Ένα από τα ευρείας κλίμακας ναζιστικά εγκλήματα, το οποίο παραμένει εν πολλοίς αδιερεύνητο, είναι αυτό του Ολοκαυτώματος των Τσιγγάνων, ή, όπως το ονομάζουν οι ίδιοι, του «Αφανισμού» (Porrajmos).
Διαχρονικά νομάδες, δίχως κρατική ή νομική οντότητα, αποκλεισμένη και θύματα ρατσιστικού και κρατικού αποκλεισμού, οι Τσιγγάνοι (ονομασία – «ομπρέλα» για τις δύο βασικές εθνοτικές ομάδες τους στην Ευρώπη, τους Ρομά και τους Σίντι) δεν μπόρεσαν και δεν μπορούν να τεκμηριώσουν το έγκλημα αυτό με αναλυτικά στοιχεία, με αποτέλεσμα, όχι μόνο να μην έχουν την θέση που δικαιούνται στο μαρτυρολόγιο της ναζιστικής θηριωδίας και στη συλλογική μνήμη, αλλά και να μην μπορούν να στοιχειοθετήσουν διεκδίκηση αποζημιώσεων.
Ωστόσο, η ιστορία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου γράφτηκε και με το δικό τους αίμα. Και ήταν πολύ αυτό. Οι πιο συντηρητικοί αριθμοί κάνουν λόγο για όχι λιγότερους από 200.000 νεκρούς, ενώ άλλοι υπολογισμοί θεωρούν ότι 800.000 θύματα είναι πιο κοντά στην τραγική αλήθεια. Σοβιετικές πηγές ανεβάζουν αυτόν τον αριθμό σε τουλάχιστον 1,5 εκ. ανθρώπους.
Ακόμη όμως και οι μικρότεροι αριθμοί αντιστοιχούν περίπου στην εξολόθρευση του 25% του προπολεμικού πληθυσμού τους στην Ευρώπη, χωρίς να συνυπολογιστούν οι απώλειες στο ευρωπαϊκό τμήμα της ΕΣΣΔ. Απείρως περισσότεροι φυλακίστηκαν, υπέστησαν καταναγκαστική εργασία και αναγκαστική στείρωση, αλλά και χρησιμοποιήθηκαν ως ανθρώπινα «πειραματόζωα» των νοσηρών ιατρικών πειραμάτων των ναζί.
Η… «τσιγγάνικη απειλή»
Οι άνδρες, οι γυναίκες και τα παιδιά των Ρομά και των Σίντι έγιναν για πρώτη φορά στόχοι μαζικών διώξεων, εκκαθαρίσεων και φυλακίσεων κατά την διαδικασία «καλλωπισμού» του Βερολίνου προκειμένου να φιλοξενήσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες το 1936. Αν και δεν πληρούσαν τα «κριτήρια» του ναζιστικού ιδεολογήματος της «Αρείας Φυλής», ωστόσο, για ένα διάστημα, οι ναζί ανθρωπολόγοι αναγνώριζαν στην γλώσσα τους «άρεια» καταγωγή. Την κατάσταση ήρθε να ξεκαθαρίσει ο μεγαλύτερος ναζί ευγονιστής, Χανς Γκίντερ, ο οποίος «τεκμηρίωσε» ότι οι Τσιγγάνοι ήταν «κατώτερο είδος» – αναλόγως όπως οι Σλάβοι σύμφωνα με την ναζιστική ανθρωπολογία – ανοίγοντας έτσι τον δρόμο προς τον αφανισμό τους.
‘Ετσι, με την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι διώξεις των Ρομά και των Σίντι εντατικοποιήθηκαν. Κλείστηκαν σε γκέτο, όπως αυτό του Λοτζ στην Πολωνία και σε στρατόπεδα συγκέντρωσης όπως το Νταχάου, το Μαουτχάουζεν και το Άουσβιτς-Μπίρκεναου. που είχε και ξεχωριστό «Τσιγγάνικο στρατόπεδο».
Όπως αναφέρει το hmd.org.uk, στις 26 Φεβρουαρίου του 1943 έγιναν οι πρώτες μεταγωγές Τσιγγάνων στο Άουσβιτς-Μπίρκεναου. Από τους 23.000 άνδρες, γυναίκες και παιδιά Ρομά και Σίντι που μεταφέρθηκαν εκεί, υπολογίζεται ότι οι 20.000 δολοφονήθηκαν.
Στις 15 Νοεμβρίου του 1943, ο αρχηγός των SS Χάινριχ Χίμλερ εξέδωσε μία διαταγή, με την οποία οι Τσιγγάνοι εξομοιώνονταν με τους Εβραίους. Αυτή ήταν μια τυπική επικύρωση μιας παράλληλης πορείας των Ρομά και των Σίντι στην Ευρώπη με εκείνη του εβραϊκού λαού. Τόσο οι Τσιγγάνοι όσο και οι Εβραίοι ήταν διαχρονικός ρατσιστικός στόχος και είχαν υποστεί διακρίσεις και συνέπειες προκαταλήψεων και μισαλλοδοξίας επί αιώνες. Οι ναζιστικοί, φυλετικοί Νόμοι της Νυρεμβέργης του 1935 που απαγόρευσαν τον γάμο μεταξύ των Εβραίων και των «Αρείων» και καθιέρωσαν την απώλεια δικαιωμάτων ιθαγένειας εφαρμόστηκαν επίσης στους Ρομά και Σίντι. Όπως συνέβη και με τα παιδιά των Εβραίων, έτσι τα παιδιά των Ρομά και των Σίντι δεν είχαν το δικαίωμα να φοιτήσουν στα δημόσια σχολεία και οι ενήλικες δεν μπορούσαν να βρουν δουλειά.
Ωστόσο, ο Χίμλερ είχε επεξεργαστεί πολύ νωρίτερα το σχέδιο του Αφανισμού. Στις 16 Μαΐου του 1938 εξέδωσε μία διαταγή προς τις διωκτικές αρχές του Βερολίνου, στην οποία περιελάμβανε και οδηγία για την καταπολέμηση της «τσιγγάνικης απειλής». Από εκείνη τη στιγμή ουσιαστικά δομείται ο μηχανισμός για τη δημιουργία των ψευδο-επιστημονικών εργαλείων, επιλεκτικών πογκρόμ και κράτησης στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, καθώς και η δημιουργία μιας κεντρικής μονάδας για τον συντονισμό των διωκτικών αρχών στην καταπολέμηση της «τσιγγάνικης απειλής» σε ολόκληρη τη χώρα και όλα τα διοικητικά επίπεδα. Στις 8 Δεκεμβρίου του 1938 αρχίζει να εφαρμόζεται και ο νόμος περί «τσιγγάνικης απειλής» στον οποίο αναφέρεται η «διευθέτηση του τσιγγάνικου ζητήματος στην βάση των φυλετικών αρχών».
Οι ναζί εφάρμοζαν εναντίον των Τσιγγάνων την ίδια τακτική που εφάρμοζαν και εναντίον των Εβραίων. Χαρακτηριστικά, το Φθινόπωρο του 1941, στις κατεχόμενες από τους ναζί περιοχές της ΕΣΣΔ ξεκίνησαν και οι μαζικές εκτελέσεις Τσιγγάνων. Οι Ναζιστικές Μονάδες Ειδικής Δράσης, Τάγματα Θανάτου ή, στα γερμανικά, τα Einsatzgruppen, εξολόθρευαν κάθε τσιγγάνικο καραβάνι που συναντούσαν στην προέλασή τους, αδιακρίτως, φυσικά, ηλικιών και φύλου.
Η πρώτη οργανωμένη εκκαθάριση Τσιγγάνων, με την εξολόθρευση ολόκληρων οικογενειών, έγινε από τα Einsatzgruppen στην Κριμαία, τον Δεκέμβριο του 1941. Ενώ, μεγάλος αριθμός μαζικών εκτελέσεων καταγράφηκε στην Ουκρανία.
Στις 2 Αυγούστου του 1944 εκκαθαρίστηκε το Zigeunerlager Αουσβιτς (το ειδικό στρατόπεδο συγκέντρωσης για τους Τσιγγάνους, με 2.897 Ρομά και Σίντι να δολοφονούνται στους θαλάμους αερίων και τους υπόλοιπους να στέλνονται στα στρατόπεδα συγκέντρωσης Buchenwald και Ravensbrück για καταναγκαστική εργασία.
Οι φασιστικές κυβερνήσεις της Ουγγαρίας, της Ρουμανίας και της Κροατίας – μέλη του Άξονα – με σημαντικούς πληθυσμούς Τσιγγάνων, συμμετείχαν ενεργά στο Ολοκαύτωμα εναντίον τους.
Ωστόσο, η τότε Δυτική Γερμανία αναγνώρισε μόλις το 1981 αυτή την μαζική θηριωδία, ενώ ο «Αφανισμός» μόλις τώρα γίνεται ευρύτερα γνωστός.
*Με πληροφορίες από hmd.org.uk, wikipedia.org, sansimera.gr