Όταν το 1978 ο Βασίλης Βασιλικός πρωτοδημοσίευσε «Τα καμάκια», τα οποία κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Στερέωμα, η Ελλάδα ζούσε σε μιαν εντελώς διαφορετική εποχή. Λίγα μόλις χρόνια μετά την πολιτική τομή του 1974 (το γεγονός επιτρέπει στον συγγραφέα να προχωρήσει και σε κάποια παιχνίδια πολιτικής φαντασίας), όπως και με μια οικονομία που χωρίς να ανθεί ακριβώς, δεν είχε κανένα από τα σημερινά χαρακτηριστικά της, η χώρα βάσιζε πολλά, όπως και τώρα, στον τουρισμό της.
Μέρος αναπόσπαστο του τουρισμού υπήρξαν και τα πολυσυζητημένα τότε «καμάκια»: οι νεαροί που πλεύριζαν στους τόπους των διακοπών τις ξένες (όχι μόνο τις μεσόκοπες, αλλά κάθε ηλικία) με σκοπό να περάσουν καλά μερικές μέρες μαζί τους, όπως και να ευεργετηθούν από τη γαλαντομία τους. Η αφήγηση του Βασιλικού εστιάζεται στο Ναύπλιο και στην ευρύτερη περιοχή της Αργολίδας, φτάνοντας μέχρι και μια στρατιωτική μονάδα του Έβρου, όπου τα «καμάκια» από την Πελοπόννησο έχουν κληθεί να προσφέρουν εκτάκτως τις υπηρεσίες τους.
Είναι αλήθεια πως το βιβλίο είχε κάπως παρεξηγηθεί στα χρόνια του – θεωρήθηκε ότι ο Βασιλικός έπλεκε στις σελίδες του το εγκώμιο των τυχάρπαστων εραστών και πως εξυμνώντας τις σεξουαλικές τους επιδόσεις, υποτιμούσε απερίφραστα το γυναικείο φύλο: ένας ακόρεστος ερωτικά πληθυσμός που έσπευδε να ικανοποιήσει με το κατάλληλο αντίτιμο τις ορέξεις των ντόπιων νεαρών. Διαβάζοντας τα «Καμάκια» ακριβώς σαράντα χρόνια μετά την αρχική τους έκδοση, οι εντυπώσεις μοιάζουν πολύ διαφορετικές. Καταρχάς επειδή οι Έλληνες ερωτιδείς δεν παρουσιάζονται ως εξημμένοι παλικαράδες ούτε ως άτεγκτα αρσενικά και στυγνοί εκμεταλλευτές. Εκείνο που αναδεικνύει ο Βασιλικός, διαγράφοντας την ψυχολογία τους, είναι πρωτίστως η αδύναμη πλευρά τους. Προσπερνώντας την έπαρση και την καυχησιολογία τους με κάποιες ειρωνικές πινελιές, επιμένει περισσότερο στις οικονομικές ανάγκες οι οποίες τους σπρώχνουν στο κυνήγι της ερωτικής περιπέτειας: ανάγκες που ακόμα κι αν ικανοποιηθούν πλουσιοπάροχα, δεν μπορούν να αλλάξουν την ούτως ή άλλως στερημένη και μίζερη ζωή τους.
Δεν πρόκειται όμως μόνο για τους άνδρες αλλά και για τις γυναίκες. Οι τελευταίες καταφθάνουν στην Ελλάδα με μοναδική τους προσδοκία μιαν εφήμερη (και εν πολλοίς αθώα) χαλάρωση, δίχως να περιμένουν τίποτε παραπάνω από τους συντρόφους τους. Και θα πρέπει εκ παραλλήλου να δούμε την ανθρωπιά που αποκαλύπτουν με τη στάση τους όλοι οι πρωταγωνιστές, αρσενικοί και θηλυκοί: άλλοτε διψασμένοι για μιαν αληθινή αγάπη που κατά τα φαινόμενα δεν θα προκύψει ποτέ, άλλοτε τρομαγμένοι μπροστά στο ενδεχόμενο του θανάτου, άλλοτε αφημένοι στα όνειρά τους που θα αρχίσουν να αποκτούν σάρκα και οστά μόνο όταν οι προσωρινές χαρές θα έχουν τελειώσει. Στα επιλεγόμενα της επανέκδοσης ο Δημήτρης Φύσσας γράφει πως μεταξύ άλλων ο Βασιλικός αποδεικνύεται με τα «Καμάκια» και χρονογράφος του καιρού του. Και πράγματι η κοινωνία της μεταπολίτευσης δίνει εδώ δυναμικά το παρών: από το κλίμα της επιστράτευσης, που αποτέλεσε την τελευταία πράξη της χούντας, και τη διάχυτη υπερπολιτικοποίηση της περιόδου μέχρι την καθημερινότητα της επαρχίας, τα διαφημιστικά σποτ και τους τρόπους διασκέδασης.
Tου Βαγγέλη Χατζηβασιλείου
ΑΠΕ