ΚαστοριάΠαλαιά ΚαστοριάΠρόσωπα

Ο στοχαστής της Λιθιάς: Μνήμες, αγώνες και παρακαταθήκες (του Αργύρη Δ. Ήργη)

Η παρούσα αφήγηση αποτελεί ένα βιωματικό και ιστορικό οδοιπορικό μνήμης, με επίκεντρο δύο εμβληματικές μορφές μιας μικρής επαρχιακής Κοινότητας, της Λιθιάς Καστοριάς: την «Μπουμπουλίνα» —μια ηλικιωμένη βετεράνα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας— και τον γιο της, Γιώργο, έναν στοχαστή και διανοούμενο, με πολιτική και συγγραφική δράση.

Ο αφηγητής, έχοντας προσωπικούς και οικογενειακούς δεσμούς με τον τόπο, επισκεπτόταν κάθε καλοκαίρι την Μπουμπουλίνα, με την οποία συνδέθηκε μέσα από αφηγήσεις για τον Εμφύλιο Πόλεμο, την απώλεια, και τις συνέπειες της ιστορικής μνήμης. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στη Μάχη της Φλώρινας (1949), στην οποία διαδραμάτισε αγωνιστικό ρόλο, η Μπουμπουλίνα.

Παράλληλα, προβάλλεται η μορφή του γιου της, Γιώργου: από τα παιδικά του χρόνια, την μετάβασή του, στην Ουγγαρία, τις σπουδές του, στην Οικονομία, την πολιτική του στράτευση και την πνευματική του παραγωγή —με κορυφαίο έργο το δίτομο φιλοσοφικό σύγγραμμα Οντολογική Μετατόπιση. Η ανατομία της εξέλιξης— έως τον πρόωρο θάνατό του, από ανακοπή.

Ο αφηγητής εκφράζει τη βαθιά του συγκίνηση και την ευθύνη της συλλογικής μνήμης, επισημαίνοντας την ανάγκη διατήρησης της ιστορικής και πνευματικής παρακαταθήκης. Η αφήγηση καταλήγει σε έναν στοχαστικό απολογισμό για την εγκατάλειψη του παρελθόντος και την επιτακτική ανάγκη αναγνώρισης, όσων ξεπέρασαν τα στενά γεωγραφικά και πνευματικά όρια της τοπικής κοινωνίας.

Η σιωπηλή σοφία της Μπουμπουλίνας και το πνευματικό ίχνος του Γιου της

Κατά τα θερινά ταξίδια στον τόπο καταγωγής μου, την Λιθιά Καστοριάς, συνήθιζα να επισκέπτομαι τη σεβαστή βετεράνα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδος (1946–1949), την επονομαζόμενη “Μπουμπουλίνα” από τους κατοίκους του Πάνω Μαχαλά. Οι συναντήσεις αυτές μου προσέφεραν ιδιαίτερη συγκίνηση, καθώς οι αφηγήσεις της, με μετέφεραν απευθείας στον πυρήνα της επαναστατικής της νεότητας, εκεί όπου κυριαρχούσε η δίψα για έναν δικαιότερο και καλύτερο κόσμο.

Η απόφαση της να ανέβει στα βουνά τη δικαίωσε, αν κρίνουμε από την ίδια της τη ζωή. Υπήρξε  επικεφαλής διμοιρίας ανταρτισσών που δρούσαν στην περιοχή του Βιτσίου, ανάμεσα στις οποίες βρίσκονταν και αρκετές νέες γυναίκες, από την Λιθιά. Ένας από τους σημαντικότερους άθλους της ήταν η διάσωση της ομάδας της, στη Μάχη της Φλώρινας, στις 12 Φεβρουαρίου 1949 — τη φονικότερη, ίσως, του ελληνικού εμφυλίου. Πάνω από χίλιοι μαχητές και μαχήτριες σκοτώθηκαν, ενώ οι ελάχιστοι επιζώντες εκτελέστηκαν επί τόπου και οι τραυματίες ενταφιάστηκαν ζωντανοί σε ομαδικό τάφο. Σήμερα, στον τόπο εκείνο έχει ανεγερθεί ιστορικό μνημείο με περισσότερα από επτακόσια ονόματα. Λείπουν τα ονόματα, των τριών  συγχωριανών μας  (δύο μαχητριών και ενός μαχητή),  που έπεσαν στη μάχη.

Κάθε φορά που τη συναντούσα, μου διηγείτο με γλαφυρότητα τα γεγονότα, προσθέτοντας πάντοτε νέες λεπτομέρειες που θυμόταν εκ των υστέρων. Η τελευταία μας συνάντηση πραγματοποιήθηκε έναν χρόνο πριν από την εκδημία της. Είχε τότε φυλάξει μες στην καρδιά της δυο-τρία ακόμη ονόματα συντρόφων-ανταρτών  που δεν είχε προλάβει να μου αναφέρει το προηγούμενο καλοκαίρι.

Μαζί με τον πόνο του εμφυλίου, που διέλυσε την οικογένειά της, κουβαλούσε και έναν ακόμη βαθύτερο καημό: τον πρόωρο θάνατο του μικρότερου γιου της, του Γεωργίου (1959-2007), που έφυγε από τη ζωή πριν κλείσει τα πενήντα του χρόνια. Θυμάμαι ακόμη το βουβό της κλάμα, όταν με αντίκρισε, παρά τα χρόνια που είχαν περάσει. Λόγω οικογενειακών υποχρεώσεων, βρισκόμουν συχνά στη μεγάλη πόλη, αλλά εκείνο το καλοκαίρι, παρακινημένος από την αναβίωση της μνήμης του εμφυλίου, αναζητούσα εναγωνίως τους εναπομείναντες μάρτυρες εκείνης της εποχής.

Συνάντησα την Μπουμπουλίνα, το 2014, κοντά στην παλιά μακεδονίτικη βρύση του σπιτιού της, με μάτια βουρκωμένα, έστω κι αν είχαν περάσει επτά χρόνια από τον θάνατο του γιου της. Καθίσαμε στα αυτοσχέδια πεζούλια και άκουσα με προσοχή τον πόνο της, που ξετυλιγόταν μέσα από τη διαδρομή μιας ολόκληρης ζωής. Πόνεσε περισσότερο για το άδικο των στρατοδικείων, τα κατασκευασμένα κατηγορητήρια, τους κοινωνικούς αποκλεισμούς και τις λοιδορίες. Αυτά τα είχε μάθει να τα προσπερνά. Όμως, η αιφνίδια απώλεια του παιδιού της, την καθήλωσε στην πλαστική καρέκλα δίπλα στον οικογενειακό τάφο, στον παλαιό ναό του Αγίου Δημητρίου, όπου περνούσε καθημερινά ώρες ολόκληρες, μονολογώντας μπροστά στο μνήμα του γιου της.

Πάνω στη μαρμάρινη στήλη υπήρχε φωτογραφία του Γιώργου και ένα κριτικό σημείωμα για το βιβλίο του. Τον Γιώργο τον γνώριζα από τα παιδικά μου χρόνια· πηγαίναμε στο ίδιο δημοτικό σχολείο, σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, και τριγυρνούσαμε στους μαχαλάδες. Αργότερα φοίτησε στο παλιό εξατάξιο Γυμνάσιο Καστοριάς, αλλά κάποιες νεανικές απερισκεψίες τον οδήγησαν να σπουδάζει στο «Καρλ Μαρξ Οικονομικό Πανεπιστήμιο της Βουδαπέστης», απ’ όπου επέστρεψε, ως πτυχιούχος Οικονομικών Επιστημών.

Η παραμονή του, στη Βουδαπέστη, του άνοιξε ορίζοντες· διάβασε, στοχάστηκε, και όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, ανέπτυξε ενεργή πολιτική δράση, μέσω του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας. Κατά την περίοδο του Ενιαίου Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου υπήρξε υποψήφιος βουλευτής του νομού. Ήταν από τους λίγους στην Λιθιά που εξέφραζε δημοσίως τις πολιτικές και φιλοσοφικές του πεποιθήσεις.

Παράλληλα με την πολιτική του δράση, επιδόθηκε και στη συγγραφή φιλοσοφικών κειμένων. Το δίτομο έργο του «Οντολογική Μετατόπιση – Η ανατομία της εξέλιξης», εκδόσεις Δωδώνη, καθιέρωσε τον Γιώργο στον χώρο των στοχαστών με πανελλήνια αναγνώριση. Ήταν ο πρώτος από την Λιθιά που κατόρθωσε να εκδώσει έργο φιλοσοφικού χαρακτήρα διαχρονικής αξίας.

Δεν είχα την τύχη να συζητήσω μαζί του πέραν των τοπικών ζητημάτων. Τον Σεπτέμβριο του 2001 τον είχα συναντήσει για τελευταία φορά· μου αφιέρωσε τότε το έργο του. Αναπολήσαμε στιγμές από τη Βουδαπέστη, αναφερθήκαμε στα παιδιά του ελληνικού εμφυλίου και μοιράστηκε μαζί μου κάποιες ανέκδοτες στιγμές, για τον Ανδρέα Παπαχρήστου, συγχωριανός μας, διεθνούς φήμης γλύπτη. Παρούσα στη συζήτηση ήταν και η θεία του, Αλεξάνδρα Παπαβασιλείου, διακεκριμένη λαογράφος, καθηγήτρια Πανεπιστημίου, στην πρώην Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας, σημερινή Βόρεια Μακεδονία.

Η εντύπωση που μου είχε προκαλέσει ο Γιώργος ήταν βαθιά· παρά τον νεανικό μου οίστρο για θέματα της επιστήμης μου, αντιλήφθηκα πως είχα μπροστά μου, έναν στοχαστή αφοσιωμένο στη φιλοσοφική αναζήτηση. Αγνοώ τι απέγινε το αρχείο των στοχαστικών του κειμένων, τα οποία θα αποτελούσαν πολύτιμο πνευματικό θησαυρό. Εργάστηκε για ένα διάστημα στο τμήμα της Κτηματικής Υπηρεσίας της Νομαρχίας Καστοριάς και είχε, αναμφίβολα, πλήρη γνώση της τοπικής ιστορίας, των οικογενειακών ριζών, των μεταβολών στην ιδιοκτησία γης —πληροφορίες ιδιαίτερα χρήσιμες για την τοπική ιστοριογραφία.

Λέγεται πως πέθανε από ανακοπή καρδιάς έξω από το σπίτι του αδελφού του, στην Αθήνα. Δεν τόλμησα ποτέ να ανοίξω συζήτηση για το γεγονός. Όταν επισκέφθηκα το πατρικό του, επτά χρόνια μετά, το 2021, με κυρίευσε βαθιά θλίψη. Το σπίτι, με τις τέσσερις εισόδους, ήταν πια εγκαταλελειμμένο, με τις πόρτες κλειστές και χορταριασμένες. Είναι σκληρό να βλέπεις την παρακμή ενός τόπου που τον έχεις συνδέσει με πρόσωπα και μνήμες. Δεν είναι μόνο οι άνθρωποι που φεύγουν· είναι και όσα παίρνουν μαζί τους —γιατί εμείς δεν φροντίσαμε να διαφυλάξουμε όσα περισσότερα μπορούσαμε.

Ο Γιώργος υπήρξε μια ξεχωριστή προσωπικότητα. Τα στενά γεωγραφικά όρια της μικρής μας Κοινότητας, τον περιόριζαν. Πιστεύω πως το συντηρητικό κλίμα της περιοχής δεν του επέτρεψε να αναπτύξει πλήρως τις δυνατότητές του. Παρόλα αυτά, άφησε πίσω του ένα μικρό αλλά ουσιαστικό έργο, που αποτελεί τιμή για τον τόπο μας και πηγή έμπνευσης για τις επόμενες γενιές.

Με βαθιά φιλοσοφική ματιά, ερμήνευε την ανθρώπινη εμπειρία από τη δική του οντολογική σκοπιά. Ο Γιώργος υπενθυμίζει στους επίδοξους συγγραφείς να στραφούν προς τη μικρή τους πατρίδα, να αναζητήσουν μέσα στον χρόνο εκείνους που ξεπέρασαν τα γεωγραφικά όρια και άγγιξαν τον πνευματικό και στοχαστικό κόσμο. Ο Γιώργος ήταν, αδιαμφισβήτητα, ένας από αυτούς.

Η αναλυτική αφαίρεση της αφήγησης 

Η παρούσα αφήγηση φιλοδοξεί να λειτουργήσει ως μια πράξη μνήμης· μια προσπάθεια επαναφοράς στο προσκήνιο μορφών, εμπειριών και στοχασμών που, αν και γεννήθηκαν και έδρασαν σε μια μικρή επαρχιακή Κοινότητα, υπερέβησαν τα όριά της και απέκτησαν οικουμενική αξία. Στον πυρήνα αυτής της καταγραφής βρίσκεται η πεποίθηση ότι η συλλογική μνήμη, ως θεμέλιο της ιστορικής συνείδησης, δεν αποτελεί απλώς μια επιλεκτική ανασκόπηση του παρελθόντος, αλλά μια ενεργή διαδικασία ηθικής και πολιτικής ευθύνης. Η διατήρησή της δεν συνιστά μονάχα χρέος απέναντι στους προγόνους, αλλά και καθήκον έναντι των επομένων γενεών.

Το έργο αυτό δεν είναι καρπός ακαδημαϊκής έρευνας ούτε επιδιώκει την αντικειμενικότητα μιας ιστοριογραφικής πραγματείας. Αντιθέτως, πρόκειται για μια προσωπική, βιωματική κατάθεση, στην οποία η υποκειμενικότητα του αφηγητή συνιστά αναπόσπαστο μέρος της αλήθειας του κειμένου. Ο αφηγητής, εγώ ο ίδιος, συνδέομαι με τον τόπο και τους ανθρώπους του, όχι μόνον ως παρατηρητής, αλλά κυρίως ως μέτοχος της μνήμης, της συγκίνησης και της απώλειας. Μέσα από τις θερινές μου επισκέψεις, στην ιδιαίτερη πατρίδα, την Λιθιά Καστοριάς αφουγκράστηκα τη φωνή των παλαιών αγωνιστών και στοχαστών, ενός κόσμου που σβήνει σιωπηλά.

Στο ιστορικό πεδίο, η αφήγηση αναφέρεται κυρίως στην περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου (1946–1949) και των μεταπολεμικών δεκαετιών, καταγράφοντας τα βιώματα ανθρώπων που έζησαν τη σύγκρουση, όχι ως αφηρημένη πολιτική αντιπαράθεση, αλλά ως υπαρξιακή δοκιμασία. Η Μπουμπουλίνα, εμβληματική μορφή του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, και ο γιος της, Γιώργος, στοχαστής και διανοούμενος της περιφέρειας, εκπροσωπούν δύο γενιές: τη γενιά της πράξης και τη γενιά της σκέψης, οι οποίες τέμνονται μέσα στον κοινό άξονα της αντίστασης, της εσωτερικής πάλης και της μαρτυρίας.

Η παρούσα καταγραφή δεν φιλοδοξεί να εξιδανικεύσει, ούτε να παγιδεύσει τη μνήμη στο ρητορικό σχήμα της νοσταλγίας. Αντιθέτως, επιχειρεί να αναδείξει την αντιφατικότητα της Ιστορίας, τον πόνο που αποτυπώνεται σε πρόσωπα, τον διανοητικό μόχθο που παραμένει αφανής, και την πνευματική αξία που γεννιέται στην περιφέρεια και —συχνά— σβήνει αθόρυβα. Στο πρόσωπο του Γιώργου, η τοπική κοινωνία είχε έναν άνθρωπο που έζησε πέρα από τα όριά της. Η ζωή και το έργο του δεν αποτελούν μονάχα αντικείμενο μνήμης, αλλά και αντικείμενο αναστοχασμού: για το πώς η κοινωνία μας, υποδέχεται το διαφορετικό, το στοχαστικό, το ριζοσπαστικό.

Με αυτή την πρόθεση ξεδιπλώνεται η αφήγηση που ακολουθεί: μια πράξη προσωπικής μαρτυρίας, μια μικρή συμβολή στη διατήρηση όσων δεν πρέπει να χαθούν. Γιατί, όπως έλεγε ο ίδιος ο Γιώργος: «Αυτό που απομένει δεν είναι το γεγονός, αλλά η συνείδηση που το σκέφτεται».

Οι ρίζες της μνήμης

Η μικρή μας Κοινότητα, η Λιθιά Καστοριάς, φωλιασμένη στους πρόποδες των δυτικών Μακεδονικών ορέων, φέρει επάνω της ανεξίτηλα τα σημάδια του χρόνου και της Ιστορίας. Ιδιαίτερα ο Πάνω Μαχαλάς —το παλαιότερο και πιο ανθεκτικό στην αλλοίωση τμήμα της— διατηρεί τη γραφή ενός παρελθόντος που δεν αποτυπώνεται μόνο στην αρχιτεκτονική, αλλά κυρίως στα πρόσωπα, τις συνήθειες, τους ήχους και τις αφηγήσεις των κατοίκων του. Οι πλακόστρωτοι δρόμοι, οι παλαιές μακεδονίτικες κατοικίες με τις εσωτερικές αυλές, οι αυθόρμητοι διάλογοι στα χαμηλά μπαλκόνια και οι εποχιακές τελετουργίες αποτελούν τα έμμεσα τεκμήρια μιας τοπικής μνήμης που, παρά τις ασφυκτικές πιέσεις του παρόντος, επιμένει να επιβιώνει.

Μέσα σε αυτό το περιβάλλον εγγράφεται η παρουσία της Μπουμπουλίνας, μιας μορφής που κατέστη σχεδόν ξεχωριστή εντός της τοπικής συλλογικής συνείδησης. Το προσωνύμιο δεν της αποδόθηκε τυχαία: ενσάρκωσε, τόσο στο σώμα όσο και στον λόγο της, την αγωνιστικότητα, την αξιοπρέπεια και την ακατάλυτη προσήλωση σε ένα ιδανικό κοινωνικής δικαιοσύνης. Ήταν μια πραγματική αγωνίστρια, η οποία ανέβηκε στα βουνά της αντίστασης όχι από ιδεολογική ρητορεία, αλλά από εμπράγματη ανάγκη να σταθεί απέναντι σε μια τάξη πραγμάτων που έκρινε ως άδικη και ανελεύθερη.

Η οικία της, κοντά στην παλαιά μακεδονίτικη βρύση, δεν ήταν απλώς τόπος κατοικίας· ήταν κέντρο μνήμης, τόπος ζωντανής προφορικής ιστορίας. Εκεί συνέρρεαν όσοι είχαν ακόμη την ανάγκη να ακούν, να θυμούνται, να μαθαίνουν. Εγώ ο ίδιος, από παιδική ακόμη ηλικία, συνήθιζα να επισκέπτομαι αυτό το σπίτι, κάθε φορά που οι περιπλανήσεις- εξερευνήσεις με οδηγούσαν εκεί. Οι συζητήσεις με τη Μπουμπουλίνα δεν ήταν απλές αφηγήσεις· ήταν εμπειρικές μεταβιβάσεις, ενίοτε διακεκομμένες από σιωπές που μιλούσαν εξίσου εύγλωττα με τον λόγο της. Η ίδια λειτουργούσε ως θεματοφύλακας μιας τραυματικής αλλά καθοριστικής μνήμης —όχι μόνο για την ίδια, αλλά για μια ολόκληρη γενιά γυναικών και ανδρών που βίωσαν τον Εμφύλιο, ως καθολική ανατροπή της ζωής τους.

Η σημασία της προφορικής μαρτυρίας, ειδικά όταν προέρχεται από πρόσωπα που έζησαν εκ των έσω τα γεγονότα, δεν μπορεί να υποτιμηθεί. Στο πρόσωπο της Μπουμπουλίνας συνυπάρχουν η προσωπική εμπειρία και η συλλογική μαρτυρία. Οι διηγήσεις της δεν υπηρετούν απλώς την ανάγκη αφήγησης· λειτουργούν ως αντίσταση στη λήθη, ως ένα είδος ηθικής καταγραφής που προσπερνά τις ιστοριογραφικές διαμεσολαβήσεις. Η ομιλία της, βαθιά βιωματική, εμποτισμένη από το συναίσθημα και τον πόνο, είναι πολύτιμο τεκμήριο τόσο για τη μελέτη της τοπικής ιστορίας όσο και για την κατανόηση του ψυχικού και ηθικού φορτίου που κουβαλούν οι επιζώντες τραγικών ιστορικών περιόδων.

Η Μπουμπουλίνα δεν ήταν ιστορικός· ήταν φορέας Ιστορίας. Και αυτό καθιστά τη μαρτυρία της όχι μόνο αυθεντική αλλά και απολύτως αναγκαία, καθώς οι γενιές που έπονται οφείλουν να γνωρίσουν τα γεγονότα όχι μέσα από την αφηρημένη γλώσσα των εγχειριδίων, αλλά μέσα από τη ζώσα φωνή εκείνων που έζησαν, υπέφεραν και διασώθηκαν.

Σε αυτό το πρώτο κεφάλαιο, ο αναγνώστης καλείται να εισέλθει στον χώρο της μνήμης —έναν χώρο συναισθηματικό και υπαρξιακό, όπου η Ιστορία συναντά την προσωπική ταυτότητα και η αφήγηση γίνεται πράξη συνέχειας. Ο Πάνω Μαχαλάς δεν είναι απλώς τόπος· είναι θέατρο μαρτυρίας. Και η Μπουμπουλίνα, με την αξιοπρεπή της σιωπή και τις ακριβοθώρητές της λέξεις, παραμένει μια άγρυπνη παρουσία στη συλλογική μας συνείδηση.

Η Μπουμπουλίνα και ο Εμφύλιος

Η Μπουμπουλίνα, κατά κόσμον Αγγελική Ν. Παπαβασιλείου-Τριαντοπούλου, γεννήθηκε στην Λιθιά Καστοριάς, την 26η Οκτωβρίου 1926, σε μια εποχή που η ελληνική ύπαιθρος προσπαθούσε να επουλώσει τις πληγές του Μεσοπολέμου και της Μικρασιατικής Καταστροφής. Από νεαρή ηλικία διακρίθηκε για τον εσωτερικό της δυναμισμό, την οξύνοια και την ανυποχώρητη στάση της απέναντι σε κάθε μορφή αδικίας. Το προσωνύμιο «Μπουμπουλίνα» δεν της αποδόθηκε τυχαία: το κέρδισε με τη στάση ζωής της, την ανδρεία της, αλλά και τη συμβολική σύνδεση με τη μορφή της αγωνίστριας του 1821, γεγονός που της προσέδιδε ένα διαχρονικό ιδεολογικό φορτίο.

Με την κλιμάκωση της πολιτικής κρίσης και την έναρξη του Εμφυλίου Πολέμου (1946–1949), η ίδια επέλεξε συνειδητά να ενταχθεί στον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας (ΔΣΕ), παρά τις επικρατούσες αντιλήψεις για τον ρόλο της γυναίκας στην εμπόλεμη πραγματικότητα της εποχής.

Στις μονάδες του ΔΣΕ, η Μπουμπουλίνα δεν αποτέλεσε απλώς μια σπάνια περίπτωση γυναικείας συμμετοχής· αναδείχθηκε σε ηγετική φυσιογνωμία, με επιρροή στις τάξεις των μαχητών και μαχητριών. Όσοι την γνώρισαν κάνουν λόγο για μια μορφή αυστηρή και στοχαστική, πρόθυμη να φέρει το βάρος των επιλογών της, χωρίς υπεκφυγές. Η ίδια δεν θεωρούσε τον εαυτό της ηρωίδα· έλεγε χαρακτηριστικά: «Δεν έκανα τίποτε περισσότερο απ’ ό,τι μου επέβαλλε η συνείδησή μου».

Ιδιαίτερη θέση στη μνήμη της –και, αναπόφευκτα, στο σώμα της μαρτυρίας της– καταλάμβανε η Μάχη της Φλώρινας, στις 12 Φεβρουαρίου 1949, μία από τις πλέον αιματηρές και καθοριστικές συγκρούσεις του Εμφυλίου. Ο ΔΣΕ, σε μια προσπάθεια να καταλάβει την πόλη και να αποσπάσει στρατηγικά πλεονεκτήματα, εξαπέλυσε συντονισμένη επίθεση κατά των κυβερνητικών δυνάμεων, με την εμπλοκή πυροβολικού και εφεδρειών. Η Μπουμπουλίνα συμμετείχε ενεργά στη συγκεκριμένη επιχείρηση, ως επικεφαλής μικρού τμήματος μεταφορέων και διασωστών, σε αποστολές ιδιαίτερα επικίνδυνες και εξαντλητικές. Εκείνη τη νύχτα, έχασε δύο συντρόφισσές της, Λιθιώτισσες,  και τραυματίστηκε ελαφρώς στο πόδι, μια πληγή που, όπως έλεγε η ίδια, «πόναγε πιο πολύ με τα χρόνια, όχι για το σώμα, αλλά για τη μνήμη που έφερνε πίσω».

Η προσωπική της εμπειρία από τον Εμφύλιο, αν και διατυπωνόταν σπάνια με μελοδραματικό τόνο, έφερε το βαθύ ίχνος του τραύματος. Δεν ήταν μόνο οι νεκροί, ούτε οι ματαιωμένες προσδοκίες· ήταν η αίσθηση της διχασμένης πατρίδας, της απώλειας της κοινωνικής ενότητας, που τη βάραινε περισσότερο. Έζησε την παρανομία, τις πορείες μέσα σε κακουχίες, την πείνα, τους θανάτους δίπλα της, αλλά και τις εκκαθαρίσεις και τις εκτελέσεις μετά το τέλος του πολέμου. Όπως συχνά επαναλάμβανε: «Τον Εμφύλιο δεν τον τελειώσαμε ποτέ. Απλώς σταμάτησαν οι σφαίρες».

Στις μεταγενέστερες δεκαετίες, η Μπουμπουλίνα επέλεξε τη σιωπή ως μορφή αξιοπρέπειας, δίχως ποτέ να αποκηρύξει τις πεποιθήσεις της. Οι αφηγήσεις της, όταν έβγαιναν στην επιφάνεια, είχαν την πυκνότητα της εμπειρίας και τη σπάνια εκείνη νηφαλιότητα που διαθέτουν όσοι έχουν δει τη βία από πολύ κοντά, χωρίς να φανατίζονται. Η τραυματική μνήμη που μετέφερε, ιδίως για τους συντρόφους που δεν γύρισαν ποτέ, είχε περισσότερο τον χαρακτήρα πένθους παρά πολιτικής καταγγελίας. Η απώλεια, για τη Μπουμπουλίνα, ήταν υπόθεση υπαρξιακή, όχι μόνο ιδεολογική.

Αυτή η ενότητα δεν φιλοδοξεί να αποδώσει μόνο τα ιστορικά συμβάντα του Εμφυλίου· κυρίως επιδιώκει να φωτίσει την ανθρώπινη διάσταση του πολέμου, όπως την ενσάρκωσε μια γυναίκα που δεν ζήτησε ποτέ αναγνώριση. Η Μπουμπουλίνα παρέμεινε, μέχρι τέλους, πιστή στον αγώνα της, αλλά ταυτόχρονα επεξεργάστηκε εσωτερικά τη ματαίωση και τη θυσία, προσφέροντάς μας έναν λόγο πολύτιμο, βαθιά ανθρώπινο και ασυμβίβαστο με τη λήθη.

Μητέρα και μαχήτρια

Μετά τη λήξη του Εμφυλίου Πολέμου, η Ελλάδα εισήλθε σε μία παρατεταμένη περίοδο εθνικής και κοινωνικής ανασυγκρότησης, η οποία, όμως, άφηνε στο περιθώριο όσους είχαν συνταχθεί με την ηττημένη πλευρά της Ιστορίας. Η Μπουμπουλίνα, όπως και πολλοί ακόμη μαχητές και μαχήτριες του Δημοκρατικού Στρατού, επέστρεψε σε μια κοινωνία που τη θεωρούσε ύποπτη, ανεπιθύμητη, ενίοτε επικίνδυνη. Δεν υπήρχε θέση για ηρωισμό ή δικαίωση – μόνο σιωπή, επιτήρηση και αποκλεισμός.

Η ζωή της μετά τον πόλεμο ήταν σημαδεμένη από την απομόνωση και τη διαρκή κοινωνική καχυποψία. Ο κρατικός μηχανισμός της μετεμφυλιακής Ελλάδας δεν αρκέστηκε μόνο στον διοικητικό αποκλεισμό· συχνά προχωρούσε και σε ηθική σπίλωση. Η Μπουμπουλίνα αντιμετώπισε τις δυσκολίες αυτές με μια αξιοσημείωτη ψυχική αντοχή, χωρίς ποτέ να απολογηθεί για τις ιδεολογικές της επιλογές, αλλά και χωρίς να επιδιώξει εκδίκηση ή ρεβάνς. Ζούσε λιτά, με το σώμα κουρασμένο από τα χρόνια του πολέμου και το βλέμμα στραμμένο στο παρόν, εκεί όπου η ζωή έπρεπε, παρά τις πληγές, να συνεχιστεί.

Κομβικό και συνάμα οδυνηρό σημείο στην ύστερη διαδρομή της υπήρξε ο πρόωρος θάνατος του γιου της, Γιώργου, ενός νέου άνδρα που μεγάλωσε ανάμεσα στα τραύματα του παρελθόντος και τις υποσχέσεις μιας πιο δίκαιης κοινωνίας. Ο Γιώργος, παιδί της ειρήνης αλλά φορέας της μνήμης του πολέμου, χάθηκε από τη ζωή κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες, πιθανώς λόγω ασθένειας, ενδεχομένως και ψυχικής πίεσης. Για τη Μπουμπουλίνα, η απώλεια αυτή δεν ήταν απλώς ένας ιδιωτικός πόνος· υπήρξε το βαθύτερο τραύμα, μια μορφή υπαρξιακού εκμηδενισμού. Αν ο πόλεμος είχε πάρει συντρόφους, φίλους και μια πατρίδα σε σύγκρουση, ο θάνατος του παιδιού της πήρε την ελπίδα. Ήταν μια πληγή που καμία ιδεολογία δεν μπορούσε να γιατρέψει.

Στο κοιμητήριο του Πάνω Μαχαλά της Λιθιάς, μια μαρμάρινη στήλη φέρει το όνομά του. Εκεί στέκει συχνά ο αφηγητής – ο καταθέτης της μνήμης – απέναντι στην απόλυτη σιγή του λίθου. Στο βλέμμα του, η μορφή της Μπουμπουλίνας δεν προβάλλει πια ως μόνο σύμβολο αγώνα, αλλά κυρίως ως μητέρα που, πέρα από τη δημόσια ιστορία, κουβάλησε τη σιωπηλή ιστορία της απώλειας. Το σώμα της, βαθιά χαραγμένο από την ένταση του καιρού της, περπάτησε στον χρόνο με την αξιοπρέπεια του ανθρώπου που δεν λύγισε, ούτε ενώπιον του θανάτου.

Ο αφηγητής, στέκοντας μπροστά στο μνήμα, στοχάζεται όχι μόνο τον χαμό του Γιώργου, αλλά και το νόημα της επιβίωσης μέσα από τη μνήμη. Τι σημαίνει να θυμάσαι έναν άνθρωπο που έζησε στην αφάνεια; Πώς τιμάς την ύπαρξη μιας γυναίκας που υπήρξε παρούσα σε αρκετά κρίσιμα γεγονότα του 20ού αιώνα, αλλά έμεινε απούσα από τα επίσημα αφηγήματα;

Το μνημείο δεν είναι μόνο για τον γιο της. Είναι και για την ίδια – για τη Μπουμπουλίνα, τη γυναίκα που έζησε χωρίς τιμές, αλλά με περηφάνια, που ένιωσε την απώλεια όχι ως ήττα, αλλά ως ανθρώπινη δοκιμασία, και που, τελικά, παρέδωσε τη μαρτυρία της, όχι με κραυγές, αλλά με λόγια απλά και βαθιά, ακριβά στον χρόνο.

Ο Γιώργος – μια φιλοσοφική πορεία

Η ζωή και η διανοητική εξέλιξη του Γιώργου, γιου της Μπουμπουλίνας, συνιστούν μια χαρακτηριστική μαρτυρία της πολιτικής και πνευματικής πορείας μιας γενιάς που διαμόρφωσε τις σύγχρονες κοινωνικές και ιδεολογικές αντιπαραθέσεις της Ελλάδας του 20ού αιώνα. Η αφήγηση της ζωής του αποτελεί έναν πυρήνα εντός του οποίου αναδύονται τα ζητήματα της μνήμης, της εξορίας, της πνευματικής αναζήτησης και της πολιτικής δράσης.

Η παιδική ηλικία του Γιώργου στο χωριό της Λιθιάς Καστοριάς σηματοδοτεί το ξεκίνημα μιας πορείας που χαρακτηρίζεται από έντονη ευαισθησία προς την κοινωνική πραγματικότητα και τις αδικίες που την περιβάλλουν. Η περίοδος των σπουδών του, στην Βουδαπέστη, υπήρξε καθοριστική, όχι μόνο για την προσωπική του ωρίμανση, αλλά και για τη διαμόρφωση της φιλοσοφικής του σκέψης, καθώς εκεί ήρθε σε επαφή με νέα ρεύματα διανόησης και φιλοσοφίας. Φωτεινή στιγμή των σπουδών του, στάθηκαν οι διακεκριμένοι καθηγητές, Ορέστης Σαμαράς που εκδήμησε το 2021 και ο Στέργιος Μπαμπανάσης που είναι εν ζωή.

Οι σπουδές του, στο Καρλ Μαρξ Οικονομικό  Πανεπιστήμιο της Βουδαπέστης, συνιστούν την αφετηρία της διανοητικής του αφύπνισης και της θεωρητικής εμβάθυνσης. Η επιλογή του αντικειμένου δεν ήταν τυχαία· μέσα από την οικονομία επιδίωξε να κατανοήσει τις δομές και τις δυναμικές των κοινωνικών συστημάτων, αναζητώντας παράλληλα τρόπους ριζικής ανατροπής των υφιστάμενων καθεστώτων κοινωνικής ανισότητας. Παράλληλα, η ενασχόλησή του με τη φιλοσοφία του προσέδωσε στην πορεία του ένα ιδιότυπο στοχαστικό βάθος, που τον κατέστησε έναν στοχαστή μοναδικό για τα δεδομένα της μικρής του πατρίδας.

Η επιστροφή του στην Ελλάδα σηματοδότησε μια νέα φάση πολιτικής δραστηριότητας και δημόσιας παρουσίας. Ενσωματώθηκε ενεργά στον Κομμουνιστικό Χώρο, συμμετέχοντας σε κομματικές οργανώσεις και πολιτικές πρωτοβουλίες. Η ιδεολογική του δέσμευση εκφράστηκε και μέσα από την υποψηφιότητά του, ως βουλευτής του νομού με τον Ενιαίο Συνασπισμό της Αριστεράς και της Προόδου, θέση που του έδωσε τη δυνατότητα να εκφράζει δημόσια τις απόψεις του και να συμβάλλει στη διαμόρφωση του πολιτικού διαλόγου. Ωστόσο, η δράση του δεν περιορίστηκε μόνο στην πολιτική σφαίρα· η συγγραφική του παραγωγή, με αποκορύφωμα το δίτομο φιλοσοφικό έργο του «Οντολογική Μετατόπιση – Η ανατομία της εξέλιξης», προσέδωσε στην προσωπικότητά του μια διαχρονική διάσταση που υπερβαίνει τον τοπικό χαρακτήρα της.

Ο Γιώργος αποτέλεσε μια σημαντική φωνή μέσα στον αριστερό χώρο, γνωστός για τη βαθιά γνώση του, της τοπικής ιστορίας και των κοινωνικών μεταβολών, που ενσωμάτωνε συστηματικά στις παρεμβάσεις του. Η δράση του υπήρξε πολυδιάστατη: από τη συμμετοχή στα συλλογικά όργανα έως τις δημόσιες ομιλίες και τη συγγραφή, ο ίδιος επέλεξε να σταθεί ως γέφυρα ανάμεσα στην τοπική κοινωνία και τις ευρύτερες πολιτικές και φιλοσοφικές διεργασίες.

Παρά τις δυσκολίες που επέφερε το συντηρητικό περιβάλλον της μικρής Κοινότητας, ο Γιώργος κατόρθωσε να δημιουργήσει ένα έργο που παραμένει σημαντικό παράδειγμα στοχαστικής αφοσίωσης και κοινωνικής ευαισθησίας. Η πορεία του φωτίζει την αναγκαιότητα της διατήρησης της μνήμης και της κριτικής αναστοχαστικής θεώρησης του παρελθόντος, ως προϋπόθεση για κάθε προσπάθεια κοινωνικής ανανέωσης και προόδου.

Ο στοχαστής και το έργο του

Η συγγραφική δραστηριότητα του Γιώργου αποτελεί αναμφισβήτητα τον πυρήνα της πνευματικής του κληρονομιάς και την επιτομή της φιλοσοφικής του αναζήτησης. Το δίτομο έργο του, με τίτλο «Οντολογική Μετατόπιση – Η ανατομία της εξέλιξης», εκδόθηκε από τις εκδόσεις Δωδώνη και καθιέρωσε τον συγγραφέα ως μια σημαντική φωνή στον ελληνικό φιλοσοφικό χώρο, με απήχηση που ξεπερνά τα όρια της τοπικής κοινωνίας από την οποία προήλθε.

Το έργο αυτό αναδεικνύει μια ολοκληρωμένη θεώρηση της οντολογίας, ως επιστήμης του Είναι, συνυφαίνοντας τις φιλοσοφικές έννοιες με την ιστορική εμπειρία και την εξέλιξη της ανθρώπινης ύπαρξης μέσα στο χρόνο. Ο Γιώργος επιχειρεί να υπερβεί τις στερεότυπες αντιλήψεις, εισάγοντας την έννοια της «μετατόπισης», ως θεμελιώδους διαδικασίας στην αναπαράσταση της πραγματικότητας και της αλλαγής. Με αυτόν τον τρόπο, το έργο του θέτει υπό κριτική τον παραδοσιακό  λόγο και προτείνει μια δυναμική θεώρηση της ύπαρξης, όπου το Είναι δεν είναι στατικό, αλλά εξελισσόμενο και ανοιχτό στην ιστορική διαλεκτική.

Παράλληλα, μέσα από τα φιλοσοφικά του κείμενα, ο Γιώργος επιχειρεί να ερμηνεύσει την προσωπική και συλλογική εμπειρία του Εμφυλίου και της εξορίας, ενσωματώνοντας στην ανάλυσή του, την τραυματική ιστορία που σημάδεψε τη ζωή του ιδίου και της γενιάς του. Η οντολογική του προσέγγιση δεν αποστερείται κοινωνικής διάστασης, αντιθέτως τη διευρύνει, προσδίδοντας στο έργο του έναν έντονο χαρακτήρα ιστορικής και πολιτικής κριτικής.

Η πνευματική μοναξιά που βίωσε ο Γιώργος, ως διανοούμενος προερχόμενος από μια μικρή επαρχιακή κοινωνία με έντονα συντηρητικά χαρακτηριστικά, αναδεικνύει μια από τις πιο δύσκολες όψεις της διανοητικής ζωής στην περιφέρεια. Ο περιορισμένος κύκλος αναγνωστών, η έλλειψη θεσμικής στήριξης και η γενικότερη αποξένωση από τα μεγάλα πολιτισμικά κέντρα διαμόρφωσαν ένα περιβάλλον όπου η φωνή του, παρά τη βαθύτητα και το εύρος της σκέψης του, παρέμεινε περιθωριακή.

Ωστόσο, αυτή ακριβώς η μοναξιά κατέστησε το έργο του πιο αυθεντικό και ανθεκτικό στο χρόνο, αποτυπώνοντας την αγωνία και το πάθος ενός πνεύματος που, αν και δεσμευμένο από τις συνθήκες της περιφέρειας, αναζήτησε διαρκώς την οικουμενικότητα και την αλήθεια.

ALKIS MIRTALIS

(ΑΡΓΥΡΗΣ Δ. ΗΡΓΗΣ)

 

 

Back to top button