Καστοριά

“Ξύπνα Λάζαρε”: Χρονογράφημα από τη Θεοφανώ Θεοχάρη

Παραμονές του Λαζάρου. Μία κρύα Απριλιάτικη νύχτα, περασμένα μεσάνυχτα, η οικογένεια επέστρεφε από επίσκεψη στο σπίτι της γιαγιάς και των θείων.
Είχαν πάει «πρεμεντί». -Τζάνεμ σεκλέτι, που έλεγε η γιαγιά! Να περάσουν λίγες ώρες ευχάριστα και με την ευκαιρία να ζητήσει από τον κουνιάδο του 5.000 δραχμές δανεικές και μαζί με τις δικές του οικονομίες, να αγοράσει ποδήλατα, να ανοίξει μαγαζί και να τα νοικιάζει. Αλλιώς είναι ένα μαγαζί με δέκα ποδήλατα, αλλιώς ένα με εξήντα. Καθώς δεν υπήρχε άλλο αντίστοιχο στην μικρή πόλη τους, οι προοπτικές ήταν άριστες.
-Πέντε χιλιάδες δραχμές θέλεις; -Πέντε χιλιάδες συμβουλές ευχαρίστως να σου δώσω! Απάντησε ο θείος Κώτσιος.
-Καλά θα περάσω κάποια μέρα να μου τις δώσεις. Που ξέρεις μπορεί να τις δεχτούνε, για προκαταβολή!
Απάντησε ο άνδρας, ειρωνικά και σηκώθηκε να φύγει.
Η γυναίκα και το παιδί έτρεξαν ξοπίσω του.
-Δεν περίμενα κάτι καλύτερο από τον αδερφό σου. Είπε νευριασμένος στην γυναίκα του. Ακούς εκεί! Να μου δώσει εμένα, αυτός, πέντε χιλιάδες συμβουλές! Ποιος; Αυτός! Και με θυμωμένη και νευρική φωνή πρόσθεσε.
-Να πεις στον αδερφό σου από αύριο να πηγαίνει στην δουλειά ποδαρόδρομο. Έναν χρόνο τον κουβαλάω πίσω στην σκάρα του ποδηλάτου. Τον πάω και τον φέρνω δέκα χιλιόμετρα στην δουλειά κουρασμένος εγώ και αυτός απολαμβάνει βολτούλα, εις υγείαν το κορόιδο.
-Γιατί δεν του λες να οδηγήσει και αυτός και εσύ να κάθεσαι στην σκάρα;
-Του είπα, αλλά κόντεψε να μας ρίξει στο αυλάκι. Ο άθλιος προσποιείται ότι δεν ξέρει ποδήλατο. Ο παμπόνηρος, ο τεμπέλης ο αδερφός σου!
-Μα ξέρει ποδήλατο!
-Λέει ότι, όταν κουβαλάει άλλον, δεν μπορεί να οδηγήσει! Δέκα φορές έριξε κάτω το ποδήλατο. Το κάνει επίτηδες. Φοβάμαι μην το σπάσει και αναγκάζομαι να οδηγώ εγώ. Αλλά δεν φταίει αυτός! Εγώ φταίω, που τον έβαλα στην δουλειά και χόρτασε ψωμί ο νηστικός! Και να το «ευχαριστώ!»
Η γυναίκα ήταν πολύ στενοχωρημένη.
-Δίκιο έχεις, είπε και βιάστηκε να δικαιολογήσει τον αδερφό της.
-Ποιος ξέρει, ίσως να μην είχε να σου δώσει ο καημένος.
-Τότε να το βουλώνει και να μη δίνει συμβουλές. Να τις κρατάει, για τον εαυτό του.
-Δίκιο έχεις ξαναείπε η γυναίκα.
-Και η μάνα σου; Ακούς να βάλει τσουκνίδες στην σπανακόπιτα! Ακούς τσουκνίδες! Ούτε αυγά, ούτε λίγο τυρί! Τι να πεις! Χωριάτες από τα Όντρα!
-Νηστεύουν. Πάσχα έρχεται Θωμά μου.
-Σαράντα μέρες νηστεύουν;
-Η μάνα μου όλη την νηστεία του Πάσχα την κρατάει. Δεν της είπαμε, ότι θα πάμε, για να ετοιμάσει κάτι άλλο. Αφού ξέρεις πόσο θεοσεβούμενη είναι.
-Ο αδερφός σου όμως μια χαρά καταβροχτίζει ψωμοτύρι και αυγά βραστά στην δουλειά. Κατά τα άλλα νηστεύει. Κατά τα άλλα θεοσεβούμενος. Άντε περπάτα γρήγορα. Δεν μπορώ να σας περιμένω. Φυσάει δυνατός αέρας, είπε και δυνάμωσε το βήμα.
-Και τα ανεπρόκοπα τα αδέρφια σου στο βουνό πήγαν και έχτισαν σπίτι. Χωριάτες ήταν και χωριάτες μείνανε. Πάλι καλά, που δεν σας έφαγαν οι λύκοι. Ενώ εγώ στην πλατεία. Αλλά ξέρω, επειδή είχα σπίτι στην πλατεία με παντρεύτηκες. Για να φύγεις απ΄το παλιοχώρι σας.
-Ούτε προίκα, ούτε λίρες, ούτε χωράφια σου δώσανε. Ξεβράκωτη σε πήρα. Ο πατέρας σου ο μακαρίτης, σου έταξε εκείνο το χωράφι το μεγάλο, 12 στρέμματα στον Μερά. Έκλεισε τα μάτια του το γεροντάκι και τώρα τα αδέρφια σου κάνουν το κοροΐδο. Δες πως σ΄ έχω! Βασίλισσα! Ανοίγεις τα παράθυρα και απλώνεται ως τον ορίζοντα η ματιά σου. Και βλέπεις κάμπο και βουνά πράσινα και τα χωριά κρεμασμένα. Βλέπεις και το χωριό σου και ανοίγει η ψυχή σου. Ανοίγεις την εξώπορτα και η πλατεία και τα μαγαζιά γύρω σου. Καταστήματα, γειτόνισσες, όλα τα έχεις. Τι σου λείπει; Αλλά το είπες, το παραδέχτηκες. Για το σπίτι με παντρεύτηκες!
-Και γιατί είσαι ψηλός και όμορφος! Είπε η γυναίκα.
Ο άνδρας δεν είπε τίποτε. Ήταν αρκετά θυμωμένος με τον κουνιάδο του και έκανε πως δεν άκουσε τα επαινετικά λόγια της γυναίκας του.
Καθώς ήταν ψηλός με μακριά πόδια έκανε μεγάλα βήματα και νευριασμένος καθώς ήταν έκανε ακόμη μεγαλύτερα τώρα.
-Περπάτα! Άντε μη σας αφήσω στον δρόμο και θα φύγω. Είπε.
-Δεν μπορώ. Έχω την Ελενίτσα. Το παιδί δεν μπορεί να σε φτάσει. Μωράκι είναι.
-Ένα χέρι εσύ, ένα εγώ, θα πάμε πιο γρήγορα.
-Θες να της βγάλουμε πάλι κάνα χέρι; Ξέχασες; Μέρα παρα μέρα της βγαίνει το χέρι από τον ώμο. Πότε το ένα και πότε το άλλο. Και τρέχουμε κάθε τόσο στους πρακτικούς. Πότε στον κυρ Μασλίγκα, πότε στην γιαγιούλα την μάνα του γιατρού. Κάθε φορά ένα τάλιρο, για να βάλουν το χέρι στον ώμο. Μέχρι που βαρέθηκε η γιαγιούλα και μου είπε: – Έλα να σου δείξω πως να το βάζεις μόνη σου, γιατί έτσι που πάτε η Ελενίτσα θα σου φάει μια περιουσία, ώσπου να μεγαλώσει και να “δέσουν” τα κόκκαλα. Βέβαια αυτή χρησιμοποιεί χλιαρό νερό και σαπουνάδα σε μια λεκάνη και κάνει χαλαρές κινήσεις και μαλάξεις, ενώ ο Μασλίγκας, ο καφετζής με μια κίνηση το βάζει. Προχθές μου πήρε μόνο ένα δίφραγκο.
– Εγώ φεύγω. Δεν μπορώ να σας περιμένω.
Ο άνδρας τάχυνε το βήμα. Η γυναίκα τάχυνε και αυτή. Η Ελενίτσα διαμαρτύρονταν και μισόκλαιγε. Ο πατέρας χάθηκε στην στροφή, ο δρόμος σκοτεινός και έρημος κι ο αέρας παγωμένος σε έσπρωχνε προς τα πίσω.
-Κρυώνω! Κλαψούρισε η Ελενίτσα. Η μάνα πήρε το παιδί στην αγκαλιά. Βιάστηκε να φτάσει τον άνδρα και παραλίγο να πέσουν στο οδόστρωμα.
Κάποτε έφτασαν στο σπίτι. Η Ελενίτσα ένοιωσε μια ανακούφιση μόλις αντίκρισε την σιδερένια γαλάζια πόρτα με το χρυσομπρούντζινο πόμολο. Φτάσαμε σκέφτηκε. Σε λίγο θα είμαστε στην ζεστή κάμαρη!
Η μάνα έσπρωξε απαλά και η πόρτα γκρίνιασε λίγο, αλλά άνοιξε σαν αγκαλιά. Έτρεξε στην στενόμακρη αυλή η Ελενίτσα, ανάμεσα από δύο παρτέρια με λουλούδια, που ήταν πιο ψηλά απ΄ το μπόι της. Ανεβήκανε τα δέκα σκαλοπάτια. Τους υποδέχτηκε η πράσινη ξύλινη πόρτα, με τα δύο πλεχτά κουρτινάκια με τα αγγελούδια και τις ανθοδέσμες.
Έσπρωξε απαλά η Ελενίτσα, αλλά η πόρτα παρέμεινε κλειστή. Μα κάθε φορά, που έσπρωχνε άνοιγε με ευχαρίστηση. Τι έπαθε τώρα; Αναλογίστηκε.
Ανέλαβε η μαμά, σαν πιο δυνατή. Αλλά η πόρτα έμεινε κλειστή. Σαν κλειδωμένη από μέσα.
-Γιατί δεν ανοίγει; Ρώτησε ανυποψίαστο το μικρό κοριτσάκι.
-Κάπου σφήνωσε φαίνεται, απάντησε ανήσυχη η μητέρα. Ύστερα άρχισε να φωνάζει.
– Θωμά! Άνοιξε! – Θωμά! Άνοιξε!
-Είναι πολύ θυμωμένος, σκέφτηκε και χτύπησε την πόρτα πολλές φορές.
Τίποτε. Ούτε φωνή, ούτε ακρόαση!
-Θα του περάσει! Σε λίγο θα ανοίξει! Σκέφτηκε η γυναίκα και κάθισαν έξω από την ξύλινη πράσινη πόρτα, στην ταράτσα και περίμεναν.
Περασμένα μεσάνυχτα. Ο αέρας φυσούσε παγωμένος και ζωντάνευε τους ίσκιους απ΄τα δένδρα της αυλής. Σαν χέρια απλωμένα, πήγαιναν και έρχονταν, έτοιμα να σε αρπάξουν τα κλαδιά. Η Ελενίτσα είχε την μαμά και δεν φοβόταν, η μαμά όμως δεν είχε κανέναν και φοβόταν!
-Θωμά, άνοιξε σε παρακαλώ!
Ο νυχτερινός αέρας μερικές νύχτες του Απρίλη είναι τόσο κρύος και ανελέητος, τόσο κακός. Θερίζει! Λες και δεν είναι αυτός, που το μεσημεράκι σαν αύρα πολυπόθητη φιλάει τα μέτωπα. Πολυπρόσωπος, όπως άλλωστε και η θάλασσα. Άλλοτε γαλήνια και άλλοτε φουρτουνιασμένη, όπως κάποιοι άνθρωποι, άλλοτε σε αγαπούν παράφορα και άλλοτε σε πετούν και αδιαφορούν παγερά. Και αν είσαι στενοχωρημένος, όπως αυτήν τη νύχτα, σαν εχθρικό στοιχειό τη νοιώθεις να βρυχάται απειλητικά. Ως και τα νυχτοπούλια τρόμαζαν και έβγαζαν κάπου κάπου κραυγές, που σου έσφιγγαν την καρδιά.
-Κρυώνω! Κρυώνω είπε η Ελενίτσα και έτρεμαν τα χεράκια της.
-Θωμά, κάνει πολύ κρύο! Είπε η μάνα και αγκάλιασε την Ελενίτσα και της έτριβε τα χεράκια. Τα χουχούλιζε και τα έβαζε στις μασχάλες της να ζεσταθούν.
-Γιατί δεν ανοίγει;
-Κοιμήθηκε βαθιά. Είπε η μητέρα, για να μην καταλάβει και πληγωθεί το παιδί.
Η Ελενίτσα έσκυψε στην χαραμάδα της πόρτας μήπως δει φως απ΄την γκαζόλαμπα.
Μα και η γκαζόλαμπα και αυτή απόψε ήταν κλειστή! Και η γιαγιά απόψε έλειπε από το σπίτι. Είχε κοιμηθεί στην κόρη της την Ουρανία, γιατί ήταν άρρωστη η Σουλτανίτσα.
-Μπαμπά άνοιξε! Φώναξε με όλη την δύναμη της παιδικής φωνούλας η Ελενίτσα.
Τίποτε! Σβησμένη η γκαζόλαμπα και ο μπαμπάς..κοιμόταν βαθιά!
-Μπαμπά άνοιξε! Μπαμπά! Μπαμπά!
Τίποτε. Μόνο ο αέρας απάντησε με ένα παγωμένο φύσημα, που έκανε την μάνα και το παιδί να ανατριχιάσουν.
Θωμά, σε παρακαλώ άνοιξε! Κάνει πολύ κρύο και άρχισε να βρέχει!
Και άνοιξε.. η σιδερένια εξώπορτα της αυλής, από ένα δυνατό φύσημα του αέρα και έκλεισε πάλι και ξανάνοιξε και ξανάκλεισε και ακούγονταν σπαρακτικά σαν θρήνος και κλάματα τα σίδερα της πόρτας, που τα έδερνε ο αέρας.
Ο αέρας έκανε ότι μπορούσε, για να βοηθήσει..έκανε το καθήκον του. Έσπρωχνε και άνοιγε τις κλεισμένες πόρτες! Αλλά η πράσινη ξύλινη πόρτα του σπιτιού παρέμεινε κλειστή. Τι κι αν φυσούσε ο άνεμος, τι και αν την έσπρωχνε; Τι κι αν φώναζε η Ελενίτσα; Ήταν κλειστή από μέσα!
Οι πόρτες κλείνουν πρώτα απ΄την καρδιά και ύστερα κλείνουν με τα κλειδιά!
-Θωμά ..άνοιξε!
-Μπαμπά, μπαμπά φώναξε όσο πιο δυνατά μπορούσε το παιδί.
Η πόρτα παρέμεινε κλειστή και τα χεράκια της Ελενίτσας παρέμεναν παγωμένα.
-Μπαμπά ξύπνα! Ξύπνα! Ξύπνα!
Και ξαφνικά η Ελενίτσα θυμήθηκε ένα τραγουδάκι, που τους έμαθε η δασκάλα στον Παιδικό Σταθμό. Άρχισε να τραγουδάει χαρούμενα με την παιδική φωνούλα. Τώρα θα ξυπνήσει σκέφτηκε. Όπως ο Λάζαρος!
-«Ξύπνα Λάζαρε και μην κοιμάσαι. Τώρα η ώρα σου, τώρα κι ανθίζουν. Τώρα λάλησαν πουλιά κι αηδόνια, ..ξύπνα Λάζαρε και μην κοιμάσαι… τώρα..»
Τώρα.. η μαμά έκλαιγε σιωπηλά. Σκεφτόταν να πάρει το παιδί, να πάνε στα αδέρφια της. Αλλά ήταν τόσο μακριά το σπίτι και έκανε τόσο κρύο, που δεν θα άντεχε ούτε το παιδί, αλλά ούτε και η ίδια. Μπορεί να τους έβγαινε κανα κοπάδι σκυλιά ή λύκοι!
-Γιατί κλαις μαμά;
-Το λες τόσο όμορφα το τραγουδάκι και συγκινήθηκα!
Η μαμά έκλαιγε. Η πόρτα άνοιξε. Βγήκε ο πατέρας και πήρε αγκαλιά την Ελενίτσα.
– Για σένα ανοίγω Ελενίτσα. Για το τραγουδάκι σου. Αυτή δρόμο στα αδέρφια της.
-Όχι! Να μην πάει. Να μείνει εδώ μαζί μας μπαμπά. Θέλω την μαμά. Να μείνει εδώ μαζί μας, είπε το κοριτσάκι και άρχισε να κλαίει.
Ο άνδρας μουρμούρισε:
-Τι να σου κάνω, έχε χάρη, που είναι η Ελενίτσα, αλλιώς θα σε άφηνα να κοιμηθείς έξω, με τα νυχτοπούλια.
-Όχι! Να μην κοιμηθεί έξω με τα νυχτοπούλια. Εδώ να κοιμηθεί η μαμά στο κρεβάτι, μαζί μας. Θα την βάλουμε στην μέση και να την φυλάγουμε, μη μας φύγει και πάει στα αδέρφια της!
Είπε η Ελενίτσα με αγωνία και φόβο.
Και έτσι κοιμήθηκαν.
Ο μπαμπάς στην μια άκρη, η μαμά στην μέση και η Ελενίτσα στην άλλη άκρη, για να την φυλάγουν, μην φύγει και πάει στα αδέρφια της.
Και ο αέρας κόπασε σαν να μην ήταν ποτέ θυμωμένος, η βροχή σταμάτησε και η νύχτα κοιμήθηκε γλυκά.
Και μόνο ο Αλιάκμονας συνέχισε να κυλά τα νερά του και να τραγουδάει τα ίδια τραγούδια, τα δικά του!
Θεοφανώ Π. Θεοχάρη
28-4-2024, 11-4-2025

 

Back to top button