Το χρώμα του τοίχου ήταν ίδιο με το χρώμα του παπαγάλου.
Πράσινο φωτεινό με άτακτες πινελιές.
Η ζωή του παπαγάλου ήταν ίδια με την ζωή του ιδιοκτήτη του.
Μονότονη.
Η ηλικία του ιδιοκτήτη ήταν ίδια με του παπαγάλου.
Ογδόντα πέντε χρονών.
Η φωνή του παπαγάλου είχε τον ίδιο τόνο με τη φωνή του ιδιοκτήτη.
Μπασα, βαθιά.
Η κίνηση του ιδιοκτήτη ήταν ίδια με του παπαγάλου.
Αργή.
Η ζωή και των δύο ήταν παρόμοια.
Ο ένας ζούσε σε ένα σιδερένιο κλουβί και ο άλλος σε ένα τσιμεντένιο σπίτι.
Ο παπαγάλος ήρθε με πλοίο από την Καραϊβική στον Πειραιά, όπως και ο άντρας που έφτασε από το νησί του στο ίδιο λιμάνι.
Ο παπαγάλος κλείστηκε σε ένα κλουβί και μεταφερόνταν απο αγοραστή σε αγοραστή και μεγαλώνοντας από σπίτι σε σπίτι.
Ο άνθρωπος κλείστηκε οικότροφος σε ίδρυμα και μεταφερόνταν από σχολείο σε σχολείο και αργότερα μεγαλώνοντας από εργασία σε εργασία και από πόλη σε πόλη.
Βρέθηκε τυχαία ο ένας στην ζωή του άλλου.
Μια γυναίκα, η γυναίκα του, όταν χώρισε τον άντρα, του άφησε τον παπαγάλο που μόλις είχε αγοράσει για να του τον κάνει δώρο.
Ο άντρας δεν ήθελε τον παπαγάλο και ο παπαγάλος δεν συμπάθησε την αντρική φιγούρα.
Ο άντρας κράτησε από εκδίκηση τον παπαγάλο κι παπαγάλος άρχισε να μιλάει με τη φωνή του άντρα.
Ο άντρας συχαίνονταν την φωνή του και τη ζωή του.
Ο παπαγάλος συχαίνονταν το φαγητό που του έδινε ο άντρας και το κλουβί του.
Ζήσανε έτσι μαζί σαράντα τρία χρόνια.
Πρώτος, ένα βράδυ Κυριακής, πέθανε ο άντρας .
Ποτέ δεν παραδέχτηκε πόσο αγαπούσε τον παπαγάλο, τον παπαγάλο που του θύμιζε την υπέροχη πολύχρωμη ζωή με τη γυναίκα του.
Μετά από επτά ημέρες, σχεδόν την ίδια ώρα Κυριακή ήταν, πέθανε κι ο παπαγάλος κοιτώντας το άντρα που στέκονταν ακίνητος στην πολυθρόνα. Ποτέ δεν του έδειξε πόσο πολύ τον αγάπησε όλα αυτα τα χρόνια και ας τον τάιζε εκείνους τους άγευστους σπόρους. Ήταν ο μόνος άνθρωπος που τον φρόντισε με τόση σιωπή και ηρεμία.
Ήταν ένας ήσυχος παπαγάλος μακάο.
Τους βρήκανε μετά από πέντε μήνες σε πλήρη αποσύνθεση.