Καστοριά

Ο Στάθης Μασκαλίδης για το βιβλίο του Πέτρου Κασιμάτη “Αλέξανδρος Υψηλάντης – Ο Τελευταίος Πρίγκιπας”

Αλέξανδρος Υψηλάντης – Ο Τελευταίος Πρίγκιπας.
Ένας άντρας που αγάπησε την πατρίδα του περισσότερο από την ίδια του τη ζωή, και που πρόθυμα θα τη θυσίαζε, κάθε στιγμή, σ’ αυτήν.
Όταν κράτησα για πρώτη φορά το βιβλίο στα χέρια μου, όπως κάνω πάντα, το έφερα κοντά στη μύτη μου και δοκίμασα να πάρω τη μοναδική αυτή μυρωδιά που αναδύεται από τη χημική διάσπαση των ενώσεων του χαρτιού. Η αλήθεια είναι πως τα βιβλία, τώρα πια, δεν φέρνουν στα ρουθούνια τη μαγική εκείνη οσμή που ο σπουδαίος Θαφόν ήθελε κάποτε να εμφιαλώσει, μια μυρωδιά που εμένα προσωπικά πολύ μου αρέσει. Το απομάκρυνα λιγάκι και εστίασα στο εξώφυλλό του. Έχει την εικόνα του Αλέξανδρου Υψηλάντη, που βλέπει κάπου με προσήλωση. Κοιτάζει με εκείνο το τόσο εκφραστικό βλέμμα που δεν μπορεί παρά να σου αποσπάσει την προσοχή.
Ανυπομονώντας να διεισδύσω στα ενδότερα του βιβλίου, να μου αποκαλύψει τα δικά του μυστικά, αρχίζω να διαβάζω. Από τις πρώτες σελίδες ακόμα, δεν σας κρύβω πως χάθηκα στη μαγεία της ανάγνωσης και με έναν τρόπο εντυπωσιακό, επιδέξιο, είδα με τα μάτια του συγγραφέα, τη ζωή του Αλέξανδρου Υψηλάντη. Κατακλύστηκα από εικόνες, από χρώματα, μα πιο πολύ καθηλώθηκα από το ψυχογράφημα, έτσι όπως μας παρουσιάζεται, του σπουδαίου αυτού άντρα.
Περίτεχνα, μέσα από ιστορικά ντοκουμέντα, από εξομολογήσεις ανθρώπων που γνώρισαν τον Υψηλάντη αλλά και την ευφάνταστη αφήγηση του συγγραφέα, που αξιοποιεί ιδεατά τη μυθοπλασία για να κεντρίσει το ενδιαφέρον σου, για να ξεδιπλώσει την πλοκή, φροντίζοντας ωστόσο να μην αλλοιώνονται ούτε στο ελάχιστο τα πραγματικά, δραματικά γεγονότα, έρχομαι κοντά στον τόσο ξεχωριστό αυτό άνθρωπο.
Τον συναντώ σε μια πολύ δύσκολη περίοδο του βίου του. Είναι η εποχή όπου αναγκάζεται, μετά από την ήττα στο Δραγατσάνι και την καταστροφή του ιερού λόχου του αλλά και όλων των δυνάμεών του, στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, να παραδοθεί στους Αυστριακούς, μια παραδοχή της ήττας του που όμως ακόμα και έτσι αφήνει αδούλωτη την ψυχή του, αφού ποτέ δεν συνθηκολόγησε με τον εαυτό του για να κάνει εκπτώσεις στις πεποιθήσεις του και τους ευγενείς σκοπούς του, που όρισαν την πορεία που διέγραψε μέσα στον πολυτάραχο βίο του.
Και από εκείνη τη στιγμή ξεκινά μια νέα σελίδα στη ζωή του Υψηλάντη, που γλαφυρά ξεδιπλώνεται εμπρός μου. Ακολουθώ τα χνάρια του και γίνομαι μάρτυρας των κινδύνων που ελλοχεύουν σε κάθε βήμα του, προδοσίες, δωροδοκίες… με τους εχθρούς του φανερούς αλλά και αόρατους να καιροφυλακτούν, τον βλέπω να προβληματίζεται για τα λάθη στα οποία υπέπεσε, με νοσταλγία να αναθυμάται τις όμορφες στιγμές του παρελθόντος, πιο πολύ, όμως, κείνο που με συναρπάζει είναι η τιμή του ανδρός και τα υψηλά του φρονήματα.
Κι ενώ όπως σας είπα, από το εξώφυλλο του βιβλίου δεν πήρα την πολυπόθητη εκείνη μυρωδιά, μέσα από τις σελίδες του, έτσι, όπως μόνο στα ιδιαίτερα βιβλία μπορεί να συμβεί, κυριεύομαι από οσμές. Οσφραίνομαι την αψιά εκείνη μυρωδιά που προκαλείται από την υγρασία στο κελί της φυλακής του, φτάνει στα ρουθούνια μου η μυρωδιά του αίματος, που κάθε μέρα κυλάει από το λαβωμένο χέρι του και καταστρέφει τη σωματική και ψυχική του υγεία. Αλλά η όσφρηση δεν είναι η μόνη μου αίσθηση που διεγείρεται από τη γραφή του συγγραφέα. Βλέπω το αιματοκύλισμα στις μάχες που τόσο παραστατικά περιγράφονται στο βιβλίο κι αναριγώ, θαυμάζω το αγέρωχο ύφος του Υψηλάντη, τη συστολή που τον διακρίνει… μα πιο πολύ από όλα, εκείνο που μου κάνει αίσθηση είναι ο χαρακτήρας του.
Η προσωπικότητά του, που έτσι όπως αριστοτεχνικά μας την μεταφέρει ο συγγραφέας, σε μαγνητίζει. Που καταφέρνει να τιθασεύει τους εχθρούς του που δαμάζονται από το ήθος και τις αρχές του και με θαυμασμό μιλάνε γι’ αυτόν. Που κάνει τους ανθρώπους να τον εμπιστεύονται και να πέφτουν στη φωτιά για κείνον και τις ιδέες του… Στο βιβλίο αναδεικνύονται οι αρετές του, τα υψηλά ιδανικά του, ο πατριωτικός ενθουσιασμός. Ο υψηλός σκοπός που χαράσσεται παντοτινά στο μέρος της καρδιάς του.
Ναι, η γραφή σε κατακτά από την πρώτη στιγμή. Μου αρέσουν πάρα πολύ οι εναλλαγές που παρατηρώ. Οι φρικιαστικές περιγραφές των μαχών, η αγριότητα των ανθρώπων, ειδικά όταν έχουν το πάνω χέρι, οι τραγικές συνθήκες διαβίωσης, αλλά και ο λυρισμός στις ερωτικές του περιπτύξεις με την αγαπημένη του Κωνσταντία, η σαγήνη που εκπέμπει, το κύρος του.
Και καθώς οδεύουμε προς το τέλος του βιβλίου, την ώρα που και οι καλύτεροι από τους συντρόφους του αρχίζουν να κάμπτονται, που υποτάσσονται, που ευεπίφορα παρασύρονται από τα δεινά που τους κατατρέχουν, που γίνονται βορρά στις επιθυμίες των εξουσιαστών τους και κάνουν οτιδήποτε για να επιβιώσουν, εκείνος, ακόμα και έτσι, σκιά το εαυτού του, καταδεικνύει το μεγαλείο του άντρα. Του άντρα που δεν είναι συνηθισμένος, που είναι φτιαγμένος από άλλα υλικά. Τότε είναι που εντυπωσιάζομαι πιότερο από τον τρόπο που γράφεται το βιβλίο. Γιατί ο συγγραφέας καταφέρνει να αναδείξει το μεγαλείο της ψυχής του στρατηγού, τη μοναδικότητά του. Πώς αλήθεια ένα ανθρώπινο ράκος, ένα σωματικά και ψυχικά ερείπιο, μπορεί να προκαλεί δέος μέσα από την παρακμή του, μέχρι την ύστατη στιγμή του;
Από τους εχθρούς του Υψηλάντη, εκείνος που αποτελεί εξαίρεση, που δεν υποκύπτει στη σαγήνη που εκπέμπει, είναι ο Μέτερνιχ που κάποτε είπε:
Οι άνθρωποι που δημιουργούν ιστορία, δεν έχουν χρόνο να τη γράψουν.
Την ιστορία, όμως, μπορούν να την γράψουν, με εξαίσιο τρόπο κάποιοι συγγραφείς. Ο Πέτρος Κασιμάτης, είναι ένας από αυτούς. Πόσο όμορφα καταφέρνει να κάνει την μυθοπλασία να συναντήσει τα ιστορικά γεγονότα. Πραγματικά ένας μετρ του μαγικού ρεαλισμού.
Το βιβλίο είναι αποτέλεσμα μεγάλη έρευνας, ενδεικτικές είναι οι παραπομπές στο τέλος, αλλά εκείνο που το αναδεικνύει είναι το χάρισμα που έχει ο συγγραφέας να στήνει ευφυέστατα την πλοκή και να σου δίνει τη δυνατότητα να αισθάνεσαι πως βιώνεις και εσύ από κοντά τα γεγονότα.
Δεν σας κρύβω πως μου αρέσουν πολύ κάποια αποφθέγματα. Στο βιβλίο του Πέτρου Κασιμάτη υπάρχουν αρκετά από αυτά και πραγματικά χάρηκα που βρήκαν χώρο μέσα στην πλοκή…ειδικά εκείνα του ξεχωριστού ποιητή Πούσκιν.
Ένα από τα αγαπημένα μου γνωμικά είναι του Σίντνεϊ Σέλντον. Που μας λέει: Συνήθως, όταν οι άνθρωποι φτάνουν στο τέλος ενός κεφαλαίου, κλείνουν το βιβλίο και πάνε για ύπνο. Εγώ γράφω επίτηδες έτσι, ώστε όταν ο αναγνώστης φτάσει στο τέλος ενός κεφαλαίου, να πρέπει να γυρίσει σελίδα.
Νομίζω της ίδιας σχολής είναι και ο Πέτρος Κασιμάτης. Γιατί το λέω αυτό; Γιατί κάθε φορά που έφτανα στο τέλος ενός κεφαλαίου, ανήμπορος να αντισταθώ, συνέχιζα και στο επόμενο. Και κάπως έτσι, αποστερήθηκα τον ύπνο τις τελευταίες μέρες. Αλλά μόνο στεναχωρημένος δεν είμαι γι’ αυτό. Βλέπεις, το αναγνωστικό ταξίδι με αντάμειψε με τον καλύτερο τρόπο.
Καλή συνέχεια!
Στάθης Μασκαλίδης

 

Back to top button