Οι κάτοικοι της μικρής πολιτείας μεριμνούσαν, μετά την ταφή του εκδημούντος, να υπάρχει διπλανός χώρος, για τη μελλοντική εναπόθεση-κατοικία των επόμενων συγγενών
Αφορμή για το παρόν αφιέρωμα στάθηκε, η υπ΄αριθμό 238 Απόφαση του Δημάρχου Καστοριάς (ΑΔΑ: ΨΖΔΚΩΕΥ-ΕΤΨ) που αφορούσε τη διενέργεια αυτεπάγγελτων εκταφών στο Κοιμητήριο του Αγίου Νικολάου του νεοτέρου, στην Λιθιά. Μεταξύ των εκταφών συμπεριλαμβάνονταν η Ευδοκία ή Κία Τουρλάκη, η Αγγελική Σαμαρά και η Μαρία Τύπου-Βάνου, που λίγα χρόνια πριν, είχαν γίνει τίτλοι τριών βιβλίων, που αφηγούνται παιδικές μνήμες από τις ταφικές στιγμές, στη μικρή μας πολιτεία, την Λιθιά, τη δεκαετία του 1970. Ως ελάχιστη ευγνωμοσύνη σε αυτές τις θεραπαινίδες Λιθιώτισσες γιαγιάδες είναι η δημοσίευση κάποιων κειμένων που έχουν ενσωματωθεί στα αντίστοιχα βιβλία της 10λογίας Δειλινές Συμφωνίες.
Ποια ήταν η Ευδοκία ή Κία Τορλάκη
Ευδοκία η Κία ήταν το όνομά της. Γεννήθηκε την 4η Σεπτεμβρίου του 1892, στην μικρή μας κοινότητα και ζούσε στον πάνω μαχαλά. Ο βίος της είχε συνδεθεί με δύο αχώριστες συνήθεις, η μία αφορούσε την αγάπη της για το αυθεντικό τοπικό κρασί και η δεύτερη την πώληση του «μπιλίλο», που υποσχόταν την εξαιρετική ομορφιά του προσώπου της γυναίκας. Διάνυσε τα 8/10 του 20ου αιώνα, ανάμεσα σε εθνοτικές διενέξεις, σε πολέμους, σπαραγμούς και επώδυνα χρόνια. Ήταν ο αντιπροσωπευτικός τύπος γυναίκας που πέρασε δια πυρός και σιδήρου και αναγκάστηκε να ζήσει μόνη το μισό της βίο, παλεύοντας με τη φτώχια της Λιθιώτικης γης.
Στα μάτια μας, φάνταζε ένας γιγαντάνθρωπος που έμαθε να ζει και να αντιμετωπίζει την καθημερινή δυσκολία με αξιοπρέπεια, υπομονή και αρχοντιά. Στην παιδική μας μνήμη έμεινε η εικόνα της γιαγιάς που με θάρρος καβαλίκευε το γαϊρουδάκι της και κινούσε για τον παράδεισό της, το μικρό αμπελάκι στην περιοχή «Κουπάτσια», στα ριζά του βουνού της «Λέσκας», στα πεντακόσια μέτρα από το μικρό αρχοντικό της.
Η Κία καταγόταν από γκρεκομάνικη οικογένεια του χωριού και είχε για προστάτες της, στα μετεμφυλιακά χρόνια, τα δύο της κοντινά εθνόφρονα ανήψια.
Η Ευδοκία ή Κία Τσουτσούλη του Χρήστου, παντρεύτηκε τον Αναστάσιο Τορλάκη (7-8-1889). Έφεραν στη ζωή έξι παιδιά, τέσσερα κορίτσια και δύο αγόρι: Την Όλγα, την Φανή, την Πηνελόπη την Μαριάνθη τον Γιώργο και τον Δημήτρη. Η Φανή και ο Γιώργος πέθαναν νέοι. Στα ανάποδα χρόνια, 1941-1949, είδε το αρχοντικό της να διαλύεται και την οικογένειάς της να διασκορπίζεται.

Μετά την Κατοχή ο σύντροφός της, κατέφυγε στην Γιουγκοσλαβία και έζησε στην Βοσνία. Λίγο αργότερα, τον Μάρτιο του 1945, στην έναρξη της Λευκής Τρομοκρατίας, ο γιος της ο Δημήτρης, κατέφυγε μαζί με άλλους νέους της Λιθιάς, στην Θεσσαλονίκη. Πίσω στην Λιθιά έμεινε η Ευδοκία με τις δύο κόρες της, την Πηνελόπη και την Μαριάνθη. Την μεγαλύτερη κόρη της, την Όλγα την είχε παντρέψει σε γειτονικό χωριό. Την Άνοιξη του 1948, μεταξύ 7-10 Μαρτίου, η 16χρονη κόρη της, Μαριάνθη, αναλαμβάνει μαζί με άλλες πέντε «Μάνες», να συνοδέψουν 67 ανήλικα παιδιά, ηλικίας 4-14 χρόνων, μέσω Βιτσίου, στην Γιουγκοσλαβία, με τελικό προορισμό στους παιδικούς σταθμούς της Τσεχοσλοβακίας, Ουγγαρίας και Ρουμανίας.
Ήταν η αρχή της άδειας αγκαλιάς που διήρκησε περισσότερο από 40 χρόνια. Ταυτόχρονα, αυτή η έξοδος των παιδιών της Λιθιάς σήμαινε και τον οριστικό αποκλεισμό τους, από τη γενέτειρα, την αφαίρεση της ελληνικής ιθαγένειας και την αρχή της υπερορίας στον ανατολικό χώρο. Τον Σεπτέμβριο του 1948, επιστρατεύτηκε στα ανταρτικά, η κόρη της Πηνελόπη μαζί με άλλα 17 νέα κορίτσια. Η Πηνελόπη πήρε μέρος σε πολλές μάχες του ΔΣΕ. Σε μία από αυτές τραυματίσθηκε βαριά και έχασε το ένα πόδι της. Βρέθηκε να νοσηλεύεται στην Ουγγαρία, όπου και παρέμεινε, δημιουργώντας οικογένεια.
Πίσω, έμεινε η Ευδοκία, με τα δύο παιδιά της, που ζούσαν μακριά από την ίδια. Στη μικρή πολιτεία, η Ευδοκία πάλευε με τα χίλια κύματα της ζωής, της νοσταλγίας, της επιστροφής και της επανένωσης της οικογένειας. Μοναδικός πόρος ζωής ήταν τα ελάχιστα που κέρδιζε από τα άγονα χωραφάκια της και το μικρό αμπελάκι που διατηρούσε, δημιουργώντας τον αγροτικό μύθο της μακροζωίας, πίνοντας καθημερινά ένα ποτήρι κόκκινο αυθεντικό κρασί. Τα πενιχρά έσοδα προσπαθούσε να τα συμπληρώσει, πουλώντας ξύλα και ζαρζαβατικά στα γειτονικά καμπίσια χωριά.
Με το γαϊδουράκι της γύριζε τα χωριά, πουλώντας ταυτόχρονα το γνωστό «μπιλίλο». Ήταν το καλλυντικό της εποχής που υποσχόταν το ξάσπρισμα και τη λείανση του προσώπου. Στο συλλογικό αφήγημα της μικρής μας κοινότητας είχαν αναπτυχθεί πολλές ιστορίες που ήθελαν την Κία, ως την πλέον ειδική στην παρασκευή του, με υλικά τα οποία δεν τα αποκάλυπτε. Αρκετές γιαγιάδες μαρτυρούσαν, ότι η βάση παρασκευής του «μπιλίλο» ήταν ο ασβέστης. Κυκλοφορούσαν εύθυμες ιστορίες στην πώληση του «μπιλίλο», με τις περισσότερες να αναφέρουν συγκεκριμένο καμπίσιο χωριό, στο οποίο ζούσαν οι πολλές σκουρόδερμες γυναίκες.
Η Κία έφυγε πλήρης ημερών, το 1981, αποδίδοντας τιμές υπέρ ψυχών στους αγαπημένους της κεκοιμημένους που ήταν θαμμένοι στο Κοιμητήριο του Παλαιού Αγίου Δημητρίου Λιθιάς, στον πάνω μαχαλά. Η ίδια αναπαύεται στον κάτω μαχαλά, στο Κοιμητήριο του Αγίου Νικολάου Λιθιάς.
Οι οικογενειακοί τάφοι της μικρής μας πολιτείας
Η υπόθεση της αφήγησης
Οι κάτοικοι της μικρής πολιτείας μεριμνούσαν, μετά την ταφή του εκδημούντος, να υπάρχει διπλανός χώρος, για τη μελλοντική εναπόθεση-κατοικία των επόμενων συγγενών. Επρόκειτο για μια καινούργια ταφική συνήθεια, που προέκυψε από την ανάγκη να θάβονται στην αρχή τα υπερήλικα ζευγάρια, το ένα δίπλα στο άλλο, και μετέπειτα να υπάρχει χώρος για τους στενούς εκδημούντες συγγενείς. Ήταν μία εξέλιξη του ατομικού σε οικογενειακό τάφο. Τούτη η συνήθεια είχε ως αντίκτυπο να εμφανίζονται οι οικογενειακές ταφικές πλάκες, στις οποίες σμιλεύονταν τα ονόματα και οι σχετικές ταφικές ημερομηνίες. Στους οικογενειακούς τάφους με τον καιρό τοποθετούνταν και τα οστά των εκταφέντων κεκοιμημένων. Αποτέλεσμα, ήταν να αλλάξει η γραμμική έκθεση των ταφών, με βάση την ημερομηνία της εκδημίας. Οι οικογενειακοί τάφοι παρουσιάζουν δύο τύπους: Ο ένας είναι ο ενιαίος και γίνεται διακριτός από τις διαστάσεις του και ο άλλος είναι ο συνεχής, στον οποίο υπάρχουν δύο διαδοχικοί τάφοι, με διαφορετικές ταφικές πλάκες.
Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970, οικογενειακοί, θεωρούνταν οι τάφοι που εθάβονταν, στον ίδιο χώρο, οι κεκοιμημένοι συγγενείς. Τούτο σήμαινε ότι μεσολαβούσε ένα διάστημα, για να γίνει η εκταφή του σκηνώματος, να αποδοθούν οι ταφικές εθιμικές τιμές και στη θέση του ανοιγόταν ο καινούργιος τάφος που θα υποδεχόταν τον κεκοιμημένο. Επειδή τους χρόνους των εκδημιών δεν τους όριζε η ζωή τούτο ήταν κάπως ασυνήθιστο. Έτσι στα Κοιμητήρια υπήρχαν οι παλαιοί και οι καινούργιοι τάφοι. Κατά το ταφικό εθιμικό οι δεήσεις γινόντουσαν στους νεότερους τάφους, ενώ στους παλαιούς, οι συγγενείς άναβαν κεριά και έκαναν σύντομα τρισάγια.
Κάθε οικογένεια στη μικρή μας πολιτεία είχε να αποδώσει τιμές στους παλαιούς και νεότερους τάφους, διατηρώντας μνήμες και στιγμές των κεκοιμημένων. Εάν προέκυπτε έκτακτη εκδημία, ή υπήρχε επιθυμία του εκδημούντος να ταφεί στον παλαιό τάφο, τούτο θα μπορούσε να επιτευχθεί υπό δύο προϋποθέσεις: Πρώτον ότι ο χρόνος είχε μεριμνήσει να αποσυνθέσει το σκήνωμα και δεύτερον, οι συγγενείς είχαν προλάβει να κάνουν την εκταφή και είχαν συγκεντρώσει τα οστά σε μικρό ξύλινο βαλιτσάκι σχήματος κυψέλης και το είχαν εναποθέσει στο ύψος της κεφαλής του μνήματος. Έτσι ο νεκροθάφτης ήταν ξέγνοιαστος από τα απρόοπτα της εκταφής, γιατί υπήρχαν και αυτά, τα οποία προκαλούσαν δέος, τη στιγμή που δεν γινόταν ολική σήψη του σκηνώματος. Τούτο συνέβαινε όταν το νεκροντύσιμο γινόταν με συνθετικά ρούχα που καθυστερούσαν ή εμπόδιζαν την αποσύνθεση.
Λίγες αλλά τρανταχτές ήταν οι στιγμές τέτοιων αποσυνθέσεων, τις οποίες η λαϊκή δεισιδαιμονία τις απέδιδε στο πρότερο βίο του εκδημούντος, όμως στην πραγματικότητα τούτο οφείλονταν, είτε στα λιμνάζοντα ύδατα, είτε στα αργιλώδη υπεδάφη, είτε στα συνθετικά ρούχα, με τα οποία νεκρο-έντυνα τον εκδημούντα ή την εκδημούσα. Έτσι λοιπόν τούτα τα ημι-αποσυνθεμένα σκηνώματα τυλίγονταν άρον-άρον, τα ξανάθαβαν και πάνω σε αυτά τοποθετούσαν την νέο-αφιχθείσα σωρό. Παλαιότερα οικογενειακοί λογίζονταν οι τάφοι που ανακύκλωναν στον συγκεκριμένο τάφο, που είχε διάσταση χώρου ατομικού τάφου, τις σωρούς της ίδιας οικογένειας. Εξωτερικά, έδιναν στον επισκέπτη, την εικόνα ενός τάφου, όμως η ταφική πλάκα μαρτυρούσε τον αριθμό των κεκοιμημένων που αποσυντέθηκαν στο ίδιο μνήμα.
Σε κάποια μνήματα, οι ταφικές πλάκες είναι λίγο παραπλανητικές γιατί αναφέρονται σε αυτές ονόματα που χάθηκαν στην ξενιτιά ή έμειναν άταφοι νεκροί, εξαιτίας του ελληνικού εμφυλίου πολέμου, 1946-1949 και των ανάποδων χρόνων 1941-1949. Υπάρχουν αρκετά τέτοια επιγραφικά ταφικά ονόματα, τα οποία συνδέονται με τους τάφους μνήμης και μνημονεύονται κάθε φορά που ο ιερέας τελεί κάποιο τρισάγιο, ή αποδίδει τις εκκλησιαστικές ταφικές τιμές. Με τον καιρό τούτοι οι οικογενειακοί τάφοι εξελίχθηκαν, επεκτάθηκαν και κάλυψαν μεγαλύτερο χώρο στα Κοιμητήρια. Από τον χώρο που καλύπτουν μέσα στο Κοιμητήριο, γίνεται αντιληπτό από τον επισκέπτη, ότι στον συγκεκριμένο τάφο, έχουν θαφτεί περισσότεροι από έναν κεκοιμημένοι. Κάπως διαφορετική ήταν η εικόνα εξέλιξης των ατομικών τάφων σε οικογενειακούς, ιδίως στις μικρές μας πολιτείες.
Στα χωριά, εκεί που υπήρχε άπλα χώρου μέσα στο Κοιμητήριο, λίγες μέρες μετά τη ταφή του κεκοιμημένου-ης, ανηφόριζε η γιαγιά ή ο παππούς ή κάποιο άλλο συγγενικό πρόσωπο και εναπόθετε δίπλα στον αδιαμόρφωτο ακόμη τάφο, μεγάλες λευκές κροκάλες ή πέτρες του τόπου για να δηλώσει το σημάδι που θα έφτανε ο τάφος του κεκοιμημένου-ης. Με τον τρόπο αυτό ο τεχνίτης των τάφων ήξερε μέχρι που να ρίξει τα σινάζια και τα τσιμέντα.
Τούτο γινόταν για να προλάβουν την κατάληψη του χώρου από την εκδημία που θα ακολουθούσε, η οποία σύμφωνα με το εθιμικό του χώρου των Κοιμητηρίων, θα θαβόταν ακριβώς δίπλα. Οι κροκάλες ανελάμβαναν τον ρόλο της ταφικής σημαδούρας, ήταν άσπρες στρογγυλές πέτρες, υπόλοιπα υλικών από τα έργα που γινόντουσαν κατά καιρούς και ήταν συγκεντρωμένα σε κάποια άκρη του κοιμητηριακού χώρου. Δεν ήταν απαραίτητο να προλάβουν την κατάληψη από την επόμενη εκδημία για να τοποθετηθούν οι κατάλευκες κροκάλες. Ο νέος τάφος συμπεριελάμβανε και το χώρο που προορίζονταν για να υποδεχθεί τον μελλοντικό συγγενή ενδημήσαντα. Τούτο το προ-δίκαζαν κυρίως οι γιαγιάδες ή και οι λίγο νεότερες, οι οποίες ήθελαν ακόμη και στο χωνευτήρι να κείτονται τα ζευγάρια μαζί.
Στην πράξη αυτό που κρατούσε δεμένη την ταφική οικογένεια ήταν η αναγραφή των ονομάτων στην ταφική πλάκα. Εκεί μπορούσες να διαβάσεις ονόματα, ημερομηνίες γέννησης-εκδημίας, και τούτες οι ταφικές πλάκες μπορούσαν να μείνουν στη θέση τους περισσότερα από πενήντα χρόνια εάν υπήρχε οικογενειακή παράδοση τάφων, έτσι οι αλλαγές που έκαναν οι ζώντες συγγενείς ήταν στην ταφική πλάκα. Εκεί πρόσθεταν το νέο όνομα του κεκοιμημένου, συμπληρώνοντας μια σειρά από οικογενειακά ονόματα ενδημησάντων. Περπατώντας στα στενά δρομάκια του κοιμητηρίου του Αγίου Νικολάου, συναντάς αρκετούς τέτοιους νέους οικογενειακούς τάφους.
ALKIS MIRTALIS
(Αργύρης Δ. Ήργης)