Εχοντας σαν ορμητήριό της ένα δυσκολοπρόσιτο φρούριο, κρυμμένο βαθιά στα ψηλά βουνά, οι Νιζαρίτες Ισμαηλίτες, μια μικρή μουσουλμανική αίρεση, έγινε ο εφιάλτης των Σταυροφόρων. Οι τελευταίοι τους ονόμασαν «Ασασίνους», μια παραφθορά του «χασισοφάγου» ή «χασισοπότη», αν και στην πραγματικότητα δεν ήταν τίποτα από τα δύο. Οι Νιζαρίτες άκμασαν για τρεις αιώνες, αλλά η επιρροή τους κράτησε για πολύ περισσότερο.
Ο Κόνραντ του Μοντφεράτ (Conrad of Montferrat), ένας Ιταλός σταυροφόρος, προετοιμαζόταν για τη στέψη του ως βασιλιά της Ιερουσαλήμ, στην Τύρο, τον Απρίλιο του 1192. Περπατώντας σε ένα σοκάκι της πόλης, δέχτηκε επίθεση από δύο άντρες μεταμφιεσμένους σε μοναχούς, που τον μαχαίρωσαν μέχρι θανάτου.
Αν και οι ιστορικοί εξακολουθούν να διαφωνούν για το ποιος διέταξε την επίθεση, ελάχιστες αμφιβολίες υπάρχουν ως προς την ταυτότητα των δολοφόνων. Βεβαίως δεν ήταν μοναχοί, αλλά μέλη μιας μυστικής μουσουλμανικής αίρεσης, η οποία κυριαρχούσε στα βουνά της Περσίας και της Συρίας, οχυρωμένη πίσω από διάσπαρτα, απλησίαστα κάστρα. Έχοντας σαν βασική έδρα τους ένα ισχυρότατο περσικό φρούριο, το Αλαμούτ, τα μέλη της αίρεσης είχαν αναγάγει σε υψηλή «τέχνη» τις στοχευμένες δολοφονίες και την κατασκοπεία. Διεισδύοντας στις τάξεις των εχθρών τους, χτυπούσαν τους στόχους τους, κυρίως με μαχαίρια, και ήταν πρόθυμοι να πεθάνουν για την αποστολή τους. Οι Σύριοι τους ονόμασαν Χάσισιμ (Hashishim), αλλά σήμερα πέρασαν στην ιστορία με το «παρατσούκλι» που τους έδωσαν οι Ευρωπαίοι σταυροφόροι: Ασασίνοι. Σήμερα, αυτή η λέξη είναι συνώνυμη του πληρωμένου δολοφόνου, του εκτελεστή.
Η πραγματικότητα και ο μύθος
Ίσως η πρώτη ευρωπαϊκή αναφορά στους Ασασίνους να προέρχεται από έναν Ισπανό ραβίνο, τον Βενιαμίν της Τουντέλα, ο οποίος ταξίδεψε στην Συρία το 1167. Εκείνος μίλησε πρώτος για έναν μυστηριώδη αρχηγό, τον Γέρο του Βουνού, ο οποίος ηγούνταν μιας σέκτας πολεμιστών που κατοικούσαν σε κρυμμένα ορεινά κάστρα.
Αυτοί οι φοβεροί δολοφόνοι βρίσκονταν στην ακμή τους κατά τον 12ο αιώνα. Τα περισσότερα από όσα ξέρουμε γι’ αυτούς σήμερα προέρχονται από αναφορές εντυπωσιασμένων – και φοβισμένων – Ευρωπαίων σταυροφόρων και από τα γραπτά των ορκισμένων εχθρών ττης αίρεσης, των Σύριων Σουνιτών χρονικογράφων. Συνεπώς, οι εξαιρετικά προκατειλημμένες αναφορές τους πρέπει να λαμβάνονται υπόψη με κάποιο σκεπτικισμό, γιατί προορίζονταν είτε για να διασκεδάζουν τα πλήθη ή για να δυσφημούν. Επικεντρώνονταν στη δύναμη και τον ζήλο των δολοφόνων, ενώ παράλληλα έκαναν άγριες και υπερβολικές περιγραφές για τον τρόπο ζωής τους.
Κάποια από αυτές τις καταγραφές προέρχεται από τον Αρχιεπίσκοπο της Τύρου, του 12ου αιώνα, τον σταυροφόρο Γουίλιαμ II. Εκείνος εκτίμησε τον αριθμό τους σε περίπου 60.000 και έγραψε για την ακραία αφοσίωσή τους στους ηγέτες τους. Σύμφωνα με αυτή την περιγραφή, οι Ασασίνοι συνήθιζαν να «διορίζουν» τον αρχηγό τους, επιλέγοντάς τον, όχι με βάση το κληρονομικό δικαίωμα, αλλά αποκλειστικά με βάση την αξία του. Απορρίπτοντας κάθε άλλο τίτλο τιμής, τον προσφωνούσαν απλά ως Πρεσβύτερο. Ο δεσμός της υποταγής και της υπακοής που συνδέει τους Ασασίνους με τον αρχηγό τους είναι τόσο ισχυρός, που δεν υπάρχει δύσκολο ή επικίνδυνο έργο που να μην αναλάβει να το εκτελέσει κάθε ένας από αυτούς, με τον μέγιστο ζήλο. Κάποιες ευρωπαϊκές αναφορές υποστηρίζουν ότι έτρωγαν ακόμη και χοιρινό και παντρεύονταν τις αδελφές τους.
Οι γραφικές αντιλήψεις για τους Ασασίνους ως «ρέμπελων» «ελευθεριακών» ενισχύθηκαν με τη δημοσίευση των Ταξιδιών του Μάρκο Πόλο. Εκεί, ο Σύριος Γέρος του Βουνού φέρεται να εφοδιάζει τους φανατικούς οπαδούς του με ένα δηλητηριώδες φίλτρο, για να διευκολύνει τις θανατηφόρες αποστολές τους. Σε συνδυασμό με το ότι το ψευδώνυμο της σέκτας, το Hashishim, προέρχεται από την αραβική λέξη για το χασίς, η αναφορά του Μάρκο Πόλο συνέβαλε στην εδραίωση της φήμης των Ασασίνων ως κακοποιών που παίρνουν ναρκωτικά. Οι σημερινοί ιστορικοί ωστόσο θεωρούν την περιγραφή του Μάρκο Πόλο, προϊόν της φαντασίας του.
Αν και η αίρεση φαίνεται να πέρασε μια σύντομη φάση ελευθεριότητας κατά τη δεκαετία του 1160, επί το πλείστον, στην ιστορία της, ήταν πολύ αυστηρή, λιτή και απόλυτη στις πεποιθήσεις της. Χρήση χασίς από τους Ασασίνους δεν προκύπτει από καμία αξιόπιστη μουσουλμανική πηγή, ακόμη και αν προέρχεται από εχθρούς τους. Ο ιστορικός, Μπέρναρντ Λιούις, αυθεντία στους Ασασίνους, πιστεύει ότι το Hashishi ήταν ένας δημοφιλής συριακός όρος που χρησιμοποιούσαν οι εχθροί της σέκτας για να την δυσφημήσουν.
Μια ακόμη μεσαιωνική ευρωπαϊκή παρανόηση ήταν ότι η αίρεση στόχευε ειδικά στους Χριστιανούς. Στην πραγματικότητα, όμως, οι σχέσεις μεταξύ σταυροφόρων και αίρεσης υπήρξαν ιδιαίτερα φιλικές. Μάλιστα, γύρω στο 1251 ο Λουδοβίκος ο 9ος της Γαλλίας έστειλε αγγελιοφόρους για να τους συναντήσει. Ωστόσο η αίρεση δεν έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τους Χριστιανούς. Επικεντρώθηκε κυρίως στις ταραχώδεις αλλαγές στον μουσουλμανικό κόσμο. Η ιστορία τους αποτελεί μέρος ενός μεγάλου αγώνα για κυριαρχία και επιβίωση, μεταξύ αυτοκρατοριών και τοπικών μουσουλμανικών κοινοτήτων, μεταξύ Αράβων και μη Αράβων, της πόλης και του κάστρου, καθώς και της διαχρονικής διαχωριστικής γραμμής του Ισλαμικού κόσμου: Της ασυμφιλίωτης εχθρότητας μεταξύ των Σουνιτών και των Σιιτών.
Το μεγάλο σχίσμα
Το 632 μ.Χ, ο προφήτης Μωάμεθ πεθαίνει ξαφνικά χωρίς να προλάβει να ορίσει διαδόχους. Μια άγρια πάλη για εξουσία ξέσπασε και οι οπαδοί του χωρίστηκαν σε φατρίες: Τους Σουνίτες και τους Σιίτες, τους δύο κύριους κλάδους του Ισλάμ. Σήμερα υπάρχουν περίπου 1,8 δισεκατομμύρια μουσουλμάνοι στον κόσμο, εκ των οποίων περίπου το 10 έως 13% είναι Σιίτες. Οι περισσότεροι Σιίτες σήμερα ζουν στο Ιράν, το Πακιστάν, την Ινδία και το Ιράκ.
Μετά τον θάνατο του Μωάμεθ τον 7ο αιώνα, οι Σιίτες υποστήριζαν για διάδοχο τον Αλί ιμπν Αμπού Τάλιμπ, ξάδερφο του Μωάμεθ και γαμπρό του, ενώ οι Σουνίτες υποστήριζαν τον φίλο και πεθερό του προφήτη, Αμπού Μπακρ. Οι Σουνίτες κέρδισαν και ο Μπακρ έγινε ο πρώτος μουσουλμάνος χαλίφης. Ο Αλί έγινε τέταρτος χαλίφης το 656, αλλά δολοφονήθηκε το 661. Ο γιος του και οι οπαδοί του σφαγιάστηκαν στην Καρμπάλα το 680 από την σουνιτική ηγεσία, γεγονός που σημάδεψε ανεξίτηλα την Σιιτική κουλτούρα.
Οι Σιίτες έγιναν δημοφιλείς στους μη αραβικούς πληθυσμούς στις πρόσφατα κατακτημένες περιοχές, ιδίως στην Περσία. Οι νέοι προσήλυτοι, ενώ αγκαλιάζουν με ενθουσιασμό το Ισλάμ, είναι δύσπιστοι έναντι του χαλιφάτου που εδρεύει πολύ μακριά, στην Δαμασκό. ‘Ετσι, με την πάροδο του χρόνου, οι Σιίτες στην Περσία άρχισαν να αναπτύσσουν τις δικές τους παραδόσεις, έθιμα και ερμηνείες των ιερών κειμένων.
Οι Σιίτες είχαν μια συμβολική και απόκρυφη ανάγνωση του Κορανίου, που διδασκόταν μέσα από μια αυστηρή ιεραρχία. Ενώ μια βασική, στοιχειώδης ανάγνωση του Κορανίου και η τήρηση του ισλαμικού νόμου θεωρήθηκε επαρκής για τις μάζες, σύμφωνα με αυτή τη νέα οπτική, μόνο μια μυημένη ελίτ θα μπορούσε να γνωρίζει την απόλυτη αλήθεια που κρύβεται στο ιερό βιβλίο.
Τον 8ο και τον 9ο αιώνα μια νέα σιιτική φατρία σχηματίστηκε γύρω από αυτή την εσωτερική ερμηνεία του Κορανίου. Γνωστοί ως Ισμαηλίτες, αποσχίστηκαν από τον Σιιτισμό στις αρχές του 700, μετά από μια διαφωνία στην διαδοχή, κατά την οποία η επιλογή των Ισμαηλιτών έχασε. Οργανωμένοι μυστικά, δημιούργησαν ένα εκτεταμένο δίκτυο από μαθητευόμενους ιεραπόστολους, ενώ συσπειρώθηκαν γύρω από την ισχυρή πεποίθηση – εμβληματική της ισμαηλιτικής θεολογίας – πως ένας «μαχντί» (εσχατολογικός λυτρωτής του Ισλάμ), ή ένας θεϊκά καθοδηγούμενος ηγέτης, θα εδραίωνε την πολυπόθητη εποχή της «ισότητας» και του «φωτός».
Η φλόγα των Φατιμιδών
Η νέα αίρεση, ωστόσο, δεν ασχολούνταν μόνο με την προσευχή και τις ιδέες. Το 909, Ισμαηλίτες επαναστάτες κατέλαβαν την εξουσία στη Βόρεια Αφρική. Κατακτώντας την Τύνιδα με τη βοήθεια των Βέρβερων, ίδρυσαν το Χαλιφάτο των Φατιμιδών, που πήρε το όνομά του προς τιμή της Φατίμα, της κόρης του προφήτη.
Το 969 οι Φατιμίδες κατέκτησαν την Αίγυπτο και ίδρυσαν μια πόλη κοντά στον Νείλο. Το όνομά της συνόψισε το πνεύμα θριάμβου που τους διακατείχε: Al Qahirah, η «Νικηφόρα», γνωστή στη Δύση ως Κάιρο. Από εκεί, οι Φατιμίδες επεκτάθηκαν στην Παλαιστίνη και τη Συρία, δημιουργώντας ένα δυτικό σιιτικό προπύργιο εναντίον των Σουνιτών της Βαγδάτης.
Για λίγο, το άστρο των Φατιμιδών έλαμπε έντονα, αλλά στα μέσα του 11ου αιώνα μια αλλαγή κυοφορούνταν και πάλι στον ισλαμικό κόσμο. Από τα ανατολικά, μια τουρκική φυλή από την Κεντρική Ασία άρχισε να τον κατακτά. Κινούμενοι προς τα δυτικά μέσω της Περσίας, αυτοί οι πρόσφατα προσήλυτοι Σουνίτες που ονομάζονταν Σελτζούκοι, κατακτούν το 1055 τη Βαγδάτη και αναδεικνύονται ως αποφασισμένοι υπερασπιστές της πίστης τους.
Μέσα σε αυτές τις αιματηρές ανακατατάξεις, οι Ισμαηλίτες ιεραπόστολοι συνέχιζαν τον προσηλυτισμό και την εκπαίδευση νέων πιστών. Στο δεύτερο μισό του 11ου αιώνα, ένας 17χρονος Πέρσης, ο Χασάν-ι-Σαμπάχ, άρχισε να εκπαιδεύεται για Ισμαηλίτης ιεραπόστολος στην περσική πόλη Ρέι. Όταν ολοκλήρωσε την εκπαίδευσή του στάλθηκε στο Κάιρο. Ο χρυσός αιώνας της Φατιμιδικής κυριαρχίας είχε τερματιστεί και άρχισαν να εμφανίζονται ρωγμές στο εσωτερικό του Ισμαηλισμού. Καθώς η λαβή των Σελτζούκων έσφιγγε όλο και περισσότερο, το σουνιτικό Ισλάμ ερχόταν όλο και δυναμικότερα στο προσκήνιο. Μετά από τρία χρόνια, ο Χασάν εγκατέλειψε το Κάιρο και πήγε ιεραπόστολος στην Περσία. Εκεί, συγκεέντρωσε τους Ισμαηλίτες και άρχισε να τους οργανώνει εναντίον των Σελτζούκων. Η νέα φατρία του Χασάν, οι Νιζαρίτες Ισμαηλίτες, θα «γεννούσαν» τον θρύλο των Ασασίνων.
Πρωταρχικοί στόχοι
Οι οπαδοί του Χασάν ήταν απόλυτα αφοσιωμένοι και πιστοί αλλά ολιγάριθμοι και όχι καλά εξοπλισμένοι. Για να πολεμήσει τους ισχυρούς Σελτζούκους, ο Χασάν έπρεπε να τους ξεγελάσει. Το 1090 κατέλαβε το κάστρο Αλαμούτ. Χτισμένο στην οροσειρά του Ελμπρούζ, βορειοδυτικά της σημερινής Τεχεράνης, το κάστρο έγινε η βάση των Νιζαριτών για σχεδόν δύο αιώνες. Χρησιμοποιώντας τη διείσδυση, τη δωροδοκία και τη βία, ο Χασάν κατέλαβε και άλλα οχυρά σε ορεινές περιοχές της Περσίας και ίδρυσε ένα κράτος των Νιζαριτών, απλωμένο σε ένα δίκτυο από επιβλητικές οχυρώσεις.
Ο Χασάν γνώριζε πολύ καλά πως δεν θα μπορούσε να γίνει καν λόγος για απευθείας, κανονική μάχη σε ό,τι αφορούσε στις δυνάμεις του. Ετσι, στράφηκε προς άλλες τακτικές που παραπέμπουν σε σύγχρονο αντάρτικο, στην κατασκοπεία και στις στοχευμένες δολοφονίες. Τα ειδικά εκπαιδευμένα σώματα των Νιζαριτών, οι φενταγίν (η λέξη σημαίνει αυτός που θυσιάζεται οικειοθελώς, κάτι σαν τους Ιάπωνες καμικάζι κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο), αποδείχθηκαν εξαιρετικά αποτελεσματικά εναντίον προσεκτικά επιλεγμένων στόχων. Εκπαιδεύτηκαν να εξοντώνουν τον στόχο τους, να αναμένουν την σύλληψή τους και να υποβληθούν στην συνέχεια σε βασανιστήρια ή σε εκτέλεση.
Το 1092 οι Ασασίνοι διέπραξαν μια εντυπωσιακή και αξιοσημείωτη δολοφονία, αυτή του βεζίρη, Νιζάμ αλ-Μουλκ, ισχυρού μέλους του σουλτανάτου των Σελτζούκων. Οι πηγές αναφέρουν ότι ο δολοφόνος μεταμφιέστηκε σε Σούφι (μυστικιστές ασκητές του Ισλάμ) και τον μαχαίρωσε. Λίγο αργότερα δολοφονήθηκε και ο Σελτζούκος σουλτάνος, Μαλίκ Σαχ. Οι ιστορικοί πιστεύουν ότι αυτή η δολοφονία θα μπορούσε να είχε διαπραχθεί από μια άλλη αίρεση, διότι είχε πολλούς εχθρούς πιο κοντά στο παλάτι. Όπως και να έχει, οι δολοφονίες λειτούργησαν σαν ντόμινο, που οδήγησαν τους Σελτζούκους σε μια δίνη από την οποία ποτέ δεν μπόρεσαν να απαλλαγούν πραγματικά. Μια σειρά επιθέσεων των Νιζαριτών ακολούθησαν εναντίον ηγετικών στελεχών, στρατηγών, κυβερνητών και κληρικών. Οι Νιζαρίτες έμοιαζαν να βρίσκονται ταυτόχρονα παντού και πουθενά. Δρούσαν σαν «φαντάσματα», εμφανίζονταν ξαφνικά στα θύματά τους και εξαφανίζονταν στις σκιές. Οι αντίπαλοί τους άρχισαν να λαμβάνουν πρόσθετα μέτρα για να προστατεύσουν τον εαυτό τους, προσλαμβάνοντας σωματοφύλακες και φορώντας ενισχυμένους αλυσιδωτούς θώρακες κάτω από τα ρούχα τους.
Στα τελευταία χρόνια της ουσιαστικής κυριαρχίας των Φατιμιδών, ο Χασάν έσπασε τους δεσμούς με τον Ισμαηλίτες του Καΐρου. Στις αρχές του 1100 αποφάσισε να επεκτείνει την εμβέλεια της αίρεσής του, στέλνοντας ιεραπόστολους στη Συρία και την Παλαιστίνη. Οι Νιζαρίτες πίστευαν ότι μόνο αυτοί κατείχαν την απόλυτη αλήθεια και ότι κάποια στιγμή θα εμφανιζόταν ένας ιμάμης, αληθινός απόγονος του Αλί. Για τους Σουνίτες χρονικογράφους δεν ήταν παρά κοινοί εγκληματίες. Οι ίδιοι έβλεπαν τον εαυτό τους, ως ιερούς πολεμιστές.
Η επέκταση των Νιζαριτών συνέπεσε με την άφιξη των Ευρωπαίων σταυροφόρων στη Συρία, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν εκεί μετά την κατάκτηση της Ιερουσαλήμ το 1099. Μερικές φορές οι Νιζαρίτες σκότωσαν Χριστιανούς, όπως συνέβη με τον Κόνραντ του Μοντφεράντ στην Ιερουσαλήμ, αλλά άλλες φορές προχωρούσαν σε συμμαχίες μαζί τους. Για τους Νιζαρίτες η χριστιανική παρουσία ήταν μια μικρή ενόχληση μπροστά στο δηλωμένο στόχο τους να περιμένουν την αποκάλυψη του ιμάμη.
Ο Γέρος του Βουνού
Ο Χάσαν ι Σαμπάχ πέθανε το 1124. Το 1138 πέθανε ο διάδοχός του, ο Μπουζούργκ Ουμίντ. Ωστόσο οι Νιζαρίτες συνέχισαν τις δολοφονίες επιφανών Σουνιτών. Στα 1160 η ηγεσία πέρασε στον Χασάν Β’, ο οποίος οδήγησε την αίρεση σε μια διαφορετική θεολογική κατεύθυνση. Ο Χασάν ο Β΄ διακήρυξε ότι είχε λάβει οδηγίες από έναν «κρυμμένο» ιμάμη. Οι αληθινοί πιστοί, έλεγε, τώρα απαλλάχθηκαν από υποχρεώσεις όπως η προσευχή προς τη Μέκκα, και από ηθικά δεσμά και μάλιστα θα μπορούσαν να κάνουν πράγματα που θεωρούνται αμαρτωλά. Αυτή η περίοδος πιθανόν επηρέασε τις ευφάνταστες ιστορίες που αργότερα συγκέντρωσε ο Μάρκο Πόλο και άλλοι Ευρωπαίοι, παρόλο που η αίρεση επανήλθε αργότερα σε μια πιο αυστηρή ερμηνεία του Ισλάμ.
Ο προστατευόμενος του Χασάν Β’ ήταν ο Ρασίντ Αντ-Ντιν Σινάν, ηγέτης των Σύριων Νιζαριτών, με έδρα το φρούριο του Μασιάφ. Ήταν ο Σινάν που έγινε γνωστός ως ο Γέρος του Βουνού. Η δράση του τον έφερε σε σύγκρουση με μια άλλη κεντρική φιγούρα της εποχής των Σταυροφοριών, τον σουλτάνο Σαλαντίν, ο οποίος ήθελε να εκδιώξει τους Χριστιανούς εχθρούς και να ενώσει το Ισλάμ, ένα στόχο που δεν συμμερίζονταν οι Νιζαρίτες.
Οι φενταγίν προσπάθησαν δύο φορές να τον σκοτώσουν, αλλά ο Σαλαντίν γλίτωσε. Σε απάντηση, πολιόρκησε το κάστρο Μασιάφ, αλλά στη συνέχεια αποσύρθηκε απροσδόκητα. Ισμαηλίτικες πηγές υποστηρίζουν, ότι οι Νιζαρίτες είχαν διεισδύσει στους πιο αξιόπιστους φρουρούς του Σαλαντίν και ότι αναγκάστηκε είτε να προχωρήσει σε συμφωνία ή να πεθάνει. Οι Νιζαρίτες επέζησαν εκείνης της επίθεσης, αλλά το τέλος τους δεν ήρθε από μουσουλμανικά χέρια: Μογγόλοι εισβολείς τον 13ο αιώνα κατέστρεψαν το φρούριο Αλαμούτ το 1256 και κατέκτησαν τους Νιζαρίτες.
Οι Ευρωπαίοι συνέχισαν να κυκλοφορούν θρύλους και μύθους για τους Νιζαρίτες ακόμα και μετά την κατάκτησή τους από τους Μογγόλους. Η λέξη «Ασασίνος» πέρασε στην καθομιλουμένη κατά τον 13ο και 14ο αιώνα. Ο Δάντης την χρησιμοποιεί στη «Θεία Κωμωδία». Στα ισπανικά, ο «Ασασίνος» έγινε η ρίζα της κοινής λέξης για τη «δολοφονία»: asesinato. Στη σύγχρονη αγγλική γλώσσα, ο όρος assassination εννοεί την πολιτική δολοφονία. Ο θρύλος εκείνων των βουνίσιων εκτελεστών έφτασε να αποτελέσει και το «προζύμι» για το διάσημο βιντεοπαιχνίδι «Assassin’s Creed».
Υπάρχουν όμως ακόμη; Αν και πλέον σε τίποτα δεν θυμίζουν το επικό παρελθόν τους, η πίστη τους έχει επιβιώσει και εξακολουθεί να ασκείται σε ολόκληρο τον κόσμο. Ισμαηλίτες υπάρχουν σε 25 χώρες, κυρίως στην Κεντρική και Νότια Ασία, την Αφρική και τη Μέση Ανατολή. Αν και η φήμη τους ως δολοφόνων βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό στις υπερβολές των εχθρών τους, ο αντίκτυπος αυτής της μικρής αίρεσης και οι αποτελεσματικές τακτικές της προκάλεσαν το φόβο σε πανίσχυρές δυνάμεις της εποχής και ενέπνευσαν μιμητές.
Κατά μία έννοια, ο θρύλος του Γέρου του Βουνού, παραμένει «ζωντανός».