Κόσμος

Τζέιν Ντίγκμπι, η μούσα του Όθωνα και του πατέρα του – Η περιπετειώδης ζωή μίας αριστοκράτισσας

«Η Ιάνθη είναι μία υπέροχη ενσάρκωση της δύναμης και της υγείας. Είναι ψηλή και σβέλτη χωρίς να είναι αδύνατη. Αν η μέση της ήταν λίγο πιο λεπτή, θα ήταν αδύνατο να βρεις γυναίκα πιο καλοκαμωμένη. Τα πόδια και τα χέρια της φανερώνουν αριστοκρατική καταγωγή· οι γραμμές του προσώπου της έχουν μία απίστευτη καθαρότητα. Έχει μεγάλα γαλάζια μάτια, βαθιά σαν τη θάλασσα· όμορφα καστανά μαλλιά με διάσπαρτες πινελιές ενός τόνου πιο ζεστού· όσο για τα δόντια της, ανήκει σε εκείνη την ελίτ του αγγλικού έθνους που έχει μαργαριτάρια στο στόμα και όχι πλήκτρα πιάνου…»

Αθήνα, καταχείμωνο του 1853. Ο Γάλλος συγγραφέας και ακαδημαϊκός Εντμόντ Αμπού, εκστασιασμένος, περιγράφει τα κάλλη του θηλυκού, που μόλις έχει συναντήσει στο σαλόνι της δούκισσας της Πλακεντίας. Παρότι όχι στην πρώτη νιότη της, η γυναίκα απέναντί του είναι ένας ακριβής καμβάς αναγεννησιακής αισθητικής. Το κομψό φόρεμά της κρύβει όλες τις υποσχέσεις ενός χαριτωμένου καμπύλου κορμιού, που αναπαύεται στη μια γωνιά του καναπέ. Του είναι αδύνατο να μη φανταστεί τις καλοσχηματισμένες γάμπες της κάτω από τις πτυχώσεις του ταφταδένιου ποδόγυρου, να μην προσέξει τις αέρινες κινήσεις των λευκών δαχτύλων της, όταν μιλά. Ξέρει ήδη πώς να περιγράψει τις λεπτομέρειες του προσώπου της… «Η όψη της έχει διατηρήσει αυτήν τη λευκότητα του γάλακτος που δεν ευδοκιμεί παρά μόνο στην ομίχλη της Αγγλίας· αλλά με την παραμικρή συγκίνηση παίρνει χρώμα. Θα έλεγε κανείς πως το λεπτό και διάφανο αυτό δέρμα δεν είναι παρά ένα πλέγμα όπου έχουν φυλακιστεί τα πάθη…»

Ο Αμπού γνωρίζει τα πάθη της γυναίκας. Άλλωστε, η ομορφιά της έχει ταξιδέψει ανά την Ευρώπη και η φήμη της έχει σκανδαλίσει τα σαλόνια των τιτλούχων, και μη, της εποχής. Στην Ελλάδα βρίσκεται χάριν ενός παθιασμένου έρωτα. Από αυτήν τη σχέση ξεκινάει ο γερός μίτος που τη δένει με την Αθήνα. Αλλά υπάρχει και κάτι ακόμη που τη δένει με την Ελλάδα. Ο πάλαι ποτέ εραστής της, Λουδοβίκος Α’ της Βαυαρίας. Ο πατέρας του Όθωνα. Ο Λουδοβίκος είναι αυτός που την έχει «βαφτίσει» Ιάνθη, επειδή, κατά τον μύθο, η Ιάνθη ήταν μία γυναίκα τόσο όμορφη, που όταν πέθανε, οι θεοί «έπνιξαν» το μνήμα της στα μενεξεδιά λουλούδια. Ο ίδιος έχει δώσει και την εντολή στον ζωγράφο της Αυλής να φιλοτεχνήσει και να τοποθετήσει το πορτρέτο της στην Πινακοθήκη των Καλλονών των ανακτόρων.

Η Ιάνθη του Λουδοβίκου είναι η Αγγλίδα αριστοκράτισσα Τζέιν Ελίζαμπεθ Ντίγκμπι (Jane Elisabeth Digby) και όταν φτάνει στην Ελλάδα είναι μία γυναίκα που βαδίζει στην πέμπτη δεκαετία της ζωής της και μετρά ήδη αρκετές παθιασμένες σχέσεις, τρεις αποτυχημένους γάμους και έξι τέκνα από τα οποία τα μισά είναι εν ζωή.

Ο βίος της είναι περιπετειώδης. Η ζωή της επικεντρώνεται σε μία αγωνιώδη αναζήτηση του έρωτα. Ερωτεύεται αδιακρίτως με πάθος και γι’ αυτό της αποδίδουν έναν τίτλο ίσως υποτιμητικότερο και από εκείνον της πόρνης. «Είπαν ότι ήταν νυμφομανής. Δεν ήταν! Η Τζέιν δεν χρησιμοποίησε ποτέ τη γοητεία της για να κερδίσει ηδονή, πλούτο ή εξουσία. Ήταν μία γυναίκα όμορφη, ευγενής, καλλιεργημένη, μιλούσε εννέα γλώσσες, ίππευε θαυμάσια. Αλλά ήταν συναισθηματικά ευάλωτη. Ήταν ιδιαίτερα ευφυής σε όλα, εκτός από τα ζητήματα της καρδιάς», θα γράψει στις αρχές του 20ού αιώνα μία από τις βιογράφους της, η Μάργκαρετ Φοξ Σμιτ (Margaret Fox Schmidt).

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΗΤΑΝ ΜΙΑ ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑ, ΠΟΥ ΑΝΑΖΗΤΟΥΣΕ ΤΟ ΤΑΙΡΙ ΤΗΣ…

Η Τζέιν είναι γεννημένη (1807) και μεγαλωμένη στο αριστοκρατικό περιβάλλον θρύλων της βρετανικής ιστορίας. Είναι η μοναχοκόρη της λαίδης Τζέιν Ελίζαμπεθ Κόουκ (Jane Elisabeth Coke) και του ναυάρχου του βασιλικού ναυτικού, ήρωα της ναυμαχίας του Τραφάλγκαρ, σερ Χένρι Ντίγκμπι (Ser Henry Digby). Παππούς της είναι ο Τόμας Κόουκ (Thomas Coke), 1ος κόμης του Λέστερ, πολιτικός και ισχυρός γαιοκτήμονας με έδρα τον παράδεισο του Χόουκαμ Χολ (Holkham Hall) στο Νόρφολκ, όπου εκείνη περνά τα παιδικά χρόνια της μαζί με τα ξαδέρφια της και τους δύο μικρότερους αδελφούς της.

Αντίθετα από τις συνήθειες της εποχής, εκπαιδεύεται όπως τα αγόρια. Έχει έφεση στη μάθηση και τις ξένες γλώσσες, αλλά είναι και παιδί τολμηρό, ζωηρό με ιδιαίτερο ταλέντο στην ιππασία. Για πολλές ώρες απομονώνεται, περιφερόμενη στη φύση με το άλογό της. Έφηβη πια, σε μία… εκ βαθέων συζήτηση με τον παππού της, ο οποίος ευελπιστεί να της παραδώσει τη σκυτάλη της πολιτικής, του εξομολογείται ότι η μία και μόνη φιλοδοξία της είναι να πυροβολήσει φασιανό από τη σέλα του αλόγου της, που θα βρίσκεται σε πλήρη καλπασμό!

Ο χρόνος, πάντως, θα δείξει ότι η τύχη της δεν βρίσκεται ούτε στη μόρφωση ούτε στους τίτλους ούτε στα ταλέντα της. Η Τζέιν είναι τόσο όμορφη, που μόλις στα 16 της, με την πρώτη επίσημη εμφάνισή της στην αυλή του βασιλιά Γεωργίου Δ’ καθηλώνει τα βλέμματα αρσενικών και θηλυκών. Η κόρη του Ντίγκμπι «κλέβει» τις εντυπώσεις και από τον ήρωα μπαμπά και από τον πανίσχυρο παππού της. Λίγους μήνες μετά την εμφάνισή της στο ανάκτορο, δέχεται την πρόταση γάμου του Έντουαρντ Λο, 1ου κόμη του Ελένμπορο (Edward Law, 1st Earl of Ellenborough), διακεκριμένου πολιτικού του Κόμματος των Συντηρητικών, καλοβαλμένου και καρδιοκατακτητή. Κολακευμένη η νεαρή, δέχεται. Ένας επιτυχημένος άνδρας της πολιτικής δηλώνει ερωτευμένος μαζί της. Η σχέση ευλογείται με τα ιερά δεσμά το 1824, όταν εκείνη είναι 17 κι εκείνος 34 χρόνων. Αλλά ο Έντουαρντ είναι πολυάσχολος. Απουσιάζει συχνά από το σπίτι και η Τζέιν πλήττει. Όταν κάποτε διαπιστώνει ότι δεν είναι η μόνη στο κρεβάτι του, καταλαβαίνει ότι ο γάμος της έχει πια τελειώσει. Είναι μόλις 20 χρόνων και καθόλου διατεθειμένη να υπομείνει στωικά τις απιστίες του συζύγου της, όπως κάνουν οι σύγχρονές της.

«Το να με αγαπούν είναι για εμένα σαν τον αέρα που αναπνέω», γράφει στο ημερολόγιό της και καταφεύγει στη συντροφιά του αγαπημένου της εξαδέλφου από τον οποίο σύντομα μένει έγκυος σε έναν γιο, τον Άρθουρ, που θα «χρεωθεί» στον σύζυγο. Ο Λο γνωρίζει τα πάντα, αλλά λίγο οι δικές του… πομπές, λίγο και η θέση του στην πολιτική σκηνή, το σκάνδαλο κουκουλώνεται. Έπειτα, ένα διαζύγιο αυτήν την εποχή είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να συμβεί στην καλή κοινωνία. Αλλά εκείνη είναι πολύ νέα, πολύ αυθόρμητη, πολύ ανεξάρτητη και ασφυκτιά. Θέλει να αποδεσμευτεί, αλλά οι γονείς της την αποτρέπουν.

Τον Μάιο του 1828, σε μία από τις κοσμικές βραδιές της πριγκίπισσας Τερέζας (Theresa), συζύγου του αυστριακού πρέσβη στην Αγγλία, πρίγκιπα Πολ Άντον Έστερχαζι, (Paul Anton Esterhazy) γνωρίζει τον 27χρονο στρατιωτικό ακόλουθο του πρέσβη, πρίγκιπα του Σβάρτσενμπεργκ της Βοημίας, Φέλιξ Λούντβιχ Γιόχαν (Felix Ludwig Johann prinz zu Schwarzenberg) και τον ερωτεύεται με την πρώτη ματιά. Σχεδόν αμέσως γίνονται εραστές. Ο ενθουσιασμός της για τον νεαρό διπλωμάτη και η οργή της για τον χαμένο χρόνο της στο πλευρό του Λο, την ωθεί κάποτε στην πιο παράτολμη κίνηση της ζωής της. Διαδίδει την εξωσυζυγική σχέση της!

«Μια ωραία πρωία το κάνει βούκινο σε ολόκληρο το Ηνωμένο Βασίλειο, “είμαι η ερωμένη του πρίγκιπα Σβάρτσενμπεργκ!”, σκανδαλίζοντας όλες τις αντίστοιχα άπιστες συζύγους της καλής κοινωνίας και κάνοντας τους άνδρες της αγγλικής φρουράς να κοκκινίσουν ως τις ρίζες των μαλλιών τους!», περιγράφει σκωπτικά ο Εντμόντ Αμπού.

Σε μία ύστατη προσπάθεια να κρατήσει τα προσχήματα και να καθαρίσει την… κηλιδωμένη τιμή του, ο Λο αποδίδει τη συμπεριφορά της συζύγου του στην απελπισία της για την κλονισμένη υγεία του γιου τους. Η τελευταία σταγόνα στο γεμάτο ποτήρι πέφτει όταν εκείνη αποφασίζει να ταξιδέψει με τον μικρό Άρθουρ για λίγες ημέρες στο Μπράιτον, όπου «το κλίμα είναι ξηρό και υγιεινό και θα λειτουργήσει θετικά στα αναπνευστικά προβλήματα του παιδιού». Ένας σερβιτόρος του ξενοδοχείου, στο οποίο έχει καταλύσει, αντιλαμβάνεται τον πρίγκιπα του Σβάρτσενμπεργκ να τρυπώνει στη σουίτα της σε ύποπτη ώρα και το βγάζει παράρτημα…. Ο Λο φροντίζει να φτάσει η είδηση ίσαμε την αυστριακή πρεσβεία, που με τη σειρά της «τραβάει το αφτί» του νεαρού επιτετραμμένου της και τον καλεί να επιστρέψει στην Αυστρία. Ο Φέλιξ παρατάει τη Τζέιν έγκυο τριών μηνών και φεύγει. Μόλις έχει κερδίσει και τον τίτλο του «πρίγκιπα του βασιλείου των παλιανθρώπων»…

«Όταν η Τζέιν πίστεψε ότι ο λόρδος την απατούσε, τον άφησε και έπεσε στην αγκαλιά του αυστριακού πρίγκιπα. Αμέσως, ξέσπασε σκάνδαλο. Ο σύζυγός της, μη ανεχόμενος την απιστία της γυναίκας του, κατέθεσε αγωγή διαζυγίου. Ταυτόχρονα, ζήτησε την ανάκληση του Σβάρτσενμπεργκ, ο οποίος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το Λονδίνο….», θα καταθέσει αργότερα η βιογράφος της Ντίγκμπι, Μέρι Λόβελ (Mary S. Lovell), της οποίας η καταγραφή θεωρείται η πλέον αξιόπιστη, καθώς περιλαμβάνει και αποσπάσματα του ημερολόγιου της Τζέιν.

Η Τζέιν αποκτά πια το πολυπόθητο διαζύγιο, αλλά και μία γερή οικονομική ενίσχυση, που της παρέχει ο Λο, σε εξαργύρωση (προφανώς) των ενοχών του για τη δική του άστατη ζωή. Όμως, το αυστηρό βρετανικό περιβάλλον είναι πια πολύ βαρύ για εκείνη, που εν τω μεταξύ έχει γεννήσει τη Ματθίλδη Σβάρτσενμπεργκ (Mathilde Schwarzenberg) και ταξιδεύει στην Ελβετία, όπου βρίσκεται τώρα ο πρίγκιπας της καρδιάς της. Θέλει να τον συναντήσει, παρ’ ότι εκείνος την εγκατέλειψε στα δύσκολα. Αφήνει πίσω της τον μικρό Άρθουρ, που όμως δεν θα τα καταφέρει. Πεθαίνει πριν καλά-καλά κλείσει το δεύτερο έτος της ζωής του.

Η επανασύνδεσή της με τον πρίγκιπα θα φέρει στον κόσμο ακόμη έναν καρπό του έρωτά τους, τον Φέλιξ (Felix) τον νεότερο, αλλά η τύχη και αυτού του παιδιού θα είναι κακή. Βρέφος ακόμη, αποδημεί. Κουβαλώντας το βάρος δύο χαμένων καρπών της και την απελπισία από την άρνηση του πρίγκιπα να την παντρευτεί, καθώς, όπως ευθαρσώς τής δηλώνει, δεν προτίθεται να θυσιάσει την καριέρα του για έναν γάμο, η Τζέιν τα μαζεύει και φεύγει, αφήνοντας τη Ματθίλδη στην οικογένεια του πατέρα της.

Τα βήματά της τη βγάζουν στο Μόναχο. Παρά τις δυσκολίες της ζωής της, είναι ακόμη νέα, δροσερή και προπάντων εκθαμβωτικά όμορφη. Είναι λαίδη (ο τίτλος, που έχει αποκτήσει από τον γάμο της με τον Λο, δεν αίρεται με το διαζύγιο) και ανοικτή σε ένα νέο αίσθημα που θα της προσφέρει παρηγορητική αγκαλιά. Κινείται στα σαλόνια της υψηλής κοινωνίας και κυρίως στο παλάτι του Λουδοβίκου Α’, που μένει γοητευμένος από την πρώτη συνάντησή τους.

Μαρτυρίες της εποχής κάνουν λόγο για «πάθος που δεν κρύβεται». Η Τζέιν γίνεται μόνιμη θαμών των ανακτόρων, αλλά αυτή η σχέση ασφαλώς δεν μπορεί να έχει μέλλον. Σε κάποιον χορό των ανακτόρων γνωρίζει τον βαρόνο Καρλ φον Βένινγκεν (Karl Theodor Herbert von Venningen – Ullner), τον οποίο παντρεύεται. Ο γιος τους, Φράιχερ Φίλιπ Άντον (Freiherr Philip Anton), έρχεται στον κόσμο το 1833 σε κάποιο ταξίδι τους στο Παλέρμο και η κόρη τους, Μπέρθα (Bertha), τον επόμενο κιόλας χρόνο στο Μάινχαιμ. Οι κακές γλώσσες λένε ότι η Μπέρθα είναι παιδί του Λουδοβίκου…

ΜΙΑ ΘΟΡΥΒΩΔΗΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΤΟΥ ΟΘΩΝΑ

Η ζωή με τον βαρόνο είναι για την Τζέιν από ήρεμη έως βαρετή. Το μεγάλο πρόβλημά της είναι ότι δεν τον ερωτεύτηκε ποτέ, παρά τις αγωνιώδεις δικές του προσπάθειες να κατακτήσει την καρδιά της. Ώσπου σε κάποιον χορό μεταμφιεσμένων στο Μόναχο συναντά έναν ζωηρό Έλληνα, που της κλέβει αμέσως την καρδιά. Εκείνος, ο 24χρονος κόμης, Σπύρος Θεοτόκης, είναι γόνος μίας οικογένειας Κερκυραίων ευγενών και έχει εμφανιστεί στον χορό φορώντας τη φορεσιά της πατρίδας του και εντυπωσιάζοντας την 33χρονη Τζέιν.

Ο νεαρός κόμης, όπως όλοι οι κληρονόμοι εκείνου του τόπου, δεν κατέχει παρά ένα όμορφο όνομα κι ένα χαριτωμένο παρουσιαστικό· φοράει, όμως, με τόση κομψότητα το ελληνικό φέσι και την παραδοσιακή φουστανέλα, που η Ιάνθη συνειδητοποιεί αμέσως πόσο άσχημοι είναι οι Γερμανοί…, περιγράφει ο Αμπού.

Η σχέση τους είναι θυελλώδης. Κατά τις επιταγές της εποχής, ο βαρόνος καλεί τον νεαρό αντεραστή σε μονομαχία και χάνει. Η Τζέιν αφήνει τα παιδιά της στην οικογένεια του Καρλ και φεύγει με τον αγαπημένο της (στο ημερολόγιό της θα εξομολογηθεί κάποτε πως δεν αγάπησε τις κούκλες, δεν αγάπησε και τα παιδιά, τόσο όσο τα ζώα). Σύντομα θα φέρει στον κόσμο και το δικό του παιδί, τον Λεωνίδα. Την άνοιξη του 1841 το ζεύγος δένεται με τα δεσμά του γάμου στη Μασσαλία και όλοι μαζί μετακομίζουν στο κτήμα της οικογένειας Θεοτόκη, στους Δουκάδες της Κέρκυρας. Η Τζέιν είναι ευτυχισμένη. Οι Έλληνες τη γοητεύουν, ο τόπος την ενθουσιάζει. Φτιάχνει έναν υπέροχο κήπο κατά τα αγγλικά πρότυπα και διακοσμεί το σπίτι κατά τα γαλλικά.

«Το σπίτι τους είναι μονίμως ανοικτό. Οι δυο τους είναι πολύ κοινωνικοί και δίνουν διαρκώς δεξιώσεις. Είναι ένα ταιριαστό ζευγάρι. Αγαπούν τα άλογα και ιππεύουν για ώρες εξερευνώντας το νησί. Μερικές φορές κυκλοφορούν με μία κομψή ιππήλατη άμαξα. Ο Σπύρος φαντάζει επιβλητικός μέσα στην ολόλευκη φουστανέλα του, καθισμένος συνήθως πλάι στον αμαξά», περιγράφει η τρίτη εκ των βιογράφων της Τζέιν, Ε. Μ. Όντι (E.M. Oddie).

Το 1843, ο Σπύρος καλείται ως ακόλουθος στην αυλή του Όθωνα, στην Αθήνα. Η οικογένεια Θεοτόκη ξεσπιτώνεται. Η Τζέιν γνωρίζει τη δεύτερη πατρίδα της. Λατρεύει την Αθήνα, αλλά εδώ ανακαλύπτει και τις απιστίες του αγαπημένου συζύγου της. Αυτήν τη φορά δεν θα θρηνήσει, δεν θα μετοικίσει. Ζητεί από τον αρχιτέκτονα Σταμάτη Κλεάνθη να της χτίσει μία κατοικία στην οδό Σωκράτους. Αυτό το εντυπωσιακό μέγαρο (μετά την κατεδάφισή του, το 1958, χτίστηκε στη θέση του το ξενοδοχείο Ambassadeur, που αργότερα στέγασε το Εφετείο) γίνεται το καταφύγιό της. Δεξιώνεται κόσμο, γνωρίζει καινούργιους ανθρώπους, ανανεώνει τη ζωή της. Η Αθήνα κλείνει, ήδη, δεκαετία ως πρωτεύουσα και γίνεται όλο και πιο όμορφη, όλο και πιο κοσμική. Οι Αθηναίοι έχουν καλοδεχθεί τη Τζέιν, αλλά εκείνη δεν αργεί να πυροδοτήσει ένα νέο σκάνδαλο.

Έχοντας κερδίσει προηγουμένως την καρδιά του βασιλιά της Βαυαρίας, Λουδοβίκου Α’, τώρα γοητεύει και τον γιο του, βασιλιά της Ελλάδας, Όθωνα. Λίγο πριν διαβεί το κατώφλι της πέμπτης δεκαετίας της ζωής της, η Τζέιν συνδέεται με τη φήμη, που τη θέλει ερωμένη του 30χρονου Όθωνα. Αρνούμενη να αποδεχθεί τις απιστίες του συζύγου της και μάλιστα με την πάλαι ποτέ ερωμένη του πεθερού της, η Αμαλία διαγράφει τη Τζέιν από τη λίστα των επίσημων καλεσμένων του παλατιού. Αλλά η πέτρα του σκανδάλου ουδόλως θορυβείται από αυτό. Εκείνο που εξακολουθεί να την ενοχλεί είναι ο μίτος που την κρατάει δεμένη με τον Θεοτόκη και πρέπει να τον κόψει. Το 1846 παίρνει τον 6χρονο, πια, γιο της και ταξιδεύει για τη Γαλλία, όπου πρόκειται να συναντήσει τη μητέρα της. Εκεί, ωστόσο, την περιμένει ακόμη ένα σκληρό χτύπημα της μοίρας. Παίζοντας στην άκρη της σκάλας, ο Λεωνίδας πέφτει και προσγειώνεται νεκρός στα πόδια της μητέρας του!

Η Τζέιν επιστρέφει στην Αθήνα αποφασισμένη να αποδεσμευτεί διά παντός από τον Θεοτόκη και να δυσφημίσει την Αμαλία, που την έχει αποκλείσει από τις κοσμικότητες του παλατιού. Μετατρέπει το σπίτι της σε αντιβασιλικό «άντρο» και συσφίγγει διαρκώς τις σχέσεις της με τη δούκισσα της Πλακεντίας, που διαβάλλει συστηματικά τον Όθωνα. Μυημένη, δε, στα ταξίδια, ξεχύνεται να εξερευνήσει την Ελλάδα. Αλλά φτάνοντας κάποτε στη Λαμία, γνωρίζει τον φρούραρχο της πόλης, ήρωα του πολέμου της Ανεξαρτησίας και, όπως παραστατικά περιγράφει ο Αμπού, από εκείνους που είναι ανάμεσα σε στρατιώτη και κλέφτη και που η κυβέρνηση αναγκάζεται να προσλάβει για να μη χρειαστεί να τους κόψει το κεφάλι…

Ο ήρωας της πατρίδας γίνεται και ήρωας της Τζέιν. Το όνομά του είναι Χριστόδουλος Χατζηπέτρος και εκείνη αποφασίζει να ακολουθήσει τη ζωή του. Η ντελικάτη γυναίκα ζει στο βουνό, κοιμάται στο ύπαιθρο πλάι σε σκληρόπετσους στρατιώτες, τρώει με τα χέρια, νιώθει ελεύθερη κι ευτυχισμένη. Αλλά όταν η είδηση της ιδιότυπης σχέσης κυκλοφορεί στην Αθήνα και φτάνει στα αφτιά της Αμαλίας, ο εραστής Χατζηπέτρος αποκαθηλώνεται από φρούραρχος και σπεύδει να δικαιολογηθεί στη βασίλισσα με μία επιστολή, ουδόλως κολακευτική για τον ίδιο και τη Τζέιν: «… δεν το κάνω καθόλου από έρωτα, αλλά από συμφέρον. Είναι πλούσια και είμαι φτωχός· έχω μία θέση που πρέπει να κρατήσω και παιδιά να μεγαλώσω…»!

Παρά την ταπεινωτική… απολογία του ο Χατζηπέτρος παραμένει αποκαθηλωμένος και αναγκάζεται να επιστρέψει στην Αθήνα μετά της «πλουσίας» ερωμένης του, η οποία βρίσκει ερμητικά κλειστές όλες τις πόρτες της, κατά τα λοιπά βαθιά υποκριτικής, καλής κοινωνίας. Μόνο η πόρτα της δούκισσας της Πλακεντίας μένει ανοικτή, λίγο από οίκτο, πολύ από αντιβασιλική διάθεση κι ακόμη πιο πολύ από μία ιδιοτροπία να… περιθάλπει τους κοινωνικώς καταφρονεμένους. Η Τζέιν συνεχίζει απτόητη τη σχέση της με τον Έλληνα ευπατρίδη, αλλά και αυτό το κεφάλαιο της καρδιάς της θα κλείσει διά παντός με μία απιστία και δη άκομψη… Τον πιάνει στο κρεβάτι της με την καμαριέρα και τους πετάει και τους δυο έξω από το σπίτι!

ΑΠΟ ΤΑ ΑΝΑΚΤΟΡΑ ΤΗΣ ΔΥΣΗΣ ΣΤΙΣ ΣΚΗΝΕΣ ΤΩΝ ΒΕΔΟΥΙΝΩΝ – ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ, ΑΝΟΘΕΥΤΟΣ ΕΡΩΤΑΣ!

Προδομένη για άλλη μία φορά, ξεχύνεται να γνωρίσει τόπους που δεν γνώρισε, αναζητώντας ταυτόχρονα ένα νέο, αραβικό άλογο για τις ιππευτικές ανησυχίες της.

Αυτήν τη φορά, κατευθύνεται προς την ανατολή. Πλησιάζοντας τη Βηρυτό, γράφει στο ημερολόγιό της: «Μισή ντουζίνα τόποι σαν τη Βηρυτό να υπάρχουν, ο κόσμος πρέπει να είναι πολύ πλούσιος σε ομορφιά!». Στην έρημο έξω από τη Συρία, συναντά ένα καραβάνι βεδουίνων και ρωτά αν έχουν κάποιο άλογο να της πουλήσουν. Ο νεαρός σεΐχης της φυλής, Μετζουέλ ελ Μεζράμπ (Sheikh Medjuel el Mezrab), της λέει ότι έχει αυτό που θέλει, αλλά το ζώο είναι ατίθασο και ο ίδιος δεν μπορεί να το δαμάσει. Εκείνος είναι ένας 26χρονος βεδουίνος κι εκείνη μία 46χρονη δυτική αριστοκράτισσα. Το λευκό δέρμα και τα γαλάζια μάτια της καθηλώνουν τον φύλαρχο, που τη φλερτάρει διακριτικά. Από τη στιχομυθία των δύο, την οποία θα μεταφέρει αργότερα ο Αμπού, προκύπτει ότι η Τζέιν έχει γοητευτεί από την πολιορκία του νεαρού βεδουίνου, ξεκαθαρίζοντάς του, ωστόσο, εξαρχής ότι δεν θα δεχθεί το καθεστώς πολυγαμίας, που του επιτρέπει να συντηρεί ακόμη τρεις συζύγους.

«Οι γυναίκες της πατρίδας μου είναι πολύ περήφανες για να μοιραστούν την καρδιά ενός άνδρα», του λέει και παρά τις αρχικές αντιρρήσεις του τον πείθει. Τότε κι εκείνη του προσφέρει την καρδιά της. Αλλαξοπιστεί, τον παντρεύεται και παίρνει το όνομά του. Είναι πια η Τζέιν Ελίζαμπεθ Ντίγμπι ελ Μεζράμπ και η ζωή της αλλάζει άρδην. Φοράει κελεμπία, τον μισό χρόνο ζει στη Δαμασκό και τον άλλο μισό ταξιδεύει με τα καραβάνια στην έρημο και κοιμάται σε σκηνές, φτιαγμένες από τρίχες κατσίκας. Για τον αραβικό κόσμο, που την αγκαλιάζει με θέρμη, είναι η «μητέρα του γάλακτος», χάριν της ωχρότητας του δέρματός της.

Η Τζέιν έχει βρει πια την ευτυχία στο πρόσωπο του νεαρού άνδρα που θα τη σεβαστεί, θα την αγαπήσει βαθιά και θα της κλείσει τα μάτια ύστερα από 28 χρόνια ανέφελου έγγαμου βίου. Στα 74 της, η περιπλανώμενη πριγκίπισσα θα αναπαυθεί στο Προτεσταντικό Κοιμητήρι της Δαμασκού και στο μάρμαρο που θα τη σκεπάσει, στη θέση του ποδιού της, θα τοποθετηθεί ένα ροζ κομμάτι ασβεστόλιθου από την Παλμύρα, την πόλη που αγάπησε τόσο πολύ…

Η περιπετειώδης αναζήτηση της Τζέιν Ντίγκπμι από τη Δύση ίσαμε την Ανατολή θα εμπνεύσει συγγραφείς και σεναριογράφους. Στην «ανθρώπινη κωμωδία» του, έργο εμπνευσμένο από τη ζωή της Τζέιν, ο Μπαλζάκ θα τη χαρακτηρίσει «ανεμοστρόβιλο της ερήμου». Ένας ανεμοστρόβιλος που -εντέλει- εκεί γεννήθηκε κι εκεί έσβησε…

Της Τόνιας Α. Μανιατέα/ΑΠΕ

Back to top button