Σ’ αυτή τη χώρα, μπορεί να σκοτωνόμαστε μεταξύ μας, όμως, όλα κι όλα, λατρεύουμε τους προγόνους! Και τους λατρεύουμε, έτσι από συνήθεια… χωρίς να νιώθουμε την ανάγκη να τους μελετάμε.
Σκέφτομαι τι άραγε θα βρουν να λατρέψουν οι επίγονοι από εμάς, απ’ αυτόν τον δυσερμήνευτο κόσμο του δυο χιλιάδες και κάτι ψιλά, που θα παραλάβουν.
Ζούμε τόσο έντονα την αντίφαση, που έχει χαθεί το μέτρο της κρίσης και της σύγκρισης. Η διπολικότητα έχει γίνει συνώνυμη της κανονικότητας.
Είναι δυνατόν να περηφανεύεται ο επίγονός μας; Αποκλείεται! Κι αν το κάνει…ή ηλίθιος θα έχει καταντήσει ή προγονόπληκτος!
Γιατί να περηφανευτεί; Για μια πατρίδα που φασκιώνεται με σημαίες, φοράει περικεφαλαίες, αλλά… «ξέρει μόνο να γράφει τ’ όνομά της, κι εκείνο στα λατινικά»;
Να περηφανευτεί για έναν πρόγονο που φουσκοπερηφανεύεται για την πλούσια γλώσσα του, αλλά ο ίδιος για να είναι «in» κιόλας, ξεπέφτει στον μιμητισμό της ξενολαγνείας;
Να περηφανευτεί για την παγκοσμιοποιημένη κοινωνία, όπου τη σαρωτική λαίλαπα της ισοπέδωσης την ονομάτισε συγχρωτισμό ή αλληλεπίδραση;
Να περηφανευτεί, άραγε, για την ενοποιημένη και αλληλέγγυα Ευρώπη, που πέταξε το ιεροφυλάκιο του δυτικού πολιτισμού, την ιερή Τράπεζα της Δημοκρατίας, της Τέχνης και της Επιστήμης στο καλάθι της Ιστορίας, για να ξεπλύνει τα ανοίγματα και τις ανομίες των τραπεζών της πλουτοκρατίας;
Τι να θαυμάσει ο μετα-Έλληνας, μου λέτε;
Μήπως τα χαμένα εκατομμύρια ψυχές των Ελλήνων που δεν τόλμησαν να γεννηθούν, γιατί πάνω απ’ το λαβωμένο κορμί της πατρίδας καραδοκούσαν τα σαγόνια του δημογραφικού Κέρβερου και της αδηφάγας Σκύλλας οικονομικής κρίσης;
Πώς να κατανοήσει ο μετα-Έλληνας την «Σιλωάμ» σοφιστεία ότι: «όλοι μαζί τα φάγαμε!» όταν οι «όλοι» έχουν καταντήσει κλασματικές μονάδες και οι λίγοι θηριώδη ποσοστά;
Πώς να καταπιεί τον διακηρυγμένο σουρεαλισμό των Ευρω-ταγών, ότι για να προκόψει ένας λαός, πρέπει να φτωχύνει μέχρι επαιτείας ή σκουπιδοφαγίας;
Πώς να «χωνέψει» τη μαθηματική ευδαιμονία των αργυρώνητων μπουρδολόγων της οθόνης, όταν λείπει το ψωμί απ’ το τραπέζι;
Πώς γίνεται οι εξοπλιστικές δαπάνες να είναι ανάλογες του φόβου που τις προκαλεί; Κοντολογίς, πώς γίνεται όσο πιο πολλά αεροπλάνα και φρεγάτες αγοράζεις, τόσο περισσότερο να φοβάσαι τον εχθρό;
Τι να θυμηθεί από την Ιστορία ο μετα-Έλληνας και να μην πικρογελάσει;
• Να θυμηθεί την επί ίσοις όροις, φορολογία κατοίκησης σε ακριτική και φθίνουσα περιοχή, όταν το Βυζάντιο επιδοτούσε χίλια πεντακόσια χρόνια νωρίτερα τον ακριτισμό;
• Να θυμηθεί την παρανοϊκή φορολογία καυσίμων σε περιοχές με ακραίες καιρικές συνθήκες; Να θυμηθεί ότι επινοήθηκε ο όρος «νησιωτικότητα», αλλά δεν υπήρξε περαιτέρω έμπνευση για «ορεινότητα» ή «κλιματικότητα»;
• Να θυμηθεί την πώληση των προσοδοφόρων κρατικών επιχειρήσεων (βλέπε ΟΠΑΠ, Εγνατία), στο όνομα της απελευθέρωσης της αγοράς από τον «δυνάστη» κράτος (δηλαδή τον λαό);
• Να θυμηθεί τη λαϊκή και κοστοβόρα αλληλεγγύη στις τράπεζες, για να πλειστηριάζουν μετέπειτα εκείνοι, με απάνθρωπες διαδικασίες τα σπίτια των αλληλέγγυων «κορόιδων», σε συνέργεια με τους δήμιους των φαντς;
• Να θυμηθεί ο μετα-Έλληνας το δημόσιο σχολείο, που από διδακτήριο μετατράπηκε σε εκπαιδευτήριο ή πιο κομψά σε «Ωνάσειο», αλλά θα εξακολουθήσει λέει να είναι δημόσιο;
• Να θυμηθεί τους δεκανείς και λοχίες της Εκπαίδευσης, που στη συντριπτική τους πλειοψηφία δεν έχουν αρθρώσει αντίλογο στις όποιες επιχειρούμενες πολιτικές διάλυσης της δημόσιας εκπαίδευσης, ανταλλάζοντας την επιστημοσύνη και τις όποιες αγωνιστικές τους δάφνες, «αντί πινακίου φακής»;
• Να θυμηθεί τους «επαείοντες» των συγκοινωνιών που ντρέπονταν σαν άκουγαν τις καταγγελίες για τους κινδύνους των σιδηροδρομικών γραμμών, αλλά δεν ντρέπονταν να επανεκλεγούν ή έστω να παραμείνουν μόνοι κι έρημοι στα ορεινά έδρανα της «Βολής» των Ελλήνων;
• Να θυμηθεί τους μηχανοδηγούς της χώρας, που «τω καιρώ εκείνω» βάφτιζαν το έγκλημα ατύχημα και αντί να κλαίνε για τους 57 σταυρούς των Τεμπών, δάκρυζαν για τους σιδερένιους των ορέων ή τους χίλιους πενήντα εφτά σταυρούς των ψηφοδελτίων που θα έχαναν;
• Να θυμηθεί ο επίγονος τους μηχανοδηγούς της ζωής μιας χώρας, που αναιδώς δήλωναν, ότι για τον διασυρμό της πατρίδας δεν ευθύνεται η ανεπάρκεια, η ανικανότητα, η διαφθορά, μα οι γονείς των νεκρών παιδιών στα Τέμπη;
Τι να πρωτοθυμηθούν οι επίγονοί μας! Χιλιάδες ερωτηματικά ακόμα θα προσπαθούν να αναλύουν στο μέλλον. Θα κλαιν, θα γελούν με τις αντιφάσεις μας και στην απελπισία επάνω, θα το ρίχνουν στο τραγούδι: «Όμορφη και παράξενη πατρίδα, ωσάν αυτή που μου ‘λαχε δεν είδα…»
3 λεπτά ανάγνωση