ΚαστοριάΝεστόριοΠαλαιά Καστοριά

Θεοφάνεια στο Νεστόριο το 1915


Το Νεστόριο , ο τόπος καταγωγής μου, είναι ένα ιστορικό Μαστοροχώρι στην ανατολική πλευρά της Πίνδου. Όπως σε κάθε τόπο έτσι και στο Νεστόριο υπάρχουν διάφορα έθιμα. Συγκεκριμένα όμως ο εορτασμός των Θεοφανείων και του Αϊ Γιάννη με ενθουσίαζαν από την παιδική μου ηλικία. Παρακάτω σας παραθέτω μια μυθοπλαστική ιστορία όπως προέκυψε από τις διηγήσεις που μου είχε κάνει η προγιαγιά μου η Θωμαή που είχε γεννηθεί το 1906. Θα προσπαθήσω να περιγράψω το έθιμο των Θεοφανείων με τη ρίψη του Σταυρού στον Αλιάκμονα και το έθιμο του Σταυρού του Αϊ Γιάννη όπου συναθροίζονταν ομάδες Νεστοριτών που τις απάρτιζαν οικογένειες συγγενών και φίλων είχαν από μία εικόνα του Άη Γιάννη ή έναν Σταυρό.Η εικόνα αυτή κατά το έθιμο έπρεπε να μείνει για να φιλοξενηθεί στο σπίτι κάθε μιας από τις οικογένειες της ομάδας για ένα χρόνο.
Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας . Τα πρόσωπα και τα γεγονότα είναι φανταστικά. Καλή Ανάγνωση!
ΤΑ ΦΩΤΑ ΤΟΥ 15’
Δεν είχαν περάσει δύο χρόνια από την απελευθέρωση, Παγκόσμιος πόλεμος ξέσπασε, στο χωριό δεν είχαν να ταΐσουν τα βόδια για να οργώσουν τα χωράφια, ο χειμώνας του ’14 αναμένονταν βαρύς, το είχανε διαβάσει οι τσοπαναραίοι στα μερομήνια τον Αύγουστο. Οι γυναίκες με τα γαϊδουράκια έκαναν ασταμάτητα δρομολόγια στο βουνό για ξύλα, οι νεότερες μάζευαν τα ροσκάδια (κλαράκια) για το φούρνισμα. Οι άντρες είχανε πάει στην Ξάνθη, στη Δράμα και την Καβάλα να χτίσουνε τα σχολεία της μεγαλύτερης πλέον Ελλάδας. Η ζωή κυλούσε με μια ανησυχία για τις εξελίξεις για τις οποίες ενημέρωναν το χωρίο ο παπάς και ο δάσκαλος που κατείχαν καλά ανάγνωση και γραφή. Δεν είχαν περάσει χρόνια από τότε που οι γυναίκες με τα ροκάνια έδιωξαν μαζί με τον παπά τους Βουλγάρους από τους Ταξιάρχες του πάνω μαχαλά και δεν άφησαν να μαγαριστεί η εκκλησία.
Δύσκολα πέρασαν τα Χριστούγεννα, το ίδιο και η Πρωτοχρονιά όσο βαριά κι αν ήταν η πέτρα που κουβαλούσε για να ακουμπήσει στην κοιλιά του παππού ο μεγαλύτερος εγγονός το πορτοφόλι δεν γίνονταν να γεμίσει για το ’15. Η φτώχεια είχε εγκατασταθεί για τα καλά προμηνύοντας την πείνα.
Ο Κίτσος ήτανε προληπτικός, είχε δει πολλά σημάδια, στο κόκκαλο του αρνιού της Παναγίας που γιόρταζε η φατρία του και στον κρασάτο κόκορα για τον Αϊ Δημήτρη, ήταν μαύρα και σκοτεινά. Το αποφάσισε, φώναξε τη μάνα του την Ευτέρπη και είπε : μάνα βγάλε μου το χρυσό φλουρί που πήρα από τον Οβριό στη Καστοριά, σήμερα εγώ θα βαφτίσω το Σταυρό στο ποτάμι. Η μάνα του συνετή όπως ήταν του είπε: Κίτσο δεν έχουμε αρρώστια να ζητάμε γιατρικό άσε να το βαφτίσει άλλος που έχει ανάγκη τον άγιο. Μάνα δεν το κάνω για γιατρειά του κορμιού παρά για την γιατρειά της ψυχής και ολάκερου του χωριού. Θα βάλω ένα χρυσό φλουρί κανείς να μη μπορεί να με χτυπήσει, θα φωνάξω από την αρχή για να τον ρίξω εγώ. Ήρθε τότε κοντά και η γυναίκα του η Αφροδίτη, τον άγγιξε στο στήθος με στοργή και είπε πάμε Κίτσο μου όλοι μαζί είναι για καλό. Ετοίμασαν στον Κίτσο την μπλε την κάπα με τα κόκκινα κεντήματα , το άσπρο το πουκάμισο και τα γυαλιστερά κόκκινα τσαρούχια να πάει ντυμένος ‘’γαμπρός’’ ο κουμπάρος του Σταυρού. Η μπάμπω Ευτέρπη γέμισε το κανάτι με τα καρύδια ένα για τον καθένα να τα λούσει με αγιασμένο νερό από τον Αλιάκμονα στην ξύλινη γέφυρα στο ΄΄Πασαλιμάνι’’. Μουρμούραγε μια ευχή καθώς ονομάτιζε τα καρύδια άγνωστο τι το μόνο που ακούγονταν ‘’μμμ Γιώργο, Ευτέρπη, Χρίστο, Αφροδίτη, Πασχάλη, Γιώργο, Ελένη, Μαρία’’ . Μικροί μεγάλοι ήταν έτοιμοι για τα ΄΄βαφτίσια΄΄ του Σταυρού, Θεοφάνεια του 1915, μπήκαν με ευλάβεια στον Αι Θανάση, από τα μάτια τον χωριανών καταλάβαινες ότι ο Κίτσος θα τον Βαπτίσει.
Η θεία λειτουργία έλαβε τέλος και ο Παπά-Κοσμάς με τον Παπά-Μιχάλη πήραν το δρόμο για τη γέφυρα μαζί με τον ιεροψάλτη τον Στάθη. Τα παιδιά αποφάσισαν θα βουτήξει ένας από κάθε φατρία να πιάσει το Σταυρό, οι υπόλοιποι θα κάτσουν στην όχθη με τα μπαϊράκια σηκωμένα να τιμήσουν τον Αι Γιάννη και να πάρουν ευλογία για δουλειά και τύχη. Μαζεύτηκαν οι άντρες πάνω στη γέφυρα πίσω από τον παπά να αποφασίσουν τον κουμπάρο, χωρίς αναβολή ο Κίτσος φώναξε ένα χρυσό για τον Σταυρό. Δεν μίλησε κανείς κούνησαν μόνο συγκαταβατικά το κεφάλι. Εν Ιορδάνη… ο Κίτσος δίπλα στον παπά ρίχνει το Σταυρό καθαρίζουν τα σύννεφα και βγαίνει μια λαμπερή αχτίδα του ήλιου. Μέσα στο νερό σαν από θαύμα τον σταυρό τον πιάνει ο δεκάχρονος Μιχαλάκης του Μαστρο- Μιχάλη που έχει το ίδιο όνομα γιατί δεν γνώρισε τον Πατέρα του, σκοτώθηκε σε μια γέφυρα που έχτιζε στα Φάρσαλα πριν γεννηθεί. Η χαρά του Κίτσου ήταν διπλή γιατί ο Μιχαλάκης ήταν βαφτιστήρι του. Η μέρα είναι λαμπερή και χαρούμενη, παπαδάκια με τα εξαπτέρυγα, παιδιά με τα μπαϊράκια και οι ήρωες βουτηχτές του Σταυρού ξεκινούν να γεμίσουν με τις φωνές τους τα φτωχόσπιτα δίνοντας ελπίδα και ευλογία με το ΄΄ Εν Ιορδάνη’’ .
Η πομπή κατέληξε στο σπίτι του Κίτσου , η κυρά Ευτέρπη με τη νύφη της την Αφροδίτη είχαν ετοιμάσει εκλεκτό φαί για να τιμήσουν τον πρωτομάστορα και κουμπάρο, μπακαλιάρο ξαρμυρισμένο στο φούρνο με πιλάφι καθώς και παραδοσιακές κρέπες ΄΄πετσετάκια΄΄ βουτηγμένα σε σιρόπι από μέλι και καρύδια για να τρατάρουν τους βουτηχτές του Σταυρού. Οι παπάδες ευλόγησαν το τραπέζι με το Σταυρό στη μέση και η μικρή η κόρη του Κίτσου η Μαρία ξεκίνησε να τραγουδά τη Σαμαρίνα με τη γλυκιά μελωδική της φωνή, την ακολούθησε ο βαρύτονος πρωτότοκος γιός ο Πασχάλης κι έπειτα όλοι οι συνδαιτυμόνες μαζί με μια φωνή. Ο Κίτσος δάκρυσε είχε πάρει μιαν απόφαση και ήταν σίγουρος ότι πολλοί θα τον ακολουθήσουν. Την ημέρα αυτή της χαράς ήρθε να την ολοκληρώσει ο Νάσιος με το κλαρίνο του , που μόλις άκουσε το τραγούδι ήρθε από την καλύβα του να γλεντήσει κι αυτός. Ο Κίτσος έβγαλε μια δραχμή και παράγγειλε να χορέψει ένα βαρύ ηπειρώτικο μπεράτι σηκώθηκε κι ο πατέρας του ο Γιώργης σηκώθηκαν κι οι παπάδες.
Το γλέντι σχόλασε, η οικογένεια κούρνιασε στο τζάκι πάνω στα αχυρένια στρώματα, ξημέρωνε Αι Γιαννιού και το καντήλι έκαιγε στο εικονοστάσι με το Σταυρό του Αι Γιάννη, αύριο άνοιγε το σπίτι για επτά φατρίες να γιορτάσουν τον Αι Γιάννη και να συγχωρέσουν τις αμαρτίες τους και να φιλιώσουν.
Λάλησε ο πετεινός, ξημέρωσε τ’ Αι Γιάννη , οι γυναίκες εργάζονται σκληρά για να φουρνίσουν τα καρβέλια και να μαγειρέψουν τη σούπα με τον κόκορα. Οι μουσαφιραίοι είναι πολλοί, θα φέρουν βέβαια ο καθένας τον ταβά του και τη νταμιτζάνα του. Το τραπέζι του Αι Γιάννη ενώνει, φιλιώνει, συγχωράει και πάνω απ’ όλα είναι αφορμή για συζήτηση των προβλημάτων με ιδέες για την επίλυσή τους. Ο Κίτσος το περίμενε πως και πως για να ξεφουρνίσει αυτά που σκέφτονταν όσο ταξίδευε για να επιστρέψει από την Ελασσόνα που δούλευε το καλοκαίρι. Πέντε μερόνυχτα βάδιζε και σκεφτόταν και παράλληλα εμψύχωνε τη φατρία του να έχει δυνάμεις για το γυρισμό. Η χρονιά δεν ήταν καλή δουλέψανε για να πάρει ο καθένας δυο φλουριά και ένα σακί στάρι, μεγάλη απογοήτευση. Το παρήγορο για τον περήφανο Κίτσο ήταν πως και καμία άλλη φατρία δεν έκανε τίποτα καλύτερο όπου κι αν πήγε στην Καβάλα, στη Δράμα στην Ξάνθη , στη Λάρισα ακόμη και στην Κορυτσά.
Οι μουσαφιραίοι άρχισαν να έρχονται με πρώτο απ’ όλους τον πρόεδρο τον Παντελή που ήταν και γραμματιζούμενος γώνιαζε με τρία- τέσσερα- πέντε. Ο επόμενος ήταν ο Κώτσος που ήταν μαέστρος στις σκεπές, πάντα φίλοι μα συνάμα και ανταγωνιστές, τρώγονταν σαν το σκύλο με τη γάτα. Έπειτα ήρθε ο Βάσσος από απέναντι άριστος κάλφας και λαξευτής, της μιλούσε στην πέτρα και γώνιαζε μοναχή της. Ακολούθησε ο Μέλιος ο κουμπάρος , τα ήξερε όλα αλλά έκανε κουτουράδες σπάνια πληρωνόταν αυτά που ζητούσε γιατί έκανε αυτό που ήθελε και όχι αυτό που του ζητούσαν να κάνει. Μαζί ερχόταν και ο Μήτσος με τον Νικόλα , τα συνεταιράκια που είχαν ενώσει τις δυνάμεις τους γιατί ήταν και οι πιο αδύναμοι, δεν κατείχαν και πολλή τέχνη. Είχαν όμως καρδιά από χρυσάφι, αγκάλιαζαν όλο το χωριό σαν ταγμένοι καλόγεροι. Οι κυράδες άπλωσαν τους ταβάδες, η Παντελίνκα έκανε Τραχανά με κοτόπουλο στο φούρνο, η Κώστενα μαγείρεψε γαλατόπιτα μιας και ο πατέρας της ο τσέλιγκας τους έδινε άφθονο το γάλα. Η Βασίλενα έφερε μια μεγάλη κατσαρόλα χυλό με κεφτέδες με σάλτσα κόκκινο πιπέρι. Η Μέλιενα, η Μήτσαινα και Νικόλιενα στρωθήκανε μαζί κι έφτιαξαν πίτες με φύλλο και βούτυρο, με πράσα, με κρεμμύδι και ντομάτα και με λάχανο τουρσί. Το κρασί και το τσίπουρο ήταν άφθονο για τους μεγάλους και για τους μικρούς χυμός από κράνα με ζάχαρη η απόλυτη ευτυχία.
Η μπάμπω- Ευτέρπη σαν οικοδέσποινα είπε την προσευχή ΄΄ ευλόγησον την βρώσιν και την πόσιν κύριε ελέησον και ρίχτηκαν όλοι στο φαΐ.

https://nestorio-kastorias.blogspot.com/…/blog-page…

Χάρης Μίντζιας

 

 

Back to top button