Καστοριά

“Ο γάτος της παραλίας” (του Αντώνη Παπαδόπουλου)

Στη Βόρεια Παραλία, στον χώρο όπου ψαρεύουν οι πιο πολλοί ψαράδες, ζει μόνιμα ο γάτος της παραλίας. Γκριζόλευκος, γιγαντόκορμος, φιλικός, καλοσυνάτος. Για κάθε περαστικό έχει ένα φάλτσο νιαούρισμα, ένα ανασήκωμα της ουράς κι ένα χάδι στα πόδια. Η φιλόξενη επιμονή, με πείθει να καθίσω μαζί του στο παγκάκι, για λίγη συντροφιά. Ανεβαίνει επάνω μου κι αρχίζει να «ζυμώνει» τη φιλία στα γόνατα, κάπως άγαρμπα είν’ η αλήθεια! Αφού χορτάσει τα χάδια, με ναζιάρικες κωλοτούμπες προτείνει παιχνίδι. Παιχνίδι με τα δάχτυλά μου.
«Αχού, καημένε, άγαρμπος είσαι και στο παιχνίδι! Φτάνει πια δεν μπορώ άλλο! Μου κοκκίνισες το χέρι!» Όλα τα καταλαβαίνει ο γάτος της παραλίας! «Το ξέρω πως σε πονάω», σαν να μου λέει, «αλλά τι να κάνω, έτσι ξέρω να παίζω εγώ. Κι αυτά τα μαλακά δάχτυλα είναι σκέτος πειρασμός για τα νύχια μου!»
Ντροπιασμένος λιγάκι, μετανιωμένος για τον παρορμητισμό του, σταυρώνει τα μπροστινά του πόδια ακουμπάει το πλευρό στο γόνατό μου, νιαουρίζει μισή «συγγνώμη» και αρχίζει το γουργούρισμα. Κοιτάζω τα μελαγχολικά μάτια και διαβάζω την ιστορία του.
«Ήμουν κι εγώ κάποτε αρχοντόγατος, που λες, φίλε, σ’ ένα σπίτι με όλα τα καλά και προπάντων με πολλή αγάπη. Μεγάλωσα με όλες τις ανέσεις. Με πλούσια φαγητά, με κορδέλες στο λαιμό με φιόγκους στο κεφάλι και μ’ ένα ζεστό μαξιλάρι στη γωνιά, πλάι στο τζάκι. Μεγάλωσα, έγινα άντρας. Ήθελα πάντα να ξέρω τι κρύβεται πίσω απ’ το τζάμι. Ήμουν νέος, ωραίος, δυνατός κι ονειροπόλος. Οι μυρωδιές του Έρωτα έφτασαν την άνοιξη στο σπίτι. Τρύπωσαν απ’ τη χαραμάδα του παραθυριού. Με τράβηξαν απ’ το ρουθούνι. Δεν κρατήθηκα. Παράτησα το σπίτι, τις ανέσεις, τα νόστιμα φαγητά και πήρα τον Έρωτα κατά πόδι. Σπουδαίος πρέπει να είναι ο Έρωτας, σκέφτηκα! Ακόμα δεν τον γνώρισα και κοίτα να δεις με σέρνει από τη μύτη!
Να ο Έρωτας, ολοζώντανος μπροστά μου! Μια γλυκιά οπτασία! Μια παλέτα από γήινα χρώματα! Πλησιάζω να εξομολογηθώ αυτό που μου συμβαίνει. Νιώθω τα νύχια μιας γκρίζας διεκδίκησης να με καρφώνουν και τα δόντια της εκδίκησης να μπήγονται βαθιά στον λαιμό μου. Αμύνομαι, φωνάζω, προσπαθώ να απαγκιστρωθώ. Κανένα έλεος! Εκλιπαρώ, κόβεται η ανάσα μου, το αίμα μου βάφει την ερωτική αρένα. Εκείνη απέναντι αδιάφορη, γλείφει το πόδι της! Δεν έχω τόση δύναμη να νικήσω τον εκδικητή. Η καλοπέραση, βλέπεις, έχει και τίμημα. Λίγο πριν αρχίσει να σκοτεινιάζει ο κόσμος γύρω μου, βλέπω να στέκει από πάνω μου με κυρτωμένη ράχη ο αιμοσταγής γάτος και με μια εκκωφαντική τσιρίδα να με προειδοποιεί τελεσίδικα, να μην ξαναπατήσω το πόδι μου στη δική του περιοχή. Ύστερα, μου γυρίζει την πλάτη και τρέχει να προφτάσει τον Έρωτά του.
Γλείφω τις πληγές, και προσπαθώ να σιάξω τη μαδημένη μου γούνα. Άγριος πειρασμός ο Έρωτας, σκέφτομαι κι όπου φύγει φύγει! Έχει πόνο, έχει πληγές, έχει γρατσουνιές στο κορμί και την ψυχή.
Μέρες και νύχτες περπάτησα για να φτάσω ως εδώ. Μένω τώρα μονάχος σε τούτο εδώ το κιόσκι. Ο Έρωτας δεν περνάει από τούτη τη στράτα. Όμως εδώ, δεν έχει φόβο, δεν έχει νύχια, δόντια κοφτερά και στριγκλιές τρόμου. Έχει μοναξιά, γαλήνη κι ομορφιά. Αγαπώ τους ανθρώπους, έτσι έμαθα από μικρός και περισσότερο τους ψαράδες. Τους χαϊδεύω, με φροντίζουν και ακούω τις ιστορίες τους. Άλλοι μιλούν για μια μεγάλη ψαριά χαμένη κι άλλοι για μια αγάπη χαμένη. Όλοι μ’ ένα παράπονο ζουν και μεγαλώνουν. Κατάλαβες, φίλε; Αυτή είναι η ιστορία μου!
Μια βουή αυτοκινήτου σταματάει την εξομολόγηση. Σηκώνει ο γάτος το κεφάλι, ορθώνει τ’ αυτιά, πετιέται από το παγκάκι και το βάζει στα πόδια.
«Ρε, φίλε, στάσου, πού πας; Μύγα σε τσίμπησε;»
«Φεύγω, φεύγω, αυτό τ’ αμάξι έρχεται για μένα. Μου φέρνει σπιτικό φαγητό!»
«Και για λίγο φαΐ με πουλάς; Τουλάχιστον πες μου, πώς σε λένε;»
«Βιάζομαι τώρα, δεν μπορώ! Την άλλη φορά! Θα περάσεις από δω, δε θα ξαναπεράσεις;»

Back to top button