Ένα ζώο για το οποίο δεν ξέρουμε το παραμικρό: ποιος είναι ο όγκος και μέχρι πού φτάνει το ύψος του, τι χρώμα έχει το τρίχωμά του, πώς είναι η μουσούδα του, με τι μοιάζουν το κεφάλι και η ουρά του. Αυτό είναι το ζώο που πρωταγωνιστεί στο διήγημα «Το κτίσμα» του Φραντς Κάφκα(1883-1924) το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα σε εξαιρετική μετάφραση και πυκνό επίμετρο της Αλεξάνδρας Ρασιδάκη. Το μόνο που μαθαίνουμε για το παράξενο ζώο είναι πως είναι σαρκοφάγο και πως έχει σπουδαίες κατασκευαστικές ικανότητες. Όπως δηλώνει κατ’ επανάληψη το ίδιο στον ασθματικό μονόλογό του, έχει κατορθώσει να σκάψει βαθιά κάτω από το χώμα ένα περίτεχνο λαγούμι, ένα κτίσμα με δαιδαλώδεις διακλαδώσεις, πολλαπλές στοές, πλήθος διαδρόμους και αναρίθμητες πλατείες. Ένα οικοδόμημα όπου αποθηκεύει επιμελώς μεγάλες ποσότητες τροφής κι όπου επίσης του αρέσει να χουζουρεύει, να κυλιέται στο πάτωμα, παίζοντας με τον εαυτό του, αλλά και να κοιμάται μακαρίως, θωρακισμένο έναντι της απειλής του οποιουδήποτε εξωτερικού εχθρού.
Όπως συμβαίνει πάντοτε με τα κείμενα του Κάφκα, η ιδανική αυτή εικόνα δεν πρόκειται να διατηρηθεί για πολύ. Ο αφηγητής αποκαλύπτει γρήγορα το μέγεθος της ανασφάλειας που τον βασανίζει για να του αφαιρέσει εν κατακλείδι και το ύστατο ίχνος αμεριμνησίας. Τι ακριβώς όμως απασχολεί τον ανώνυμο πρωταγωνιστή; Ποιο είναι το στοιχείο που καταστρέφει κάθε έννοια τάξης και ορθολογισμού, ανατρέποντας εκ θεμελίων τη ζωή του; Μα, τίποτε λιγότερο και τίποτε περισσότερο από το φάσμα μιας αιφνιδιαστικής και απρόκλητης εισβολής που θα βάλει τέλος στο δια βίου οικοδομικό του έργο – έργο που δεν αποκλείεται εντέλει να ανήκει σε κάποιον άλλο. Ο Κάφκα έγραψε το «Κτίσμα» λίγο πριν από τον θάνατό του χωρίς να προλάβει να το ολοκληρώσει. Κι έτσι, όμως, το κείμενο δεν χάνει ούτε έναν πόντο από τη δύναμη της υποβολής του – πολλώ δεν μάλλον που τα πάντα παραμένουν μέχρι και την έσχατη αράδα εκκρεμή.
Η αλληγορική υφή του διηγήματος επιτρέπει άπειρες ερμηνείες της σημασίας του. Το αδιάκοπα απειλούμενο κτίσμα μπορεί να ταυτιστεί με τα πιο διαφορετικά πράγματα: να είναι η μήτρα από την οποία το έμβρυο κινδυνεύει να εξοριστεί, να παραπέμπει στο χάος ης ανθρώπινης ύπαρξης όπως ξεκινάει να διαγράφεται ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα, να αντιπροσωπεύει τις δύσβατες σχέσεις του Κάφκα με την οικογένειά του, αλλά και να αποτελεί μια μεταφορά για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει τη δουλειά του ο καλλιτέχνης (για περισσότερες ερμηνευτικές λεπτομέρειες βλ. το επίμετρο). Ό, τι κι αν είναι, όποιο νόημα κι αν επιδιώκει να προσδώσει ο Κάφκα στη δράση και την ψυχολογία του ήρωά του, το αποτέλεσμα δεν αλλάζει: η περίπλοκη, μακροσκελής και άκρως υπαινικτική γραφή του μεταδίδει ένα ρίγος που σπάνια έχει την ικανότητα να μεταδώσει η λογοτεχνία: το ρίγος του φόβου (αν όχι και του πανικού) για όσα κρυφά ή φανερά μας περιβάλλουν καθημερινά, γκρεμίζοντας όλα τα πιθανά τείχη προφύλαξης και προστασίας.
Tου Βαγγέλη Χατζηβασιλείου
ΑΠΕ