Τις Άγιες Μέρες των Παθών του Χριστού, πάντα μού έρχεται στον νου ο «Περί Παθών Λόγος» των ποιητών, που αποτυπώνει με γλαφυρό και λογοτεχνικό τρόπο το Θείο Δράμα. Επιλέγω από την ποιητική σύνθεση « Η Μάνα του Χριστού», του Κώστα Βάρναλη, κάποιες ποιητικές στροφές και προσπαθώ να νιώσω την «ευωδιά» από το περιεχόμενό τους !
Η συγκεκριμένη ποιητική σύνθεση ανήκει στην ποιητική συλλογή του Κ. Βάρναλη με τίτλο «Το φως που καίει».
Η Παναγία μας, ως το ιερό σύμβολο της Μάνας, θρηνεί και ολοφύρεται χωρίς παρηγοριά, μπροστά στο άψυχο σώμα του παιδιού της
Πώς οι δρόμοι ευωδάνε με βάγια στρωμένοι,
ηλιοπάτητοι δρόμοι και γύρω μπαξέδες!
Η χαρά της γιορτής όλο πιότερο αξαίνει
και μακριάθε βογγάει και μακριάθε ανεβαίνει(…)
Αχ! πώς είχα σα μάνα κι εγώ λαχταρήσει
(ήταν όνειρο κι έμεινεν, άχνα και πάει)
σαν και τ’ άλλα σου αδέρφια να σ’ είχα γεννήσει
κι από δόξες αλάργα κι αλάργα από μίση(…)
Κατεβάζω στα μάτια τη μάβρην ομπόλια,
για να πάψει κι ο νους με τα μάτια να βλέπει. . .
Ξεφαντώνουν τ’ αηδόνια στα γύρω περβόλια,
λεϊμονιάς σε κυκλώνει λεπτή μοσκοβόλια.
Φεύγεις πάνω στην άνοιξη, γιε μου, καλέ μου,
άνοιξή μου γλυκιά, γυρισμό που δεν έχεις.
Η ομορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιε μου,
δε μιλάς, δεν κοιτάς, πώς μαδιέμαι, γλυκέ μου!(…)
Μα γιατί να σταθείς να σε πιάσουν! Κι ακόμα
σα ρωτήσανε: «Ποιος ο Χριστός;» τι πες «Να με!»
Αχ! δεν ξέρει τι λέει το πικρό μου το στόμα!
Τριάντα χρόνια, παιδί μου, δε σ’ έμαθ’ ακόμα.