Καστοριά

“Ο επίχρυσος καθρέφτης” (της Χρυσούλα Πατρώνου – Παπατέρπου)


Κοίταζα και ξανακοίταζα στον καθρέφτη· προσπαθούσα κάτι να βρω στη φάτσα μου που να μ` έκανε, αν όχι όμορφη, τουλάχιστον συμπαθητική. Τίποτα! Μ’ έπιαναν τότε τα κλάματα, αλλά δεν ήθελα να με πάρουν μυρωδιά οι άλλοι στο σπίτι. Απομακρυνόμουν βιαστικά από τον τεράστιο καθρέφτη, μόλις άκουγα βήματα να πλησιάζουν. Βολίδα έξω στη γειτονιά, να ανταμώσω τα άλλα κορίτσια. Ποτέ, καμιά τους δεν μου το είχε πει κατάμουτρα. Ήξερα, όμως, ότι από πίσω με κορόιδευαν, τόσο για το χτικιάρικό μου πρόσωπο, όσο και για το ασουλούπωτο παρουσιαστικό μου. Σκιάχτρο σωστό. Στο παιχνίδι ξεχνιόμουν και ούτε που το σκεφτόμουν πια. Τελικά, εκείνος ο καθρέφτης έφταιγε για όλα. Ο πελώριος, επίχρυσος, τρίφυλλος καθρέφτης που κληρονομήσαμε από τον πλούσιο θείο, όταν εκείνος άφησε τον μάταιο τούτο κόσμο και τα παιδιά του μοίρασαν την επίπλωση του σπιτιού στους συγγενείς, μια και οι ίδιοι ζούσαν στο Παρίσι και ήθελαν να πουλήσουν το σπίτι.
Καμάρωνε η μάνα μου για το “ολόχρυσο” απόκτημα. Κάτι πιο πρακτικό θα προτιμούσε ο πατέρας, καμιά πήλινη σόμπα για παράδειγμα, αλλά δεν ήταν παρών κατά τη μοιρασιά κι έτσι οι επιλογές ήταν της συμβίας του. Δεν ήταν μόνο ο καθρέφτης το νέο μας απόκτημα: βάλε το πορσελάνινο σερβίτσιο, το ψάθινο σαλονάκι, τις μαονένιες ανθοστήλες! Η απορία του πατέρα ήταν, ποιόν θα φιλεύαμε σ’ αυτό το σερβίτσιο, πού θα έστηνε τις πολυτελείς ανθοστήλες…
Εμείς, τα παιδιά, παίρναμε το μέρος της μαμάς. Λίγη πολυτέλεια στο σπίτι δεν θα έβλαπτε, αλλά, όπως είπα, ο ολόσωμος καθρέφτης, στημένος εκεί, στη μεγάλη σάλα, δίπλα στην είσοδο, μου χαλούσε όλη τη διάθεση κάθε φορά που αντίκριζα τον κακάσχημο εαυτό μου. Από πού ν’ αρχίσω και πού να τελειώσω! Ένα τριγωνικό πρόσωπο γεμάτο φακίδες, μάτια σαν κουμπότρυπες. Λες και ήταν τοποθετημένα σε σπηλαιώδεις κόγχες, μόλις που διακρίνονταν. Στόμα αχανές. Ένα πηγούνι προτεταμένο, έτοιμο να βάλει πλώρη και να μπαρκάρει μακριά από τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά. Δεν αναφέρω καθόλου τα κατακόκκινα κατσαρά μαλλιά μου. Το μόνο που έβρισκαν “γλυκούλικο”, όσες από τις θειάδες μου ήθελαν να πουν μια καλή κουβέντα, ήταν η γαλλική, όπως την αποκαλούσαν, ανασηκωμένη μου μυτούλα. Σιγά τα λάχανα! Όσο για το σώμα μου, πώς να περιγράψω αυτόν τον ψηλολέλεκα που μόνο ατέλειωτα χέρια και πόδια είχε να επιδείξει; Γι’ αυτό τα είχα βάλει με τον μεγάλο καθρέφτη. Τουλάχιστον, σ’ εκείνο το μικροσκοπικό καθρεφτάκι στο υποτυπώδες μπάνιο μας, μισό ξεφλουδισμένο, μισό θαμπό, δεν μπορούσα να διακρίνω καθαρά την αποκρουστική μου όψη.
Μόλις είχε περάσει ο βροχερός Νοέμβρης. Παραμονές γιορτών κατέφθασε στην πόλη μας ένας θίασος. Ήταν η πρώτη χρονιά μετά το τέλος του Εμφυλίου και ο κόσμος είχε ανάγκη να ξεσκάσει. Ξεχύθηκαν, λοιπόν, διάφορα θεατρικά μπουλούκια στις επαρχίες για να βγάλουν αυτά κανένα φράγκο, να ψυχαγωγήσουν ταυτόχρονα τους ταλαίπωρους κατοίκους της υπαίθρου. Η αίθουσα, όπου θα έδιναν τις παραστάσεις, ήταν ακριβώς δίπλα στο σπίτι μιας θείας μου∙ εκείνη μας πληροφόρησε ότι έψαχναν για μικρά κορίτσια, που θα τα έβαζαν να συμμετάσχουν στο έργο. Μαζευτήκαμε όλα τα δεκάχρονα της γειτονιάς και, μια και δυο, βρεθήκαμε για “ακρόαση” στο καμαρίνι του θιάσου, έναν υπόγειο χώρο κάτω από τη σκηνή.
Πήγα μόνο και μόνο από περιέργεια να δω τους ηθοποιούς. Γιατί, φυσικά, δεν μπορούσα με τίποτα να διανοηθώ ότι υπήρχε περίπτωση να με επιλέξουν για τον ρόλο της χαμένης κόρης της πρωταγωνίστριας. Άρχισε η οντισιόν. Έστηναν τα κορίτσια μπροστά στην απαρηγόρητη μάνα και τα έβαζαν να προχωρούν, δήθεν αδιάφορα, μπροστά της. Εκείνη τα σταματούσε ένα-ένα και τα κοίταζε εξεταστικά στο πρόσωπο. Καθόμουν σε μια γωνιά, στην άκρη του υπογείου, περιμένοντας να ακούσω την επιλογή της ηθοποιού. Με πλησίασε τότε ένας γενειοφόρος κύριος και μου είπε πως ήταν η σειρά μου να περάσω τώρα∙ να δει κι εμένα η πρωταγωνίστρια. Ένιωσα τη γη να χάνεται κάτω από τα πόδια μου. Δειλά-δειλά έκανα μερικά βήματα προς το μέρος της. Δεν χρειάστηκε πολλή ώρα και η γοητευτική κοκκινομάλλα ηθοποιός αναφώνησε: «Μα πού ήσουν κρυμμένη γλυκιά μου; Εσένα ψάχνουμε τόση ώρα! Έλα, πρέπει να σου μάθουμε μερικές κινήσεις και τα δυο τρία λόγια που θα λες. Αύριο να έρθεις με τη μαμά σου και το καλό σου φόρεμα. Αν τυχόν δεν έχεις, θα φροντίσουμε να σου ράψουμε ένα μέχρι αύριο το βράδυ.» Τα άλλα κορίτσια με κοίταξαν αποσβολωμένα. Ήταν δυνατόν να διαλέξει εμένα από όλες αυτές; Μα μήπως μπορούσα να το χωνέψω κι η ίδια; Πάντως, την επόμενη μέρα ήμουν η συμπρωταγωνίστρια του θιάσου και όλος ο κόσμος με καταχειροκροτούσε.
Μια βδομάδα έμεινε ο θίασος στην πόλη μας, αλλά παρακάλεσαν τους γονείς μου να μου επιτρέψουν να τους ακολουθήσω σε όλα τα μέρη που θα ανέβαζαν το έργο. Θα με φρόντιζαν οι ίδιοι. Μέχρι και για τις μέρες που θα έλειπα από το σχολείο, θα κάλυπτε τα κενά μου με ειδικά μαθήματα ο σκηνοθέτης. Εξήγησαν πως ήμουν τόσο ταλαντούχα και έπαιζα τον ρόλο μου με τέτοια φυσικότητα που δεν ήθελαν να ρισκάρουν και να ψάχνουν για καινούργιο ταλέντο σε κάθε πόλη. Ο πατέρας χάρηκε, είναι αλήθεια, αλλά αρνήθηκε ευγενικά την πρόταση. Δεν μπορώ να πω ότι στενοχωρήθηκα και πολύ. Η ιδέα ότι θα έφευγα μόνη μου και θα έμπαινα σε μια τέτοια περιπέτεια, δεν με ενθουσίαζε. Άρχισα, πάντως, να κοιτάζομαι στον επίχρυσο καθρέφτη χωρίς να τον μισώ και να βρίσκω πολλά συμπαθητικά σημεία επάνω μου.
Ηθοποιός δεν έγινα όταν μεγάλωσα. Παλαιοπώλισσα είμαι, με πρώτα αντικείμενα προς πώληση τις αντίκες του θείου. Μόνο τον επίχρυσο καθρέφτη αποφάσισα να κρατήσω για μένα, αν και πολλοί είναι εκείνοι που τον θαυμάζουν μόλις μπουν στο κατάστημά μου. Πληρώνουν δε όσο-όσο για να τον αποκτήσουν.
Βρίσκω τη δουλειά μου τόσο συναρπαστική, που το παρουσιαστικό μου έπαψε να με απασχολεί και να με βασανίζει. Κάπου-κάπου, ωστόσο, κοιτάζομαι στον καθρέφτη και του κλείνω το μάτι συνωμοτικά!

Χρυσούλα Πατρώνου
Ευχαριστώ θερμά όλες και όλους για τις ευχές σας. Ως αντίδωρο, το διήγημα με τον αντίστοιχο ζωγραφικό πίνακα του Κώστα Λάκη, από την έκθεσή του στην Αθήνα το 2015! Τώρα, πάλι στην Καστοριά με τα καινούργια του έργα. Καλή χρονιά σε όλους μας! (26/12/2024)

«ΣημeioΝ 40ο/21ο»: Συνεχίζεται η έκθεση του Κώστα Λάκη στο Αρχοντικό Μπασάρα (φωτογραφίες)

Back to top button