ΚαστοριάΠαλαιά ΚαστοριάΠρόσωπα

“Όσα δεν πρόλαβα να ρωτήσω τις γιαγιάδες μας”: Η τέχνη του πένθους στη ντοπιολαλιά (του Αργύρη Δ. Ήργη)

Υπήρξαν κάποτε γυναίκες που κρατούσαν στα χείλη τους, τη γλώσσα του πένθους. Στη Λιθιά Καστοριάς, όταν ακόμη ο θάνατος δεν ήταν υπόθεση σιωπής, αλλά λόγου και ρυθμού, οι μοιρολογίστρες έγνεθαν με τις λέξεις, το τελευταίο αποχαιρετιστήριο τραγούδι.
Ανάμεσά τους, η Κριστουβίτσα – η Αγγελική του Χρήστου – ξεχώριζε σαν πρωθιέρεια της μνήμης.
Μιλούσε την ντόπια σλαβική διάλεκτο και μέσα απ’ αυτήν μετουσίωνε τον θάνατο σε τέχνη, τη λύπη σε ρίμα, το βίωμα σε συλλογική αφήγηση. Μαμή, νονά, μοιρολογίστρα, μια γυναίκα χωρίς δικά της παιδιά, κι όμως μητέρα πνευματική για ολόκληρη τη μικρή μας πολιτεία. Το κείμενο που ακολουθεί είναι φόρος τιμής, όχι μόνο στην ίδια, αλλά και σε εκείνες τις αφανείς γυναίκες της Λιθιάς που, μέσα από τα μοιρολόγια, ύφαιναν τη μυστική ιστορία του χωριού μας.

Ποια ήταν η Αγγελική Στράκου-Σαμαρά

Η Αγγελική ήταν η αγαπημένη των περισσότερων παιδιών της Λιθιάς. Και τούτο γιατί κουβαλούσε τρεις ιερές ιδιότητες, κοινωνικής προσφοράς, αυτή της πρακτικής μαμής, της μοιρολογίστρας και της νονάς πολλών παιδιών. Αναζητώντας και ξετυλίγοντας τον βίο της, τούτος ξεκινούσε στα τέλη του 19ου αιώνα, συγκεκριμένα από τον κάτω μαχαλά. Οι περισσότεροι στην μικρή μας πολιτεία, την γνωρίζαμε, ως Κριστουβίτσα, που στα ντόπια σήμαινε η γυναίκα του Χρήστου. Η Αγγελική, του Θεοφάνη και της Ευγενίας, γεννήθηκε την 8η Ιουνίου του 1896 στη Λιθιά, είχε τουλάχιστον μία αδελφή και έφερε το επώνυμο Στράκου ή Στράκφου. Τούτο διασταυρώνεται από την τοπωνυμία ενός αλωνιού, εντός της Λιθιάς, το οποίο έφερε το όνομα, στα ντόπια, Strakfo Goumno, που σήμαινε «Το αλώνι του Στράκου ή Στράκφου». Είναι ο χώρος, όπου σήμερα βρίσκεται το αποστακτήριο της Λιθιάς, μαζί με το μέρος, που κάθε χρόνο γίνεται το έθιμο της Κόλιαντας, άναμμα της χριστουγεννιάτικης φωτιάς, το βράδυ της 23ης Δεκεμβρίου και ώρα 00:00.  Η προέλευση της οικογένειας της Αγγελικής παραμένει άγνωστη, όμως υπάρχει η εικασία να ήταν ηπειρώτικης καταγωγής και τούτου εξάγεται από τους γάμους των δύο κοριτσιών της οικογένειας, με Θεσσαλο-ηπειρώτες γαμπρούς.  Ήταν εθιμική συνήθεια οι γάμοι να γίνονται, εντός της φάρας, χωρίς να αποκλείονται και γάμοι από διαφορετικές προελεύσεις. Η Αγγελική παντρεύτηκε τον  Χρήστο Σαμαρά (9-2-1888), Θεσσαλο-ηπειρώτικης καταγωγής και μετακόμισε στον πάνω μαχαλά. Το ζευγάρι ήταν άτεκνο, αλλά υιοθέτησαν ένα ανίψι, τον Γεώργιο Σαμαρά του Ηλία. Ζούσε στον πάω μαχαλά, μέχρι τα βαθιά της γεράματα.  Η Αγγελική, για πολλές δεκαετίες εξασκούσε το λειτούργημα της πρακτικής μαμής.  Ήταν αυτή που ξεγεννούσε τα βρέφη του μεσοπολέμου, της κατοχής και του εμφυλίου.  Μεταπολεμικά αντικαταστάθηκε από τις επίσημες μαμές, όταν πια ήταν δυνατή η πρόσβαση των μητέρων στα νοσοκομεία.  Η συλλογική μνήμη δεν κατάφερε να διασώσει άλλα ονόματα πρακτικών μαιών στην μικρή μας πολιτεία.  Η Αγγελική ήταν και μοιρολογίστρα. Ήταν πρωθιέρεια μοιρολογίστρα στο ξενύχτισμα και το προβόδισμα του/της εκδημούντα/εκδημούσας.  Είχε την τέχνη και την ευχέρεια της ρίμας να αποδίδει εκείνη τη στιγμή, ποιητικά και στιχουργικά το βίο και την ιστορία του/της θανόντος/θανούσας. Τα μοιρολόγια τα απέδιδε με ρίμα, στα  σλάβικα της περιοχής. Η κοινωνική ποινικοποίηση της χρήσης της γλώσσας των ντόπιων του χωριού, απέτρεψε την καταγραφή των μοιρολογιών. Δευτερεύων λόγος ήταν η απουσία ενδιαφέροντος για την καταγραφή τους, αφενός του γενικού σώματος των μοιρολογιών, τα οποία γνώριζαν οι μοιρολογίστρες γυναίκες και αφετέρου των αυτοσχέδιων στιγμών που προσαρμόζονταν στον βίο του/της θανόντος/θανούσας. Με την εκδημία της Αγγελικής και την αστικοποίηση της κηδείας, εξέλειψαν και τα μοιρολόγια. Όμως, εκείνο που διέκρινε κάποιος στην Αγγελική ήταν η αγάπη της, στα παιδιά. Ήταν η σταθερή διαθέσιμη νονά, που αναζητούσαν οι γονείς, όταν οι κουμπαριές τους αδυνατούσαν να βαπτίσουν το παιδί τους. Τούτο την κατέστησε την πιο αγαπητή νονά, «κούμα» όπως την αποκαλούσαν στην ντοπιολαλιά, εισπράττοντας την ξεχωριστή χαρά που της χάριζαν τα αμέτρητα πνευματικά παιδιά της, μέχρι τα βαθιά της γεράματα.

Η υπόθεσης της αφήγησης

 Η παιδική μνήμη του αφηγητή φέρνει στην επιφάνεια το ταφικό εθιμικό της μοιρολογίστρας. Πρόκειται για τις γυναίκες του χωριού που ανελάμβαναν να νεκροτραγουδήσουν τον εκλιπόντα/-ουσα, το βράδυ που τον/την ξενυχτούσαν. Σύμφωνα με το ταφικό εθιμικό, μεταξύ των μοιρολογιστρών υπήρχε η επικεφαλής που ανελάμβανε την οργάνωση των μοιρολογιών και η ομάδα των γυναικών που επαναλάμβανε ό,τι άκουγε. Η επικεφαλής ήταν η πρωθιέρεια των νεκροτράγουδων, έπαιρνε ειδική θέση πλάι στο νεκρό, και διακρινόταν για την ποιητική σύνθεση και την ρίμα που επινοούσε εκείνη την στιγμή, για να συνθέσει το βίο του θανόντα/θανούσας.  Ήταν αυτή που έδινε τον τόνο και τον ρυθμό, σε κάθε ταφικό τραγούδι και ακολουθούσαν οι υπόλοιπες μοιρολογίστρες. Το ξεδίπλωμα της αφήγησης, μας δίνει κομβικές πληροφορίες για τη γλώσσα, στην οποία γινόταν η σύνθεση των μοιρολογιών, το λόγο μη καταγραφής τους, και τη φθίνουσα πορεία τους, μέχρι την εξαφάνισή τους, εξαιτίας της αστικοποίησης της κηδείας.

Οι μοιρολογίστρες*

Τις μοιρολογίστρες τις πρόλαβα στην αυγή της δεκαετίας του ’70. Τότε, τα συμβάντα των μοιρολογιών ήταν συχνά, καθώς περιλάμβαναν το βράδυ που ξενυχτούσαν τον εκδημούντα, τα εννιάμερα, τα σαράντα, τα τρίμηνα, τα εξάμηνα, τα εννεάμηνα, τον χρόνο, τα τρία χρόνια, και ακολουθούσε η εκταφή.

Στην παιδική μου μνήμη δεν κρατώ κανένα όνομα μοιρολογίστρας που ανελάμβανε τον ηγετικό ρόλο να συνθέτει ρίμες και να τις προσαρμόζει στον χαμένο βίο του θανόντος. Εκείνο που θυμάμαι ήταν ότι κάθε φορά που περνούσαμε από το σπίτι του θανόντος, κατά διαστήματα, διέκοπταν τη βουβή σιωπή και ξεκινούσαν τα μοιρολογήματα, τα οποία αποδίδονταν σε δύο στιγμές. Ξεκινούσε η πρωθιέρεια-μοιρολογίστρα και ακολουθούσε ο χορός. Τούτα διακόπτονταν καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας.

Συνήθως απέφευγαν, μέσα στη νύχτα, να μοιρολογούν. Και όσο ξενυχτούσαν τον θανόντα, η κεφαλή του ήταν καλυμμένη με το νεκρομάντηλο. Τα μοιρολογήματα αποκτούσαν περιοδικότητα και συχνότητα όσο περνούσε η ώρα και εφόσον είχε ξημερώσει. Συνεχή ήταν λίγο πριν ξεκινήσει η περιφορά του κεκοιμημένου, παρόντων των συγγενών και των συγχωριανών της μικρής μας πολιτείας.

Δεν κατάφερα ούτε να ηχογραφήσω, ούτε να ζητήσω να μου πουν τα λόγια που έλεγαν τούτες τις στιγμές. Και όλα τα λόγια ήταν στα ντόπια, στην τοπική σλαβική διάλεκτο της Καστοριάς. Το πρώτο είχε να κάνει με τη σχέση μου με την τοπική εθιμική ιστορία, και το δεύτερο: δίσταζα. Ήταν υπέργηρες γυναίκες και δίσταζα να τις ενοχλώ με τις ερωτήσεις μου για θέματα τα οποία περιβάλλονταν από δεισιδαιμονίες και γουρσουζιές.

Τούτες τις στιγμές είτε τις προσπερνούσα είτε τις μετέθετα για το μέλλον, με συνέπεια τώρα να είναι πια αργά. Οι μοιρολογίστρες ήταν ντόπιες Μακεδόνισσες, που μιλούσαν τα σλαβικά και απέδιδαν τις ρίμες στην τοπική ντοπιολαλιά. Συνήθως η πρωθιέρεια ήταν η μεγαλύτερη και η εμπειρότερη σε ταφικές τελετές, και ακολουθούσαν οι νεότερες.

Με τον τρόπο αυτό μάθαιναν τα «νεκροτράγουδα» και την τέχνη να λένε σε ρίμα-ομοιοκαταληξία τον πρότερο βίο του θανόντος. Η τέχνη κάθε μοιρολογίστρας αποτυπωνόταν στην άνεση να συνθέσει, σε ανύποπτο χρόνο, ρίμες και να τις αποδίδει με πιστό τρόπο.

Από μεταγενέστερα, ενοχλητικά ερωτήματα έμαθα ότι τούτο το χάρισμα το είχαν λίγες. Μεταξύ των πρώτων ήταν η Κριστουβίτσα, που στη ντοπιολαλιά σημαίνει η γυναίκα του Χρήστου, κατά κόσμο Αγγελική. Πέραν της μοιρολογίστρας, η Κριστουβίτσα ήταν πρακτική μαμή της μικρής μας πολιτείας και νονά, με τα περισσότερα βαφτιστήρια. Η ίδια ήταν άτεκνη, αλλά είχε πολλά πνευματικά παιδιά, για τα οποία ενδιαφερόταν έως τα βαθιά γεράματά της.

Συνήθως, δύο ήταν οι στιγμές απόδοσης τιμών μέσα από τα νεκροτράγουδα. Η πρώτη ήταν το βράδυ που ξενυχτούσαν τον κεκοιμημένο και η άλλη γύρω από τον τάφο, στις περιοδικές ταφικές τελετές. Η τελετή των νεκροτράγουδων ξεκινούσε εφόσον είχαν ετοιμάσει τον θανόντα και τον είχαν στολίσει με ευωδιαστά λουλούδια.

Οι μοιρολογίστρες απέτιναν τις δέουσες τιμές, άναβαν το κερί, νεκροφιλούσαν τη σωρό και τοποθετούσαν μπουκέτα με ευωδιαστά λουλούδια στο φέρετρο. Υπήρχαν στιγμές που το στόλισμα το ανελάμβαναν οι νεκροστολίστρες, οι οποίες έπαιρναν τα μπουκέτα, τα άνοιγαν και τα τοποθετούσαν με τέχνη γύρω και πάνω από τη σωρό του κεκοιμημένου, προσέχοντας να είναι εμφανές το νεκροντύσιμό του.

Οι γιαγιάδες που έρχονταν στο σπίτι του θανόντος φρόντιζαν να φορούν το μαύρο τσεμπέρι, ήταν ελαφρώς σκυφτές και έπαιρναν τη θέση τους γύρω από τον εκλιπόντα, με τρόπο που προσέδιδε στιγμές πένθους.

Οι μοιρολογίστρες ξεκινούσαν τα νεκροτράγουδα μόνο αν ήταν έτοιμες για τούτη την τελετή. Η πρωθιέρεια άλλοτε καθόταν στη θέση της κεφαλής του θανόντος και άλλοτε ελαφρά στα πλάγια, προς τη μέση, για να γίνεται ορατή από τους επισκέπτες που έφταναν για να προσκυνήσουν.

Από τα μοιρολόγια το μόνο που μπόρεσα να ανακαλέσω είναι παιδικές μνήμες – οι στιγμές που περνούσα από το σπίτι του θανόντος και σκηνές γύρω από τον νεόσκαφτο τάφο ή γύρω από το χώμα της εκταφής του σκηνώματος. Μικρά παιδιά, τρέχαμε να δούμε κάθε φορά που οι ταφικές ιαχές ξέφευγαν από τα όρια του Κοιμητηρίου και έφταναν στα σοκάκια της μικρής μας πολιτείας.

Αυτή η διάχυση γινόταν εύκολα, καθώς τα Κοιμητήρια του Κάτω Μαχαλά, ιδίως αυτό του Αγίου Νικολάου του Νεότερου, το επέτρεπαν, εξαιτίας της υψομετρικής διαφοράς με τα σοκάκια του χωριού. Διαφορετικά ήταν τα ακούσματα από το Κοιμητήριο της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, καθώς δίπλα ήταν το Σπίτι του Παιδιού και οι κούνιες ήταν γεμάτες από παιδικές φωνές. Πιο απομονωμένο ήταν το Κοιμητήριο του παλαιού Αγίου Δημητρίου.

Εκεί θα έπρεπε να είσαι «τυχερός» για να ακούσεις τις ταφικές ιαχές, γιατί το στενό μονοπάτι που οδηγούσε σε αυτό δημιουργούσε ένα ρίγος φόβου και παιδική ανατριχίλα που δεν τολμούσες να γυρίσεις την κεφαλή σου. Όσο πλησίαζες, αντίκριζες τα προσκυνημένα στον χρόνο πετροντούβαρα και τα δύο υπέρ-αιωνόβια καραγκάτσια εντός Κοιμητηρίου, για τα οποία η παιδική φαντασία φρόντιζε να τα κάνει ανθρωπόμορφα και τον φόβο μας πιο βασανιστικό.

Τα μοιρολογήματα αναπαύονταν στις παιδικές μνήμες, γιατί όσο μεγαλώναμε απομακρυνόμασταν από τις περίεργες στιγμές και τρέχαμε, κυρίως τα απογευματινά δειλινά, στα αλώνια για να παίξουμε μπάλα ή τα αγαπημένα μας παιχνίδια – «πετροπόλεμο» ή «μπαμ».

Όσο περνούσε ο καιρός, τούτες οι στιγμές γίνονταν λιγότερες, και στα τέλη της δεκαετίας του ’70 είχαν αντικατασταθεί από ευχάριστες διαδρομές στα σοκάκια και τα καλντερίμια της μικρής μας πολιτείας.

Είναι αλήθεια, όσο μεγαλώναμε, ο φόβος του θανάτου και η εικόνα του θανάτου έπαιρναν άλλες διαστάσεις μέσα μας. Οπότε προσπαθούσαμε να τις αποφύγουμε ή να συμμετέχουμε στις αναγκαίες, όταν μας το ζητούσε ο αγαπημένος μας ιερέας, ο παπα-Δαμιανός.

Στις μέρες μας, που οι κηδείες και η περιφορά του θανόντος έχουν αστικοποιηθεί, έχουν χαθεί οι μοιρολογίστρες. Οι πρώτες, εκείνες της δεκαετίας του ’70, χάθηκαν και μαζί τους πήραν τη ντοπιολαλιά και τα μοιρολόγια. Οι νεότερες, που ήταν δίγλωσσες και μιλούσαν και την ελληνική, δεν τις πρόλαβα και δεν είχα ταφικές ιαχές μέσα μου.

Εικάζω ότι οι δίγλωσσες, τώρα υπέργηρες συγχωριανές μου, κρατούν κάτι στη μνήμη τους από εκείνα τα μοιρολόγια, στα ντόπια και τα ελληνικά. Εικάζω ότι είναι σε θέση να θυμηθούν κάποια ξεχωριστά ονόματα μοιρολογιστρών και άλλες ταφικές στιγμές, και να προλάβουμε να διασώσουμε, έστω και λίγες ψηφίδες από την κοινωνική ζωή της μικρής μας πολιτείας.

«Γρηγορείτε» είναι η προσταγή που χορεύει μέσα μου, καθώς κάθε χρόνο χάνεται και μία ανεκτίμητη βιβλιοθήκη, με την εκδημία μεγάλων σε ηλικία συγχωριανών.

Ειλικρινά, δεν μπορώ να περιγράψω τις ξεχωριστές στιγμές που βιώνω κάθε καλοκαίρι, ως επισκέπτης και καταγόμενος πλέον, της μικρής μας πολιτείας, όταν υπερήλικες και πραγματικοί φίλοι μου καταθέτουν βιώματα και στιγμές κάτω από την κληματαριά του ξεχωριστού μας αρχοντικού, προσπαθώντας να ανακαλέσουν ό,τι έχει απομείνει στη μνήμη τους.

Για αυτό τους ευγνωμονώ και υποκλίνομαι μπροστά τους.

ALKIS MIRTALIS

(Αργύρης Δ. Ήργης)

 *Κεφάλαιο Μοιρολογίστρες (σελ:26-29) στο βιβλίο Αγγελική,  στην 10λογία Δειλινές Συμφωνίες  Θεσσαλονίκη,  2019

Αγγελική Στράκου-Σαμαρά (Η παρούσα φωτογραφία βρέθηκε, το καλοκαίρι  του 2018, στο Ιστορικό Αρχείο Λιθιάς, σε Φωτογραφικό Αλμπουμ που είχε δημιουργήσει ο παλαιός Γραμματέας της Λιθιάς Κωνσταντίνος Θ. Βασιλείου. Το συγκεριμένο αρχείο έχει αριθμημένα, 439 ονόματα Λιθιωτών -Λιθιωτισσών, με μεγαλύτερο τον Βλάχο Σπυρίδωνα του Δημητρίου, γεννηθέντα το 1856 και μικρότερη την Βασειλιάδου  Βασιλική του Βασιλείου και της Ελισάβετ,  γεννηθείσα το 1928.  Κάποιες φωτογραφίες λείπουν.

 

 

 

 

Back to top button