ΓούναΚαστοριάΠρόσωπατελευταίες ειδήσεις

Ο Γιώργος Μιχαλόπουλος, η κρίση της γούνας και οι μέρες δόξας της

Ξεκίνησε να εργάζεται στη γούνα σε ηλικία μόλις 15 ετών, στην αρχή ως «φασονίστας». Κατά τη διάρκεια της χούντας εγκατέλειψε το σχολείο και πήγε μετανάστης στη Γερμανία, όπου έπιασε δουλειά, πάλι στον χώρο της γούνας. Επιστρέφοντας από την ξενιτιά, στην ηλικία των 25 ετών, έστησε με συνέταιρό τη δική του επιχείρηση. Ήταν η εποχή που στη Δυτική Μακεδονία, με επίκεντρο την Καστοριά, η ελληνική γουνοποιΐα άνθιζε, τροφοδοτώντας, από τη δεκαετία του ’80 τις αγορές της Ευρώπης και μετά το 1993 εκείνες των χωρών που προέκυψαν από τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης.

Σήμερα, ο Γιώργος Μιχαλόπουλος βιώνει την κρίση της γούνας στον τόπο του και αναπολεί τις ημέρες δόξας της.

Το μέλλον της γούνας στην Καστοριά, που στήριξε επί μισό αιώνα την οικονομία της δυτικής Μακεδονίας και συνεισέφερε σημαντικά στις ελληνικές εξαγωγές, διαγράφεται, ειδικά μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία, δυσοίωνο.

Τον συναντήσαμε στο Εκθεσιακό Κέντρο Δυτικής Μακεδονίας, στο περίπτερο της επιχείρησής του, στο πλαίσιο της 50ης Διεθνούς Έκθεσης Γούνας Καστοριάς, που διεξάγεται τούτες τις μέρες. «Παρά την αθρόα συμμετοχή εμπορικών αντιπροσώπων από 40 χώρες, το ενδιαφέρον, μέχρι στιγμής, είναι χλιαρό» μας λέει. «Οι κυρώσεις της ΕΕ στη Ρωσία αποδεικνύονται καταστροφικές για τον κλάδο της γούνας. Οι επιχειρήσεις μας στην ουσία είναι κλειστές, δεν μπορούμε να παράξουμε προϊόντα για να εξάγουμε», συμπληρώνει.

Όπως αναφέρει, «με τον Τραμπ ίσως να μπορεί να τελειώσει ο πόλεμος, αλλά για τον κλάδο μας θα είναι αδύνατο να επανέλθουμε στην κατάσταση προ του 2022».

Ο Μιχαλόπουλος εξηγεί ότι κατά τη διάρκεια του πολέμου έγιναν σημαντικές ανακατατάξεις στον κλάδο της γουνοποιίας. «Οι Κινέζοι ανταγωνιστές, οι οποίοι και πριν από τον πόλεμο είχαν ισχυρή παρουσία στη Ρωσία, μετά το εμπάργκο που επέβαλε η ΕΕ, εκμεταλλεύθηκαν στο έπακρο την απουσία Ελλήνων επιχειρηματιών, αλλά και των προϊόντων τους, και κατέλαβαν, χωρίς να “ματώσουν”, προνομιακά δίκτυα που είχαν δημιουργήσει οι Καστοριανοί γουναράδες. Ακόμα και με την πιθανή λήξη του πολέμου και την άρση όλων των περιοριστικών μέτρων εμπορίου, η επάνοδος στην πρότερη κατάσταση να φαντάζει αδύνατη», λέει.

Εκτός των σκληρών επιπτώσεων στον μεταποιητικό κλάδο της ελληνικής γουνοποιίας, που έχουν τα οικονομικά μέτρα του εμπάργκο στη Ρωσία, ο Μιχαλόπουλος επισημαίνει δύο επιπλέον παράγοντες που κατά την άποψή του θα καθορίσουν την επιβίωση του κλάδου, «ακόμη κι αν αύριο τελειώσει ο πόλεμος».

Ο πρώτος φαίνεται ότι είναι ανεξάρτητος από τα γεγονότα του πολέμου και των οικονομικών επιπτώσεων. «Από τις έρευνές μας διαπιστώσαμε αλλαγή του ενδιαφέροντος του καταναλωτικού κοινού στη ρωσική αγορά. Οι νέες Ρωσίδες προσανατολίζονται σε αλλά είδη ένδυσης, εκτός της γούνας», τονίζει.

Το δεύτερο στοιχείο αφορά έναν σημαντικό κρίκο στην αλυσίδα αξίας της ελληνικής γουνοποιίας, που είναι οι τεχνίτες, το εξειδικευμένο προσωπικό του κλάδου, που και εξαιτίας της κατάστασης που έχει δημιουργηθεί φυλλορροεί σε άλλα επαγγέλματα. «Οι επιχειρήσεις μας στην ουσία είναι κλειστές και δυστυχώς φτάσαμε στο σημείο που οι εργαζόμενοί μας, μη μπορώντας να ζήσουν άλλο με το εισόδημα των 500 ευρώ που τους προσφέρεται, μέσω του μέτρου τη αναστολής εργασίας που χρηματοδοτεί το ελληνικό Κράτος, αποποιούνται τη χρήση του και αλλάζουν επαγγελματικό προσανατολισμό, στρεφόμενοι στον τουρισμό και αλλού προκειμένου να ζήσουν τις οικογένειές τους».

Ο Μιχαλόπουλος κρούει τον κώδωνα του κινδύνου λέγοντας ότι «εάν συνεχιστεί για λίγο καιρό ακόμη αυτή η κατάσταση, με δεδομένο ότι νέοι τεχνίτες και εργαζόμενοι δεν εισέρχονται πια στον κλάδο, θα χάσουμε ό,τι πολυτιμότερο διαθέτουμε στον κλάδο της μεταποίησης της γούνας, που είναι το υψηλής στάθμης τεχνικό προσωπικό μας». Αυτό, όπως λέει, μπορεί «να σημάνει και τον θάνατο του κλάδου».

Στην ερώτηση εάν υπάρχει λύση που θα μπορούσε να αναστρέψει αυτή την κατάσταση, ο Μιχαλόπουλος απαντά: «Εμείς δεν ζητάμε ενισχύσεις από την κυβέρνηση, όπως κάνουν άλλοι κλάδοι της οικονομίας, θέλουμε όμως να μας επιτρέψει να μπορούμε να εξάγουμε τα εμπορεύματά μας».

Τα πρώτα βήματα

Ο Γιώργος Μιχαλόπουλος, όπως τα περισσότερα παιδιά της ελληνικής επαρχίας, ακολούθησε αρχικά το ένστικτο της επιβίωσης.

Νεαρός μαθητής του Γυμνασίου, θέλοντας να βοηθήσει το οικογενειακό εισόδημα, ξεκίνησε τα καλοκαίρια να εργάζεται στη γούνα. «Στην αρχή δουλεύαμε φασόν, εργολαβίες για την αγορά της Γερμανίας και της Δανίας». Τα χρήματα ήταν ικανοποιητικά. Την επόμενη χρονιά θα εγκαταλείψει το σχολείο και θα μεταναστεύσει με τους γονείς του στη Γερμανία. Εκεί θα εργαστεί αρχικά σε γνωστή εταιρεία ηλεκτρικών ειδών και στη συνέχεια σε φάμπρικες της γούνας. Την περίοδο της εισβολής των Τούρκων στην Κύπρο υπηρετεί τη στρατιωτική του θητεία και τρία χρόνια αργότερα αποφασίζει με τους γονείς του να εγκαταλείψουν τη Γερμανία και επιστρέψουν στην Καστοριά. «Η εκτίμησή μου -και δεν έπεσα έξω σε αυτό- ήταν ότι ξεκινούσε μια καλή περίοδος για τη γούνα. Έπεισα τους γονείς μου να επιστρέψουμε και να εργαστούμε στην πόλη μας».

Ανατρέχει στα πρώτα χρόνια της επιχειρηματικής του ζωής. «Ξεκίνησα από το μηδέν, δούλεψα ατέλειωτες ώρες και σε λίγα χρόνια, μόλις το 1983, έστησα τη δική μου επιχείρηση. Τότε ήταν που άρχισα να αγοράζω τα δικά μου δέρματα», αφηγείται. Με μια βαλίτσα στο χέρι, ταξίδεψε σε όλα τα μεγάλα δημοπρατήρια δερμάτων γούνας στον κόσμο: στη Φρανκφούρτη, στην Κοπεγχάγη, στο Τορόντο, στη Νέα Υόρκη. Θυμάται ότι στην αρχή ήταν όλα πολύ δύσκολα, αλλά αρκετά γρήγορα προσαρμόστηκε στον ανταγωνισμό του συστήματος. «Τότε, οι μεγάλοι μας αντίπαλοι ήταν οι Ιταλοί, οι Καναδοί και οι Δανοί. Προσπαθούσα πάντα να αγοράζω τα καλύτερα κομμάτια, τον αφρό του δημοπρατηρίου. Με την καλύτερη πρώτη ύλη, προσπαθούσαμε να φτιάξουμε τα καλύτερα κομμάτια που θα μας καθιέρωναν στην αγορά». Κάπως έτσι ξεκίνησε το μεγάλο ταξίδι για τον Γιώργο Μιχαλόπουλο, αλλά και για άλλους Καστοριανούς επιχειρηματίες, που έγιναν γνωστοί στο κλάδο τους σε όλο τον κόσμο.

Η πρώτη κρίση από το «αντί fur» κίνημα στην Ευρώπη και οι νέες αγορές μετά τη Ρωσία

Στα τέλη της δεκαετίας του ’80, ο Μιχαλόπουλος θα νιώσει τις επιπτώσεις της πρώτης κρίσης του κλάδου. Τα κινήματα ενάντια στην γούνα επιδρούν αρνητικά στην αγορά, αλλάζοντας τις καταναλωτικές συνήθειες.

«Σε μόλις τρία χρόνια χάσαμε όλα τα σημεία πώλησης στην Ευρώπη, παρόλα αυτά εγώ δεν σταμάτησα να αγοράζω δέρματα, με αποτέλεσμα μόλις το 1992, που ξεκίνησαν οι πρώτες δειλές συναλλαγές με την αγορά της Ρωσίας, ήμουν έτοιμος». Αναφέρει με καμάρι ότι η επιχείρησή του, την κατάλληλη στιγμή διέθετε το κρίσιμο πλεόνασμα για «να ανταποκριθούμε στη ζήτηση», ενώ στη συνέχεια, όπως μας εξιστορεί, συμμετείχε σε πληθώρα εκδηλώσεων «για να καταλάβουμε τι ακριβώς προτιμούν οι πελάτες μας, ποιες είναι οι συνήθειες και ιδιαιτερότητες που επηρεάζουν το προϊόν μας».

Μετά τη Ρωσία …το χάος για την αγορά της γούνας; Στην ερώτηση αυτή, ο Γιώργος Μιχαλόπουλος χαμογελά αινιγματικά και μας αναφέρει μια λεπτομέρεια που έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον για τον κλάδο. «Το τελευταίο διάστημα, ορισμένοι μεγάλοι Οίκοι μόδας της Ευρώπης αρχίζουν την ξαναβάζουν στις κολεξιόν τους τη γούνα», σχολιάζει. Όπως επισημαίνει, «πρόκειται για σημαντική και ελπιδοφόρα εξέλιξη, την οποία παρακολουθούμε με μεγάλη προσοχή».

Με αφορμή την παρουσία μεγάλης εμπορικής αποστολής από τη Νότια Κορέα, που βρίσκεται στην Καστοριά ως αποτέλεσμα της συνεργασίας του Enterprise Greece, ο Μιχαλόπουλος τονίζει ότι πρόκειται για ένα «αναγκαίο βήμα ανοίγματος του κλάδου σε νέες αγορές», επισημαίνοντας ότι η επιχείρησή του προσπάθησε έξι φορές να εισέλθει στην αγορά, αλλά «τα αποτελέσματα ήταν πενιχρά». Όπως διαπιστώνει, πρόκειται για «μια δύσκολη αγορά, όπου ελάχιστες επιχειρήσεις του κλάδου κατάφεραν να εδραιωθούν».

Τα γουνοφόρα ζώα ως νέος πυλώνας δραστηριότητας

Κλείνοντας τη συζήτηση, ο Μιχαλόπουλος αναφέρεται σε μια νέα δραστηριότητα, που τα τελευταία χρόνια βρίσκει πρόσφορο έδαφος στην Καστοριά και τη Σιάτιστα. Πρόκειται για την εκτροφή γουνοφόρων ζώων, που εσχάτως γνωρίζει πρόοδο στην περιοχή, με σημαντική συμβολή στο τοπικό ΑΕΠ της περιοχής. «Ο γιος μου, με τον συνέταιρό του, διαθέτουν δύο φάρμες γουνοφόρων ζώων δυναμικότητας 50.000 δερμάτων το χρόνο και μετά τους ποιοτικούς ελέγχους του δημοπρατηρίου της Κοπεγχάγης, έλαβαν βραβείο για την εξαιρετική ποιότητα των δερμάτων που παράγουν» αναφέρει.

Εξηγεί ότι πρόκειται για σημαντική διεθνή αναγνώριση από έναν οργανισμό με παγκόσμιο κύρος και τονίζει ότι «οι φάρμες γουνοφόρων είναι ένας νέος οικονομικός πυλώνας ανάπτυξης στην ελληνική γουνοποιία».

Ο πρόεδρος του Συνδέσμου εκτροφής Γουνοφόρων Ζώων Ελλάδας και ταυτόχρονα πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας εκτροφέων γουνοφόρων, με έδρα τις Βρυξέλλες, Μίλτος Καρακουλάκης αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι η Ελλάδα αναδεικνύεται ως η νέα παγκόσμια δύναμη στο χώρο παραγωγής δερμάτων.

Πενήντα οκτώ επιχειρήσεις εκτροφής ζώων στη δυτική Μακεδονία παράγουν ετησίως δύο εκατομμύρια γουνοδέρματα, φέρνοντας τη χώρα μας στην δεύτερη θέση της παγκόσμιας κατάταξης μετά την Πολωνία.

Ο Καρακουλάκης αναφέρει ότι η Ελλάδα παράγει το 30% του παγκόσμιου αποθέματος γουνοδερμάτων και εκτιμά ότι με τη δυναμική που έχει αναπτύξει ο κλάδος και τις ποιοτικές τεχνικές που εφαρμόζονται σε όλη την γραμμή εκτροφής του ζώου, η Ελλάδα θα καταφέρει σε μια τετραετία να κατακτήσει την πρώτη θέση.

Θεωρεί ότι η ομαλοποίηση των εξελίξεων γύρω από τον πόλεμο στην Ουκρανία, με την άμβλυνση των μέτρων του εμπάργκο και ταυτόχρονα το ξεκαθάρισμα του τοπίου στο θέμα των δασμών θα δημιουργήσει θετική ώθηση στην ήδη αυξημένη ζήτηση γουνοδερματων που θα συμπαρασύρει στην άνοδο και τη βιομηχανία της μεταποίησης.

Η φετινή διοργάνωση της Διεθνούς Έκθεσης Γούνας Καστοριάς, σύμφωνα με τον πρόεδρο του Συνδέσμου Γουνοποιών Απόστολο Τσούκα, είναι σημαντική γιατί συμπίπτει με τα 50 χρόνια συνεχούς παρουσίας και προβολής ενός από τους «σημαντικότερους κλάδους της ελληνικής μεταποιητικής βιομηχανίας, με σημαντική συμβολή και από την άποψη εισροής συναλλάγματος στην ελληνική οικονομία».

Εκτός από την πολυπληθή εμπορική αποστολή της Νότιας Κορέας, στη φετινή Έκθεση συμμετέχουν, για πρώτη φορά, επιχειρηματικές αποστολές από την Ιαπωνία και τη Ρουμανία, γεγονός που σύμφωνα με τους διοργανωτές, «σηματοδοτεί μια νέα εποχή οικονομικών σχέσεων και επιχειρηματικών ευκαιριών» για τον κλάδο.

Σπύρος Κουταβάς

Back to top button