ΚαστοριάΝεστόριο

Η βαλίτσα (της Χρυσούλας Πατρώνου – Παπατέρπου)

Γνωρίσαμε αυτούς τους δύο Γερμανούς με την κλασσική ελληνική παιδεία και τις άπειρες γνώσεις για κάθε γωνιά του τόπου μας εντελώς τυχαία, σε ένα ταξίδι με δύο φίλους στα Μετέωρα. Πρωτοετείς στη Φιλοσοφική εμείς, επιστήμονες εκείνοι και μάλιστα με διδακτορικούς τίτλους. Σε καφενείο της Καλαμπάκας βρεθήκαμε να καθόμαστε δίπλα-δίπλα, περιμένοντας την ώρα που θα μπορούσαμε να επισκεφτούμε τα μοναστήρια.
Μας απηύθυναν το λόγο σε άψογα Αγγλικά, αν και η προφορά τους πρόδιδε ότι άλλη ήταν η μητρική τους γλώσσα. Με μία μαύρη μερσεντές κουπέ, μοντέλο σίγουρα προπολεμικό, ταξίδευαν, μας είπαν, εδώ και ένα μήνα στη Βόρεια Ελλάδα ερχόμενοι από την Κωνσταντινούπολη. Ξετρελαμένοι με όσα είδαν και με τον κόσμο που αντάμωσαν. Ξετρελαμένοι ειδικά με το Άγιον Όρος, όπου έμειναν δέκα ολόκληρες μέρες και γύρισαν όλα τα μοναστήρια και τις σκήτες.
Μετά την επίσκεψή τους στα Μετέωρα, θα πήγαιναν στην Αθήνα∙ από κει είχαν σκοπό να επιστρέψουν στην πατρίδα τους μέσω Ιταλίας. Καθηγητής ο ένας σε πανεπιστήμιο, διευθυντής μεγάλου εκδοτικού οίκου ο άλλος και φίλοι από τα παιδικά τους χρόνια. Εμείς ταξιδεύαμε με το δισάκι στον ώμο• με φορτηγά, με αγροτικά αυτοκίνητα, με ό, τι βρίσκαμε στον δρόμο. Μόνο λεφτά να μην ξοδέψουμε∙ πολύ μετρημένα τα είχαμε.
Τις μονές στα Μετέωρα τις γνωρίσαμε πολύ καλύτερα με τη δική τους γνώση και βοήθεια, παρά με την ξενάγηση των μοναχών! Όταν ολοκληρώσαμε την εκεί επίσκεψη, μας πρότειναν, αν θέλαμε, να μας πάρουν μαζί τους στην Αθήνα. Αυτή κι αν ήταν τύχη! Αργά το βράδυ μας κατέβασαν σε κάποιο φοιτητικό οικοτροφείο, αφού πρώτα ανταλλάξαμε διευθύνσεις, και εκείνοι συνέχισαν για το κέντρο της πόλης• είχαν κλείσει δωμάτιο ήδη από τη Γερμανία, προτού καν ξεκινήσουν για τη μεγάλη περιήγηση στα βόρεια της χώρας μας.
Κατενθουσιασμένοι από τη γνωριμία αυτή, γυρίσαμε στη βάση μας μια βδομάδα αργότερα. Το πατρικό μου, στο Νεστόριο, ένα κεφαλοχώρι του νομού Καστοριάς. Ο πατέρας μου είχε κληρονομήσει από τον παππού ένα χωραφάκι και είχε καταφέρει να κτίσει με προσωπική εργασία όλων μας ένα υποτυπώδες σπιτάκι δύο δωματίων. Στριμωγμένοι μεν, αλλά τα βολεύαμε.
Τα αδέλφια μου ακολούθησαν την τέχνη του πατέρα, κτίστες. Έλειπαν σχεδόν όλο τον χρόνο σε διάφορες πόλεις, όπου έβρισκαν μεροκάματο. Εγώ, προνομιούχος, έφτασα μέχρι το πανεπιστήμιο και φρόντιζαν όλοι να μην λείψει τίποτα από τον μελλοντικό επιστήμονα της οικογένειας! Δεν είχα φτάσει καλά-καλά στο σπίτι, προχωρημένο απομεσήμερο, όταν ακούστηκε έξω στο χωματόδρομο ο θόρυβος μηχανής αυτοκινήτου, πράγμα πολύ σπάνιο στη γειτονιά μας. Έτρεξαν οι πιτσιρικάδες και άρχισαν να με φωνάζουν.
Κάποιοι ξένοι, με μία μαύρη ξέσκεπη κούρσα έδειχναν το σπίτι μας και έλεγαν το όνομά μου. Βγήκα αμέσως έξω, και να, σχεδόν στο κατώφλι μας, έστεκαν οι δύο Γερμανοί φίλοι μου. Πού βρέθηκαν εδώ, όταν σκοπός τους ήταν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους από την Ιταλία; Βγήκε και η μάνα μου, όταν με άκουσε να συνομιλώ με δύο αγνώστους σε ξένη γλώσσα, και αμέσως πρότεινε να καλέσω τους κυρίους μέσα για τρατάρισμα. Μου εξήγησαν τότε εκείνοι, αρκετά ταραγμένοι, ότι κάτι συνέβη στην Αθήνα που τους έκανε να αλλάξουν σχέδια και να επιστρέψουν οδικώς, μέσω Γιουγκοσλαβίας. Με παρακάλεσαν δε, αν ήταν δυνατόν, να αφήσουν για ένα χρονικό διάστημα μία βαλίτσα σπίτι μου. Θα ερχόταν κάποιος δικός τους να την παραλάβει, αφού μου έδειχνε ένα χειρόγραφό τους σημείωμα και αφού προηγουμένως θα μου έστελναν ένα τηλεγράφημα, μια και δεν είχαμε τηλέφωνο σπίτι. Πολύ επιφυλακτικός στην αρχή. Αλλά, μόλις άκουσε η μάνα μου τι ζητούσαν οι Γερμανοί και ποιοι ήταν, άρπαξε τη βαλίτσα από τα χέρια τους και την τοποθέτησε μπροστά στα πόδια της. «Εγώ θα τη φυλάξω, πες τους, θα τη βάλω ανάμεσα στα στρωσίδια μας, στη ντουλάπα, να μην ανησυχούν καθόλου• θα την προσέχω σαν τα μάτια μου!». Αμέσως μετά σηκώθηκε να τους ετοιμάσει καφέ με βουτήματα.
Οι Γερμανοί μας ευχαρίστησαν, άφησαν πάνω στο τραπέζι ένα χαρτονόμισμα των εκατό μάρκων, σε περίπτωση που θα χρειαζόταν να μεταφέρω κάπου τη βαλίτσα και αναχώρησαν βιαστικά, γιατί ήθελαν να περάσουν τα σύνορα πριν βραδιάσει. Με είδε η μάνα σκεφτικό. Δεν είχαμε προφτάσει να ανταλλάξουμε κουβέντα ακόμη, με χάιδεψε στο κεφάλι στοργικά και μου είπε πως δεν υπήρχε λόγος να στενοχωριέμαι. Άλλωστε, ένα καλό κάναμε, μια απλή εξυπηρέτηση. Κι αυτοί ήταν τόσο κύριοι και τόσο ανοιχτοχέρηδες! Η βαλίτσα βρήκε τη θέση της ανάμεσα στα στρωσίδια, και όλοι στη γειτονιά ήθελαν να μάθουν ποιοι ήταν αυτοί οι αριστοκράτες που με έψαχναν, γιατί ήρθαν κι έφυγαν τόσο γρήγορα. «Φίλοι του γιου μου», καμάρωνε η μάνα «καθηγητάδες πανεπιστημίου από τη Γερμανία. Πέρασαν να τον χαιρετίσουν πριν γυρίσουν στην πατρίδα τους!», κι έκανε τους γείτονες να μένουν με το στόμα ανοιχτό και να θαυμάζουν το γιο της για τις σπουδαίες γνωριμίες του.
Πλησίαζαν Χριστούγεννα, το κρύο είχε σφίξει για τα καλά, όταν επέστρεψαν ο πατέρας με τα αδέλφια για να περάσουν τις γιορτές στο σπίτι. Θέλησε τότε ο πατέρας να βγάλει από τη ντουλάπα μια χοντρή κουβέρτα, γιατί έλειπε η μάνα σε επίσκεψη στη γειτονιά. Εγώ είχα επιστρέψει ήδη από τη συμπρωτεύουσα για τις διακοπές των Χριστουγέννων και είχα βγει να ανταμώσω μερικούς παλιούς φίλους. Καθώς έκανε να τραβήξει την κουβέρτα από το ψηλότερο σημείο της ντουλάπας, έπεσε κάτω η βαλίτσα. Απορημένος για τον περίεργο χώρο που βρέθηκε μία άγνωστη βαλίτσα, προσπάθησε να την ανοίξει και να δει τι περιείχε. Η βαλίτσα ήταν κλειδωμένη. Φώναξε τον αδελφό μου και εκείνος, χωρίς δεύτερη σκέψη, πήρε μια τανάλια και διέρρηξε την κλειδαριά. Μέσα υπήρχαν τέσσερις βυζαντινές εικόνες, τυλιγμένες προσεκτικά σε καφετιές κόλλες δεμάτων! Με την επιστροφή της μάνας, έμαθαν για τους ιδιοκτήτες της βαλίτσας και για την προθυμία της να τη φυλάξει, παρά τους δικούς μου ενδοιασμούς.
Τις εικόνες δεν πρόκειται να τις παραδώσω σε κανέναν απεσταλμένο τους. Ούτε τολμούμε, όμως, να το καταγγείλουμε στις αρχές, μήπως και έχουμε μπλεξίματα. Τις έβαλε η μάνα μου στα εικονίσματα και προσπαθώ τώρα να μάθω ποιανού αιώνα είναι. Όσο για το πού τις βρήκαν και πόσο πλήρωσαν γι’ αυτές, -μήπως από το Άγιον Όρος;-μάλλον θα μείνει άλυτο μυστήριο. Σκεφτόμαστε να τις χαρίσουμε στο Βυζαντινό Μουσείο και να πούμε ότι τις έφερε ο παππούς μας από τα Ανατολικά κράτη, όπου είχε καταφύγει στα πέτρινα χρόνια!
Σκοπεύω να ακολουθήσω τον κλάδο της Αρχαιολογίας και ειδικά της Βυζαντινολογίας, στο τρίτο έτος…
Δημοσιεύτηκε στο 4ο τεύχος του ηλεκτρονικού περιοδικού “NESTORIO:

Back to top button