Ο Φίλιππος Πετσάλνικος έφυγε από τη ζωή μέσα στον χαμό της πανδημίας, σε ώρες ιδιαίτερα δύσκολες, ατομικά και συλλογικά. Δεν μπορέσαμε να τον αποχαιρετήσουμε στην κηδεία του. Προσωπικά, αμέλησα να κρατήσω στο ημερολόγιό μου υπενθύμιση για τα μνημόσυνα που ακολούθησαν. Δεν ήμουν, δυστυχώς, ούτε εκεί. Ας είναι λοιπόν το ακόλουθο η πληρωμή της δικής μου οφειλής.
Είναι 2011, η χώρα είναι στα μνημόνια, η απαισιοδοξία στα ύψη, ο κόσμος διαιρεμένος και το κράτος πρόνοιας αντιμέτωπο με υπαρξιακή απειλή. Εγώ είμαι 38 ετών, πατέρας ενός 10χρονου αυτιστικού αγοριού και μίας 4χρονης πιτσιρίκας που μεγαλώνει στη σκιά ενός άνισου αγώνα που δίνω ως πρόεδρος της Εταιρείας Προστασίας Ατόμων με Αυτισμό -Δ.Α.Δ. Ν. Καστοριάς, αγώνα για να γίνει κάτι επιτέλους στην ξεχασμένη από όλους γωνιά της χώρας. Ο αγώνας αυτός είχε ξεκινήσει 6 χρόνια πριν, από τρεις αρχικά οικογένειες οι οποίες στην πορεία έγιναν περισσότερες και κατάφεραν να ακουστούν, έστω, οι φωνές των αυτιστικών ατόμων της Καστοριάς.
Από το 2005 ως το 2011, ημερομηνία σταθμό στην ιστορία του Σωματείου, δεν υπήρξε ημέρα και ώρα που να μην τη μοιράσω μεταξύ τριών ιδιαίτερα απαιτητικών πλαισίων υποχρεώσεων. στο σπίτι, τη δουλειά, το Σωματείο. Δεν υπήρχε “κενό” για μένα στο σχολείο όπου εργαζόμουν, υπήρχε “περιθώριο” να τελειώσει μία δουλειά του σωματείου. Δεν υπήρχε “προσωπικός χρόνος”, υπήρχε “ευκαιρία” για ευαισθητοποίηση και ενημέρωση, φίλων, γνωστών, αγνώστων, αιρετών, όλων, παντού και με κάθε δυνατό τρόπο. Άρθρα, αναρτήσεις, ημερίδες, ομιλίες σε μέσα ενημέρωσης, παρεμβάσεις σε σχολεία και υπηρεσίες. Έκθεση μέχρι εξαντλήσεως και συχνά μέχρι παρεξηγήσεως των κινήτρων της.
Ο κόσμος ωστόσο άκουγε. Ήθελε να μάθει. Ήθελε να του πούμε πώς μπορεί να βοηθήσει. Η Πολιτεία δυστυχώς δεν έδειχνε το ίδιο ενδιαφέρον. Θα θυμάμαι πάντα τον εμπαιγμό γενικών γραμματέων, υφυπουργών, υπουργών σε κεντρικό επίπεδο αλλά και την αδιαφορία των αιρετών, σε τοπικό. Στις εξαιρέσεις δεσμεύομαι να επανέλθω, όχι όμως σήμερα, όχι σε αυτό το κείμενο που είναι αφιερωμένο αλλού. Έχοντας λοιπόν από καιρό μάθει πώς παίζεται το παιχνίδι, ήξερα ότι οι πιθανότητες να παρακαμφθεί η λογική του υπολογισμού του αντίκτυπου στην εκλογική βάση προκειμένου να υιοθετηθεί η λογική της κάλυψης του αντικειμενικά επείγοντος, δεν ήταν μαζί μου. Η Καστοριά ήταν και είναι η τελευταία τρύπα του ζουρνά, οι ψήφοι της μετρημένοι, σταθεροί και -κυρίως- λίγοι. Μεγάλες ανάγκες υπήρχαν και θα υπάρχουν πάντα και παντού και το παντού περιλαμβάνει τις περιοχές με περισσότερο κόσμο, περισσότερους βουλευτές, περισσότερα και μεγαλύτερα μέσα ενημέρωσης, ισχυρότερους αυτοδιοικητικούς παράγοντες, αποτελεσματικότερους μοχλούς πίεσης, μεγαλύτερους και ισχυρότερους οικονομικούς παράγοντες. Είχα αρχίσει να χάνω την ελπίδα ότι θα συγκινήσουμε κάποιον πραγματικά ισχυρό ή ότι θα αλλάξει με κάποιον μαγικό τρόπο η λογική του διαχωρισμού των περιοχών με κριτήριο όχι την ανάγκη των ευάλωτων πολιτών της αλλά το ψηφοθηρικό κέρδος.
Δεκάδες επιστολές προς τα αρμόδια υπουργεία, Υγείας, Παιδείας, Εργασίας, επιστολές προς αιρετούς, τοπικούς και κυβερνητικούς. Ώρες ατελείωτες, ημέρες, μήνες μελέτης της νομοθεσίας, προετοιμασίας προτάσεων, αιτιολόγησης της ανάγκης να γίνει επιτέλους κάτι. Το προσωπικό και οικογενειακό κόστος τεράστιο. Κούραση, ματαίωση, αίσθημα απόρριψης, ένταση στο σπίτι, απώλεια εισοδήματος λόγω πρακτικής αδυναμίας να βρεθεί και να επενδυθεί χρόνος σε κάτι άλλο, φθορά και απογοήτευση από κακοπροαίρετη κριτική, δυστυχώς ακόμη και από γονείς ατόμων στο φάσμα, εκμετάλλευση, πονηριά, υποκρισία πολλών και για πολλούς λόγους.
Κάτι έπρεπε λοιπόν να αλλάξει. Η στρατηγική δεν ήταν η σωστή. Λέγαμε πολλά ενώ έπρεπε να πούμε λίγα και καλά. Να χωρέσουν σε μία σελίδα. Τα χώρεσα λοιπόν και έκανα το τηλέφωνο για ραντεβού στο γραφείο του Φίλιππου Πετσάλνικου, Προέδρου τότε της Βουλής. Του είχα από πριν στείλει τη μία σελίδα με τη συμπύκνωση των συλλογικών μας ελπίδων.
Ως τη μέρα εκείνη, η σχέση μου με τον Φίλιππο Πετσάλνικο μπορούσε να περιγραφεί με πολύ απλό και σύντομο τρόπο. Εγώ ήξερα ποιος και τι είναι, εκείνος δεν είχε ιδέα για μένα. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα.
Η οικογένειά μου δεν ψήφιζε ΠΑΣΟΚ, οπότε δεν ήμασταν γραμμένοι στα κιτάπια του πολιτικού του γραφείου. Ο πατέρας μου είχε στο παρελθόν συγκρουστεί με τον βουλευτή Πετσάλνικο για ζητήματα που αφορούσαν το ΙΚΑ Καστοριάς και ενώ είχε το δίκιο με το μέρος του, δυστυχώς δεν μπόρεσε να το βρει. Η σελίδα στο χέρι μου είχε λοιπόν και αόρατες “υποσημειώσεις” που με ανησυχούσαν πολύ. “Στην Ελλάδα ζούμε”…
Η εικόνα που αντίκρισα όταν πήγαμε με το διοικητικό συμβούλιο στο ραντεβού και βρεθήκαμε στην αίθουσα αναμονής, δεν με έκανε να αισιοδοξήσω. Μου ήταν γνώριμη, είχα άλλωστε “θητεύσει” και σε πολιτικό γραφείο βουλευτή της ΝΔ. Κόσμος πολύς να περιμένει, άλλο ένα σωματείο ανάμεσά του, με “δίκαια αιτήματα”. Περιμέναμε γύρω στα 15 λεπτά. Μπορώ να ζωγραφίσω τώρα τη διάταξη των επίπλων, θυμάμαι τα πρόσωπα και τα ονόματα των γνωστών στο χώρο αναμονής, θυμάμαι ακόμη και το περιεχόμενο της κουβεντούλας με τους τοπικούς δημοσιογράφους. “Επεισοδιακή” λέγεται η μνήμη αυτή, όπως έμαθα πρόσφατα. Το γεγονός αποτυπώνεται ανεξίτηλα στο μυαλό λόγω της συναισθηματικής φόρτισης. Θυμάμαι τη Μάρθα να μου λέει “περάστε Γιώργο, θα σας δει τώρα”. Μπήκαμε κατά προτεραιότητα.
-“Καλημερα, καλωσήρθατε. Ποιος το έγραψε αυτό;”, με ρώτησε αμέσως.
Του εξήγησα ότι “αυτό” ήταν μια απέλπιδα προσπάθεια να χωρέσουν όλα στο περιθώριο προσοχής που έχει να διαθέσει ένα πολυάσχολο άτομο. Του εξήγησα γιατί επέλεξα τη συγκεκριμένη διάρθρωση των παραγράφων. Ποιοι είμαστε, τι ζητάμε, γιατί πρέπει να γίνει, πώς προτείνουμε να γίνει, πώς θα βοηθήσουμε εμείς για να γίνει.
-“Επειδή δεν γνωρίζετε ενδεχομένως τον αγώνα μας κ. Πρόεδρε…”
-“Σας γνωρίζω και σας παρακολουθώ”, απάντησε και ζήτησε από τους συνεργάτες του να του δώσουν τα τηλέφωνα των υπηρεσιών του Υπουργείου. Τα όσα ακολούθησαν είχαν και μία κωμική διάσταση.
Δεν τηλεφώνησε στον υπουργό αλλά στους υπηρεσιακούς παράγοντες. Ο πρώτος που απάντησε στο τηλέφωνο δεν πίστεψε ότι μιλά με τον Πρόεδρο της Βουλής. Αφού ο Πρόεδρος τον διαβεβαίωσε ότι πράγματι μιλά με τον ίδιο, ζήτησε να μάθει πώς προχωρά το επίσημα κατατεθημενο από το Σωματείο αίτημα για έγκριση σκοπιμότητας. Ακολούθησαν τηλέφωνα σε άλλα δύο στελέχη της ιεραρχίας, πάντα στο ίδιο πνεύμα και στο ίδιο κλίμα ευγενούς προσέγγισης και σεβασμού του ρόλου τους. Τελικά φτάσαμε στη Διεύθυνση Ψυχικής Υγείας και την τότε διευθύντρια, για την οποία ο Πρόεδρος διαπίστωσε ότι επρόκειτο για παλιά του συνεργάτιδα από τη θητεία του σε άλλο υπουργείο. Ήταν πολύ σύντομος.
-“Σε παρακαλώ πολύ να εξετάσετε πολύ προσεκτικά το αίτημα αυτό και θέλω να ξέρεις ότι οι άνθρωποι εδώ είναι σοβαροί και θα το τρέξουν όπως πρέπει να τρέξει”. Μας διαβεβαίωσε ότι θα το παρακολουθεί προσωπικά και μου ζήτησε να τον ενημερώνω για τις εξελίξεις. Φύγαμε από το γραφείο του με μία αίσθηση αμηχανίας. Είχαμε μόλις παρακολουθήσει μια εξαιρετική θεατρική παράσταση ή μπορούσαμε επιτέλους να ελπίσουμε βάσιμα;
Τρεις εβδομάδες αργότερα, Σάββατο απόγευμα στο σπίτι με τη μικρή μου κόρη αγκαλιά, δέχομαι τηλεφώνημα από τη Διευθύντρια Ψυχικής Υγείας.
– “κ. Πάνο καλησπέρα. Εξετάσαμε προσεκτικά το αίτημά σας και θέλω να σας κάνω μία μόνο ερώτηση. Μπορούμε να βασιστούμε στο ότι θα ανταποκριθεί το σωματείο στις υποχρεώσεις που θα αναλάβει; Αντιλαμβάνεστε ότι η ευθύνη είναι μεγάλη…”.
“Είμαστε γονείς αυτιστικών ατόμων”, της απάντησα. “Να είστε βέβαιη ότι δεν υπάρχει κανείς που να αντιλαμβάνεται καλύτερα το μέγεθος της ευθύνης, ούτε υπάρχει άλλος που θα εκτιμούσε περισσότερο την ευκαιρία, εφόσον μας δοθεί”.
-“Καλώς “, μου απάντησε, “θα σας ενημερώσουμε για τις εξελίξεις, εφόσον καταλήξουμε οριστικά”.
Τα υπόλοιπα είναι ιστορία για το Σωματείο και τον αυτισμό στην Καστοριά.
Το 2012 ξεκίνησε τη λειτουργία του το “Κέντρο Ημέρας για παιδιά, εφήβους και νεαρούς ενήλικες με αυτισμό – Δ.Α.Δ. Ν. Καστοριάς” και διανύει φέτος το 13ο έτος του. Με πυρήνα αυτό, η προσπάθειά μας για την ίδρυση νέων δομών που θα καλύπτουν όλες τις ανάγκες των αυτιστικών ατόμων συνεχίζεται στον ίδιο ρυθμο, χάρη στις αδιάκοπες προσπάθειες όλων των διοικήσεων που ανέλαβαν τις τύχες του Σωματείου και τη στήριξη των φίλων μας και της τοπικής κοινωνίας.
Δεν κλείνω εδώ ωστόσο την πληρωμή της οφειλής προς τον Φίλιππο Πετσάλνικο.
Αυτό που έχει ίσως την ίδια αξία να καταγραφεί είναι η στάση του πολιτικού μετά την έγκριση στην οποία συνέβαλε καθοριστικά. Συναντηθήκαμε τρεις φορές συνολικά. Η μία σε μία εκδήλωση βασιλόπιτας του Σωματείου και οι δύο άλλες τυχαία στο δρόμο. Και τις τρεις φορές, το μόνο που με ρώτησε ήταν αν χρειαζόμαστε κάτι. Σε αντίθεση με πολλούς άλλους παράγοντες του τόπου, ποτέ δεν τηλεφώνησε σε κανένα μέλος των διοικήσεων για να ζητήσει το οτιδήποτε ως αντάλλαγμα της βοήθειάς του.
Για μένα λοιπόν, ο Φίλιππος Πετσάλνικος καταγράφεται στην ιστορία του Σωματείου μας ως ο πολιτικός που πίστεψε σε αυτό και συνέβαλε καθοριστικά στην πραγμάτωση του πρώτου και ίσως καθοριστικότερου στόχου του.
Αυτή είναι η προσωπική μου άποψη γύρω από τον ρόλο του και ως τέτοια την καταγράφω, ελπίζοντας να αρκεί για να αποδώσει το μέγεθος της αναγνώρισης που θέλω να αποτυπώσω.
Είναι αυτή μία οφειλή κυρίως προσωπική. Είναι ένα κερί στη μνήμη του. Παρακαλώ θερμά να γίνει σεβαστή η φύση της ανάρτησης αυτής και λέω προκαταβολικά ότι δεν θα επιτρέψω σχόλια που αναφέρονται στις άλλες πτυχές της προσωπικότητας αυτής, ούτε στη συνολική του πολιτική διαδρομή και τον πολιτικό του βίο. Όποιος επιθυμεί να κάνει κάτι τέτοιο, ας το κάνει στο δικό του προφίλ.
Αυτό που μόλις διαβάστηκε είναι ένα προσωπικό ευχαριστώ που δεν πρόλαβε να ειπωθεί όπως έπρεπε λόγω της συνήθους πλάνης της φύσης μας περί επάρκειας χρόνου και ευκαιριών για ευχαριστίες. Το απευθύνει ένας γονέας ατόμου με αυτισμό σε έναν πολιτικό που άκουσε, ενήργησε και συνέβαλε χωρίς να ζητήσει ανταλλάγματα. Δεν συμβαίνει συχνά. Είναι ένα υπόδειγμα στάσης και ένα παράδειγμα προς μίμηση. Ως τέτοιο ελπίζω να το αντιληφθούν και τα πολιτικά πρόσωπα του σημερινού προσκηνίου.
Γιώργος Πάνος
6 λεπτά ανάγνωση