
Μια πλάβα «κουρελού, χιλιομπαλωμένη», έξω απ’ τα νερά της, αργοπεθαίνει σε μια κόχη της ακρολιμνιάς! Χρόνια αλήτευε στο νερό πότε στα ρηχά πότε στα βαθιά πότε στην ακρολιμνιά πότε στ’ αρμενοστάσι πότε στα καλαμοτόπια πότε στα κοσμοπολίτικα στέκια. Άκουσε όλους τους μονόλογους του ψαρά, χάρηκε με τη χαρά του, ένιωσε την αγωνία του, τον συμπόνεσε στις αποτυχίες του. Έζησε μεγάλες στιγμές στο νερό. Με τα δίχτυα αδειανά ή φορτωμένα, με τους κύκνους να της ανοίγουν τον δρόμο, με τους πελεκάνους να πολιορκούν το φορτίο, με τον ήλιο να τονίζει τη γαλανή μόστρα ή την αντάρα να την σκεπάζει, περνούσε ο καιρός. Στην αναδουλειά, λικνιζόταν γλαροστόλιστη στο βόρειο αρμενοστάσι, άκουγε το μινόρε του νερού και ονειρευόταν ταξίδια μακρινά σε άγνωστα, βαθιά νερά, μ’ αλλόκοτα θηρία.
Όλα πια έχουν τελειώσει. Η κουρελόβαρκα αργοσαπίζει στην άκρη του δρόμου. Έχασε τον λαμνοκόπο, τα δίχτυα, τα κουπιά, το χάδι του νερού.
Κάθεται επάνω στις δάφνες της, κλαίει βουβά κι αναθυμάται!
Αντώνης Παπαδόπουλος