Ένα δάσος …παράλληλων γραμμών, που φτάνουν μέχρι και τα 40 μέτρα, σχηματίζουν οι ευθυτενείς κορμοί οξιάς στο δάσος Νεοχωρίου, στην ορεινή Χαλκιδική, το οποίο, επειδή αποτελεί το νοτιότερο όριο εξάπλωσης της μεσευρωπαϊκής οξιάς, συμπεριλήφθηκε σε ευρωπαϊκό πρόγραμμα.
«Το ανάγλυφο των δασών μας δεν συναντάται συχνά στην Ευρώπη, όπου -για παράδειγμα- στη Γερμανία μπορείς να στέκεσαι μόνο σε ένα επίπεδο σημείο και να παρατηρείς ολόκληρο ένα δάσος οξιάς με τις μοναδικές ευθείες των κορμών» λέει ο προϊστάμενος της Διεύθυνσης Δασών Περιφερειακής Ενότητας Χαλκιδικής Δρ. Παύλος Μπεκιάρογλου ξεναγώντας το Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων σε δάση της ορεινής Χαλκιδικής.
«Τα άνθη της οξιάς είναι χωρισμένα σε αρσενικά και θηλυκά και πρέπει το αρσενικό άνθος να στείλει τη γύρη του στο θηλυκό για να γονιμοποιηθεί και να βγει ο καρπός. Για τον λόγο αυτόν, ο μίσχος του αρσενικού άνθους είναι πολύ λεπτός για να μπορεί να κουνηθεί και να απελευθερωθεί η γύρη. Παρατηρήσαμε, λοιπόν, ότι όταν ανθούσαν τα αρσενικά άνθη την Άνοιξη, λόγω των έντονων καιρικών φαινομένων (βροχές και δυνατοί άνεμοι), βρίσκαμε κάτω από τα δέντρα ένα χαλί με αρσενικά άνθη που δεν είχαν προλάβει να γονιμοποιήσουν τα θηλυκά για να δημιουργηθεί ένας γόνιμος καρπός» αναφέρει ο κ. Μπεκιάρογλου, ο οποίος συμμετείχε στο πρόγραμμα ως επιστημονικός εκπρόσωπος της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Μακεδονίας Θράκης.
«Το δεύτερο που παρατηρήσαμε, από τον Ιούλιο 2014 μέχρι τον Ιούνιο 2020, που διήρκησε το πρόγραμμα στο οποίο μελετήθηκε και η ελάτη στην περιοχή της Πιερίας, ήταν ότι στον περιβάλλοντα χώρο της οξιάς εμφανίστηκε ένα ξενικό είδος που λέγεται Φυτολάκκα αμερικάνα (Phytolacca Americana), το οποίο είναι τοξικό και χωροκατακτητικό. Επίσης, παρατηρήσαμε ότι σε πολλούς κορμούς οξιάς εμφανίστηκε κισσός, είδος που παρασιτεί πάνω σε ένα δέντρο και ειδικά όταν είναι εξασθενημένο. Όταν βλέπουμε σε έναν οικότυπο ότι τα δέντρα έχουν πολύ κισσό, αυτό δείχνει ότι τα δέντρα αυτά είναι αδύναμα και δεν μπορούν να αμυνθούν κατά του κισσού».
Όπως εξηγεί η Χρυσή Σαρβάνη, δασοπόνος στη Διεύθυνση συντονισμού και επιθεώρησης δασών Μακεδονίας – Θράκης, γινόντουσαν συγκεκριμένες μετρήσεις σε συγκεκριμένα δέντρα κάθε φορά και καταγράφονταν στοιχεία τα οποία έπαιρνε για επεξεργασία το Εργαστήριο Δασικής Γενετικής και Βελτίωσης Δασοπονικών Ειδών της Σχολής Γεωπονίας, Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος του ΑΠΘ.
«Στην ουσία δημιουργήθηκε ένας επιστημονικός οδηγός γενετικής και φαινοτυπικής παρακολούθησης, προκειμένου να γνωρίζουμε πώς να συμπεριφερθούμε στα δάση για να έχουμε αειφορική διαχείριση καθώς η κλιματική αλλαγή επηρεάζει τα οικοσυστηματα» λέει η κ. Σαρβάνη σημειώνοντας, μάλιστα, ότι δεν υπήρχαν προηγούμενες μετρήσεις και πλέον, με τη βάση δεδομένων, θα είναι εφικτές οι συγκρίσεις με την πάροδο των ετών.
Στο πρόγραμμα LIFEGENMON συμμετείχαν 6 εταίροι από 3 χώρες (Γερμανία -Βαυαρία, Ελλάδα και Σλοβενία) με επικεφαλής εταίρο το Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών της Σλοβενίας.
«Φλογερή» η οξιά
Διαφορετική εικόνα παρουσιάζει το δάσος της Μεγάλης Παναγιάς, όπου αντηχούν παντού αλυσοπρίονα και οι δασικοί δρόμοι είναι γεμάτοι με στοιβαγμένους κορμούς οξιάς και δρυός. Σύμφωνα με τον Γιώργο Κύρο, δασολόγο του Δασαρχείου Αρναίας, προϊστάμενο του τμήματος διοίκησης και διαχείρισης δασών, πρόκειται για ένα παραγωγικό δάσος, όπου γίνονται υλοτομίες από τους περίπου 170 δασεργάτες, με «βοηθούς» 500 μουλάρια των 6 Δασικών Συνεταιρισμών.
«Γίνονται υλοτομίες σε όλη τη διάρκεια του έτους και παράγονται από τα δημόσια δάση συνολικά 35.000 κυβικά ξυλείας δρυός, οξιάς, καστανιάς και πεύκης ενώ αν προσθέσεις στην παραγωγή και τα μη δημόσια δάση, φτάνουμε ετησίως τα 52.000 κυβικά» λέει ο κ. Κύρος. Όσο για τις διαφορές που παρουσιάζει στην καύση το κάθε είδος, τονίζει ότι η οξιά καίγεται πιο εύκολα, παράγει φλόγα και προτιμάται συνήθως για τα τζάκια ενώ η δρυς προτιμάται γιατί κάνει περισσότερη ζέστη και καλύτερο κάρβουνο.
«Μαζί με τα μουλάρια μου θα συνταξιοδοτηθώ»
Στους ήχους των αλυσοπρίονων στο δάσος προστίθενται και ο σταθερός βηματισμός των μουλαριών που προσεγγίζουν κατάφορτα τις στοίβες με τους κορμούς. Ξέρουν, λένε οι δασεργάτες, ακριβώς πού πρέπει να πάνε και να σταθούν αφού κατεβούν μόνα τους με το φορτίο τους από ψηλότερα σημεία του δάσους όπου γίνονται οι υλοτομίες.
Σε ένα τέτοιο δασικό δρόμο, βρέθηκαν και τα τρία μουλάρια τα δασεργάτη Στέλιου Γερούκη, ο οποίος κάνει αυτή τη δουλειά τα τελευταία 30 χρόνια. «Είναι η Μούλα, η Γκρίβα και ο Καστάνης» συστήνει τα μουλάρια του και μιλάει για το ιδιαίτερο δέσιμο που έχει μαζί τους.
«Είναι οικογένειά μου, είναι καλά ζώα και χωρίς αυτά δεν βγαίνει μεροκάματο. Μαζί θα βγούμε στη σύνταξη και θα γεράσουμε» λέει, χαϊδεύοντας τα μουλάρια του.
Νατάσα Καραθάνου | ΑΠΕ