Κάποια στιγμή ο κανακάρης μου, έχοντας διαπιστώσει ότι το δωμάτιό του είχε τα χάλια του, μου λέει «πατέρα, οι τοίχοι θέλουνε βάψιμο». Μέρα Σάββατο ευτυχώς, πεταχτήκαμε στο φτερό στο χρωματοπωλείο της γειτονιάς- σύνεργα, όπως κάθε προνοητικός «μάστορας» κρατούσα από το προηγούμενο βάψιμο του σπιτιού στο πατάρι- αγοράσαμε ένα φωτεινό χρώμα, τον έστρωσα κι αυτόν στη δουλειά, παρά τις βλοσυρές ματιές της μάνας του (θαρρείς κι εμείς που έχουμε βιβλιάριο ανηλίκου από την οικοδομή, πάθαμε τίποτε…) και σε σκάρτες τρεις ώρες το δωμάτιο είχε γίνει σένιο και χωρίς ν΄ ανοίγουμε δουλειές με κακοτεχνίες και πιτσιλιές στα πατώματα. Νοικοκυρεμένα πράγματα…
Ανοίγω λίγο καιρό αργότερα την πόρτα του δωματίου του και διαβάζω έκπληκτος στον αντικρινό τοίχο που έχει γράψει με μαύρο μαρκαδόρο: «Ρωτάν τη μάνα μου ο γιος σου πως το κάνει. Έχει το χέρι που δεν χάνει. Η πρώτη του δουλειά δεν πρόκειται ποτέ να πεθάνει». Με ζώσανε τα φίδια. Τι’ ναι αυτά ρε Μαρία; ρωτώ την κυρά μου. Μήπως έχει μπλέξει πουθενά το παιδί; Τον έχουνε πλευρίσει τίποτε συμμορίες από αυτές που πλακώνονται στις πλατείες; Μήπως κλέβει γριές στις στάσεις του τραμ; Έβαλε τα γέλια…
Είναι στίχοι του ΛΕΞ καημένε μου, λέει κουνώντας το κεφάλι με την πανηγυρική στωικότητα που κρύβει αδιόρατα όμως και την υποδόρια έπαρση της μάνας που τα πάντα γνωρίζει. Ο ΛΕΞ; απορώ με τη σειρά μου. Ποιος είναι αυτός και τι μέρος του λόγου, ξηγήσου καθαρά! Δημοσιογράφος άνθρωπος και δεν ξέρεις τον ΛΕΞ μου λέει με επιτηδευμένη επιτίμηση συνεχίζοντας την πλάκα. Έμπα στο Διαδίκτυο και θα μάθεις… Μπήκα γραμμή. Δεν είμαι από αυτούς που δηλώνουν φανατικοί αυτού του σπουδαίου καλλιτέχνη που ξεσηκώνει την πιτσιρικαρία. Είμαι άλλης σχολής κι έχω τα χρόνια μου…
Όμως, με τα μουσικά κολλυβογράμματα που κατέχω, δεν μπόρεσα να μην διακρίνω την στόφα ενός αυθεντικού ταλέντου. Γέμισα ένα ποτήρι και βάλθηκα ν’ ακούω αυτό το αλάνι από τις λαϊκές συνοικίες της Δυτικής Θεσσαλονίκης. Η Μουσική του, όπως εν γένει η ραπ, δεν διακρίνεται για τις επινοήσεις της, αλλά, έχει έναν υποβλητικό ρυθμό που έρχεται από σκοτάδια που ο μέσος άνθρωπος προσπαθεί να αποφύγει. Ποιος θέλει να εγκαταλείψει για κάτι άγνωστο, έστω τις ετοιμόρροπες βεβαιότητές του;
Όμως ο στίχος, όπως διαπίστωσα, έσταζε αίμα. Λες και κουβαλούσε στον αέρα όταν σουρουπώνει, όλη την αποφορά των γκρίζων τσιμέντων της άχαρης πόλης, εκεί στα Δυτικά που φαίνεται πως είναι χωροθετημένη η εγκατάλειψη, στην πίσω αυλή των μεγαλουπόλεων. Εκεί όπου στον κάματο μιας ακόμα σκληρής μέρας, χτυπάει την πόρτα των απελπισμένων η αθόρυβη απόγνωση της νοσταλγίας για μια ζωή που δεν έζησαν.
Από τα πρώτα χρόνια των Μνημονίων σκεφτόμουν με απογοήτευση ότι οι πνευματικοί της χώρας, μες΄την αυτοαναφορικότητά τους, δεν κατάφεραν να πλησιάσουν καν το έπος των παιδιών που πήραν των ομματιών τους διωγμένα από την μητριά πατρίδα. Τουλάχιστον οι παλαιότερες γενιές μεταναστών, είχαν παρηγορία τη ρωμαλέα φωνή του Στελάρα να άδει το «Κάνε κουράγιο μετανάστη» όταν σκλαβώνονταν «Στις φάμπρικες της Γερμανίας/ Και στου Βελγίου τις στοές» κι αυτό τους κρατούσε όρθιους μέσα τους.
Δεν προσποιούμαι εδώ τον καλλιτεχνικό αναλυτή. Ο ΛΕΞ είναι ο Καζαντζίδης της νέας Γενιάς. Ανήκει στην Μεγάλη Σχολή της Θεσσαλονίκης όπου συγκαταλέγονται μεταξύ άλλων οι Σαββόπουλος, Νικόλας Παπάζογλου, Χειμερινοί Κολυμβητές, Ζήκας, Μάλαμας, Αγγελάκας και βάλε… Και μπορεί να γεμίσει όποιο στάδιο θέλει, θυμίζοντας για άλλη αιτία τώρα, τις μεγάλες μεταπολιτευτικά, συναυλίες των Θεοδωράκη- Νταλάρα…
Εφημερίδα “Δημοκρατία” 5/6/2025
2 λεπτά ανάγνωση