Μετά την αρχική έκπληξη και οργή του, ο μοναχικός, μισάνθρωπος γουναράς τον φιλοξενεί στο Παρίσι
Η ταινία “Η Φωτογραφία” του Νίκου Παπατάκη, που κυκλοφόρησε το 1986, αποτελεί ένα μοναδικό και σπάνιο έργο μέσα στον ελληνικό και ευρωπαϊκό κινηματογράφο.
Σε μια εποχή που το ελληνικό σινεμά κινούνταν είτε προς την εμπορικότητα είτε προς έναν πιο λογοτεχνικό συμβολισμό, ο Παπατάκης πρότεινε έναν κινηματογράφο ακραίας λιτότητας, ωμής αλήθειας και υπαρξιακής σιωπής.
Μέσα από την ιστορία ενός νεαρού μετανάστη, που προσπαθεί να επιβιώσει στο Παρίσι με μοναδικό όπλο μια φωτογραφία-ψέμα, η ταινία ανατέμνει ζητήματα βαθιά ανθρώπινα:
την εξορία, την αποξένωση, την κατάρρευση των προσδοκιών, και την παγίδα των αυταπατών
“Η Φωτογραφία”
Σκηνοθεσία: Νίκος Παπατάκης
Ηθοποιοί: Χρήστος Τσάγκας, Άρης Ρέτσος, Ζωζώ Ζάρπα, Δέσποινα Τομαζάνη, Χρήστος Βαλαβανίδης
Υπόθεση:
Η ταινία διαδραματίζεται στην Καστοριά το 1971 στα χρόνια της στρατιωτικής δικτατορίας, Ο Ηλίας Αποστόλου, ένας νέος άντρας, καταπιεσμένος και οικονομικά αδύναμος, αποφασίζει να μεταναστεύσει στο Παρίσι, όπου ζει ήδη ο μακρινός συγγενής του Γεράσιμος Τζίβας. Ο Αντώνης Δούκας ο άνθρωπος που εισπράττει τα λεφτά που στέλνει ο Τζίβας στους γονείς του, δεν του δίνει τη διεύθυνση κι αυτός πηγαίνει στο χωριό του Τζίβα, όπου διαπιστώνει με έκπληξη ότι οι γονείς του έχουν πεθάνει εδώ και χρόνια. Με τα πιστοποιητικά του θανάτου τους και μοναδικό του “διαβατήριο” μια φωτογραφία μιας όμορφης τραγουδίστριας που πήρε από το δισκάδικο της πλατείας Ομονοίας, την οποία παρουσιάζει ως αρραβωνιαστικιά του, βρίσκει τον Τζίβα στο Παρίσι όπου έχει ένα μικρό γουναράδικο.
Μετά την αρχική έκπληξη και οργή του, ο μοναχικός, μισάνθρωπος γουναράς τον φιλοξενεί. Η “φωτογραφία” τον γοητεύει, προκαλώντας μια εσωτερική αναστάτωση και αναζωπύρωση ανεκπλήρωτων επιθυμιών. Η προσμονή να γνωρίσει τη γυναίκα της φωτογραφίας πυροδοτεί έναν ψυχολογικό πόλεμο ανάμεσα στον Ηλία και τον Γεράσιμο.
Ο Ηλίας, βλέποντας ότι δεν γίνεται αποδεκτός, χρησιμοποιεί τη γυναίκα της φωτογραφίας ως μέσο πίεσης και ελέγχου. Καθώς το ψέμα του Ηλία δεν μπορεί πλέον να διατηρηθεί, η κατάσταση οδηγείται σε αδιέξοδο.
Επιστρέφοντας μαζί στην Καστοριά, στις στροφές του Γράμμου (;), ο Ηλίας καταλαβαίνοντας ότι σύντομα θα αποκαλυφθεί η αλήθεια, σκοτώνει τον Γεράσιμο με μια πέτρα στο κεφάλι.
Ο Νίκος Παπατάκης στη “Φωτογραφία” ακολουθεί έναν ύφος αυστηρά μινιμαλιστικό και υπαρξιακό. Το βλέμμα του είναι ψυχρό, αποστασιοποιημένο, σχεδόν χειρουργικό. Οι ήρωες του κινούνται μέσα σε ένα ασφυκτικό σύμπαν, όπου οι λέξεις είναι λιγοστές και οι πράξεις φορτίζονται με βαρύτητα. Υπάρχει μια συνεχής υπόγεια ένταση, σαν κάτι να πρόκειται να εκραγεί, αλλά η έκρηξη καθυστερεί βασανιστικά, επιτείνοντας την αίσθηση της καταπίεσης.
Η κινηματογράφηση είναι σε μεγάλο βαθμό στατική, με μακριά πλάνα και επαναληπτικούς ρυθμούς που δημιουργούν μια αίσθηση εγκλωβισμού. Τα κάδρα συχνά “φυλακίζουν” τους ήρωες σε εσωτερικούς χώρους, ανάμεσα σε τοίχους, παράθυρα και πόρτες — σαν να μην υπάρχει έξοδος. Ο φωτισμός είναι σκληρός και φυσικός, χωρίς αισθητικισμούς. Το Παρίσι, συνήθως φωτεινό και ρομαντικό στον κινηματογράφο, εδώ εμφανίζεται γκρίζο, ψυχρό και αφιλόξενο, σαν μια προέκταση της εσωτερικής κατάστασης του Ηλία. Η μουσική είναι ελάχιστη ή ανύπαρκτη — ένα ακόμα στοιχείο που ενισχύει την αίσθηση απογύμνωσης και ωμής πραγματικότητας.
Ο Παπατάκης δεν ενδιαφέρεται να “διασκεδάσει” τον θεατή ούτε να του προσφέρει εύκολη συγκίνηση. Αντίθετα, ζητά από το κοινό του συμμετοχή, υπομονή και ενσυναίσθηση, οδηγώντας το σε μια οδυνηρή εμπειρία μοναξιάς και εσωτερικής διάλυσης. Σε επίπεδο συμβολισμού, η “φωτογραφία” λειτουργεί σαν ένα είδωλο-παγίδα: μια προβολή επιθυμιών, ψεμάτων και ανεκπλήρωτων ελπίδων. Όλο το έργο χτίζει έναν σχολιασμό πάνω στο πώς ο άνθρωπος κατασκευάζει και κυνηγά ψευδαισθήσεις, μόνο και μόνο για να διαψευστεί τραγικά.
Όταν κυκλοφόρησε το 1986, η “Φωτογραφία” δεν έτυχε μεγάλης αποδοχής από το ευρύ κοινό, ούτε στην Ελλάδα ούτε διεθνώς.
Η ταινία θεωρήθηκε τότε δύσκολη, σκοτεινή και αντιεμπορική, ακόμα και για τα δεδομένα του πιο “καλλιτεχνικού” σινεμά. Το αργό τέμπο, η έλλειψη παραδοσιακής αφήγησης και η βαριά ατμόσφαιρα αποξένωσαν πολλούς θεατές.
Η κριτική ωστόσο —ειδικά σε πιο κινηματογραφικά ανήσυχα περιβάλλοντα, όπως στη Γαλλία— εκτίμησε την αυστηρότητα και την αισθητική συνέπεια του Παπατάκη.
Κάποιοι κριτικοί τόνισαν ότι πρόκειται για έναν σπάνιο “ακραίο” κινηματογράφο: μια σπουδή πάνω στη μοναξιά και τη βία της μετανάστευσης, απαλλαγμένη από μελοδραματικά φίλτρα. Στην Ελλάδα, η ταινία έμεινε στο περιθώριο για χρόνια. Ο Νίκος Παπατάκης θεωρήθηκε “παραγνωρισμένος” σκηνοθέτης, γιατί η δουλειά του δεν ταίριαζε ούτε στο λαϊκό κινηματογραφικό ρεύμα, ούτε στο πιο “επίσημο”
Σήμερα, με την απόσταση του χρόνου, η “Φωτογραφία” θεωρείται ένα από τα πιο σημαντικά έργα του ελληνικού (και ευρύτερου) υπαρξιακού κινηματογράφου.
Η ταινία αναγνωρίζεται ως:
- Ένα πρώιμο υπόδειγμα ενός σινεμά αποξένωσης και σιωπηλής βίας, που θα απασχολήσει αργότερα άλλους δημιουργούς.
- Ένα έργο προφητικό για τις θεματικές της ξενιτιάς, της κοινωνικής περιθωριοποίησης και της υπαρξιακής συντριβής, ζητήματα που απέκτησαν τεράστια βαρύτητα στον παγκόσμιο κινηματογράφο μετά τη δεκαετία του 1990.
- Ένα παράδειγμα ασυμβίβαστου καλλιτεχνικού οράματος, που δεν υποχώρησε σε καμία εμπορική ή αφηγηματική “ευκολία”.
Ειδικά μετά την ανανέωση του ενδιαφέροντος για το παγκόσμιο “slow cinema” (με σκηνοθέτες όπως ο Bela Tarr, ο Tsai Ming-liang ή ο Απιτσατπόνγκ Βερασεθακούλ), το έργο του Παπατάκη επανεκτιμήθηκε ως πρόδρομος αυτών των αισθητικών τάσεων. Μικρό σχόλιο για τον ίδιο τον Παπατάκη: Ο Νίκος Παπατάκης ήταν πάντα “εκτός συστήματος”. Αν και έζησε μεγάλο μέρος της ζωής του στο Παρίσι, έμεινε μακριά από οποιοδήποτε κύκλωμα. Έβλεπε το σινεμά ως πράξη πολιτικής και υπαρξιακής επανάστασης, όχι διασκέδασης ή καριέρας. Η “Φωτογραφία” είναι ίσως η πιο καθαρή έκφραση αυτής της στάσης.
Επίλογος
Η “Φωτογραφία” του Νίκου Παπατάκη δεν είναι απλώς μια ταινία για τη μετανάστευση ή την απώλεια.
Είναι ένα έργο που μιλά για την ανθρώπινη μοναξιά στο πιο βαθύ της επίπεδο: την ανάγκη για αποδοχή, την απελπισμένη προσκόλληση σε ψεύτικες υποσχέσεις, την τραγωδία της ύπαρξης σε έναν κόσμο εχθρικό. Με ένα ύφος αυστηρό και αμείλικτο, ο Παπατάκης αρνείται να προσφέρει λύσεις ή παρηγοριά.
Αντίθετα, μας αφήνει αντιμέτωπους με το κενό, το ψέμα, και την αναπόφευκτη ήττα. Σήμερα, σε έναν κόσμο όπου η μετακίνηση, η αποξένωση και η αναζήτηση ταυτότητας είναι πιο επίκαιρες από ποτέ, η “Φωτογραφία” μοιάζει πιο ζωντανή και επίκαιρη απ’ ό,τι όταν πρωτοπαίχτηκε. Αναδεικνύεται έτσι σε ένα από τα πιο έντιμα και οδυνηρά κομμάτια του ελληνικού κινηματογραφικού πολιτισμού — και ταυτόχρονα σε ένα διαχρονικό σχόλιο πάνω στην τραγικότητα του ανθρώπου.