατηρεί σαν βιολόγος τούς χαρακτήρες του, διεισδύει στα συστήματα εξουσίας και πώς αυτά ανακυκλώνουν τη βιαιότητα και ταυτόχρονα θερίζουν ότι δεν είναι αρεστό στην καθεστηκυία τάξη. Ειρωνικός, δεν χαρίζεται σε κανέναν και κυρίως στα “θύματα” όταν δείχνουν το αληθινό πρόσωπό τους, έχουν παραδοθεί στην ιδιοτέλεια.
Απαγορευμένος
Ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ θα αναγκάσει ακόμη και τους πιο δύσπιστους να τον αποθεώσουν και ειδικά τους νεότερους, παρότι η ταινία του μπήκε στο στόχαστρο της λογοκρισίας και σε πολλές χώρες απαγορεύτηκε η προβολή της. Ειδικά για τη Βρετανία, ο Κιούμπρικ ήταν τόσο ενοχλημένος που ζήτησε να προβληθεί μετά τον θάνατό του. Αυτά όμως ήταν λεπτομέρειες, καθώς η βαθύτατη φιλοσοφική του ματιά, αλλά και η σκηνοθετική του αντίληψη επηρέασε τον κινηματογράφο και πολλούς σκηνοθέτες που ήθελαν να ξεφύγουν από τα στερεότυπα της κινηματογραφικής βιομηχανίας.
Χορογράφος
Η ταινία βρίθει συμβολισμών, από τη νοσηρότητα της βίαιης συμμορίας και την ακόμη πιο ζοφερή αντιμετώπιση του Άλεξ από το επιστημονικό πείραμα σωφρονισμού του και την αντιμετώπισή του, ενώ, θεραπευμένος πια, θέλει να ενταχθεί ξανά στην κοινωνία. Από το πρώτο πλάνο στη “γαλατερία”, που προσφέρει γάλα “εμπλουτισμένο με ναρκωτικές ουσίες”, τις σκηνές εγκλήματος και βίας με τις έντονες αναφορές στη μετατροπή της σεξουαλικής απελευθέρωσης σε σεξουαλικό απωθημένο, τα βασανιστήρια των επιστημόνων με τα βίαια φιλμ και τη σαφή υπενθύμιση ότι ο ναζισμός δεν έχει τελειώσει με την ήττα των Γερμανών στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και μέχρι την τελική σκηνή, μια βικτοριανή σουρεαλιστική φαντασίωση, ο Κιούμπρικ κινηματογραφεί χορογραφώντας τους ηθοποιούς του, κάτω από τους ήχους κλασικής μουσικής, του αγαπημένου συνθέτη του Άλεξ, τον Λούντβιχ Βαν Μπετόβεν και την Ενάτη Συμφωνία, σε παραλλαγές. Χρησιμοποιεί ευρυγώνιο φακό, έχει πρωτόγνωρες ιδέες αφάνταστης ομορφιάς και αγριότητας, λεπτολογεί κάθε χαρακτήρα, εστιάζει στον ψυχισμό ακόμη κι ενός περαστικού, μιας σκιάς, ενώ δίνει έμφαση στα γκροτέσκο σκηνικά εν αντιθέσει με το ομιχλώδες βαρύ τοπίο. Είναι τόση η δύναμη της σκηνοθεσίας του, που εύκολα χωρίζεις την ταινία σε μικρά κεφάλαια, σε ξεχωριστά φιλμ μικρού μήκους, που θα μπορούσαν να σταθούν αυτόνομα και να γράψουν τη δική τους ιστορία το καθένα.
Άλεξ… ΜακΝτάουελ
Όλοι οι συντελεστές συμβάλλουν στο μεγαλείο της ταινίας. Η εντυπωσιακή και εύπλαστη φωτογραφία είναι του Τζον Άλκοτ, με τον οποίο ο Κιούμπρικ είχε συνεργαστεί και στα φιλμ “2001: Η Οδύσσεια του Διαστήματος”, “Μπάρι Λίντον” και “Λάμψη”, το δημιουργικά κοφτερό μοντάζ είναι του Μπιλ Μπάτλερ και το αξιέπαινο ηχητικό σκορ του Γουέντι Κάρλος.
Όμως, υπάρχει και ο πρωταγωνιστής, ο εκπληκτικός Μάλκομ ΜακΝτάουελ, τον οποίο ο Κιούμπρικ “τσίμπισε” μετά το ρόλο του στο εξαιρετικό “If” (“Επαναστατημένη Γενιά”) του Λίντσεϊ Άντερσον. Ο Μάλκομ ΜακΝτάουελ, στον ρόλο του περίφημου Άλεξ, σε ηλικία 27 ετών θα δώσει την καλύτερη και ωριμότερη ερμηνεία του, η οποία θα σκεπάσει ότι άλλο έκανε στην μακρά διαδρομή του και χωρίς να είναι υπερβολή ακόμη και μόνο με αυτή την ερμηνεία του θα λάβει ένα κεφάλαιο στην ιστορία του κινηματογράφου.
Όσκαρ…
Η ταινία, φυσικά, δεν κέρδισε ούτε ένα Όσκαρ, αν και παραδόξως προτάθηκε για τέσσερα (ανάμεσά τους και αυτό της καλύτερης ταινίας), αλλά ο Κιούμπρικ ήταν συνηθισμένος σε αυτά, καθώς μπαίνει στη λίστα των λιγοστών μεγάλων σκηνοθετών που δεν τιμήθηκαν ποτέ με το χρυσό αγαλματίδιο. Άλλωστε ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ δεν ήταν και ο πιο κοινωνικός άνθρωπος, προφανώς και δεν θα πήγαινε ποτέ στη λαμπερή εκδήλωση, δεδομένου ότι για πολλά χρόνια κι ενώ βρισκόταν στην ακμή του, πολύ λίγοι μπορούσαν να τον αναγνωρίσουν, αφού είχε επιλέξει την απομόνωση, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Ο Κιούμπρικ είχε προτιμήσει να μας δείξει αποκλειστικά το καλλιτεχνικό του πρόσωπο, αυτό που θα μας συντροφεύει για πάντα και για πάντα θα προσπαθούμε να διερευνήσουμε.
ΑΠΕ / Χάρης Αναγνωστάκης