Δεν είμαι μόνη σήμερα, παιδί μου!
Σήμερα είμαστε χιλιάδες!
Κοίταξε κάτω!
Ποτάμια ανθρώπινα οι δρόμοι!
Το δίκιο τους εκβάλλει στις πλατείες.
Με του συρμού τα τσακισμένα σίδερα,
κοίτα, μια σκάλα έχουν στήσει ως τον ουρανό,
για ν’ ανεβώ ψηλά εγώ, παιδί μου,
να καθαρίσω την ψυχή σου απ’ τον φόβο,
λίγες ανάσες να σου φέρω οξυγόνο!
Τρέμουν οι σκυλευτές τούτη την ώρα!
Τρομάζουν απ’ τις δίνες της πλατείας!
Φοβούνται μην τους καταπιούν!
Λουφάζουν μέσα στα «σκουπίδια» της αλήθειας,
κρύβονται κάτω απ’ τα μπαζωμένα κόκαλά σου.
Ψηλότερα σήμερα στέκομαι, παιδί μου!
Κοντύτερα στης αθωότητας τη γαλανή πατρίδα!
Σε βλέπω πιο χρωματιστά, πιο καθαρά,
στα κύματα τα συννεφένια να σερφάρεις.
Δεν ήταν εύκολο, παιδί μου,
στη σκυλευμένη αλήθεια σου να φτάσω.
«Τους εμπτυσμούς, τα κολαφίσματα»
Τις ύβρεις των δειλών να ξεπεράσω.
Έκλαψα, ναι! Πόνεσα, πολύ!
Όμως δεν πισωγύρισα στιγμή!
Τον γόρδιο του πνιγμού στ’ ορκίζομαι θα κόψω,
ώσπου τα φιμωμένα τα «γιατί» σου να ξελευτερώσω.
Της Νέμεσης τ’ αστέρι,
υπόσχομαι, παιδάκι μου, να βρω.
Στ’ ορκίζομαι, ομορφιά μου!
Ορκίζομαι σ’ ό, τι έχω ιερό!
Ορκίζομαι στα σκόρπια κόκαλά σου!
Να σου φέρω τ’ οξυγόνο που χρωστώ!
1 λεπτό ανάγνωση