Από μικρός λάτρευα τη νύχτα. Οι γονείς και οι φίλοι μου με φώναζαν νυχτοπούλι. Δεν είχαν άδικο. Όταν όλοι έπεφταν για ύπνο και ο έξω κόσμος ησύχαζε, εγώ έβγαινα βόλτα στο δάσος και αφουγκραζόμουν τους παράξενους θορύβους της νύχτας. Έπιανα κουβέντα με τις κουκουβάγιες, κυνηγούσα τις νυχτερίδες και ύστερα αποκαμωμένος ξάπλωνα δίπλα στο νυχτολούλουδο και παρατηρούσα τους αστερισμούς στον μαύρο ουρανό. Τότε το νυχτολούλουδο άνοιγε τα πέταλά του και ευωδίαζε ο τόπος. Αυτή η μυρωδιά με καθήλωνε στο ίδιο σημείο για ώρες. Ήθελα να μείνω εκεί για πάντα. Σα ναρκωτικό επενεργούσε μέσα μου και με μεταμόρφωνε. Όταν έγινα τριάντα χρονών και όλοι σχολίαζαν πόσο παράξενος ήμουν και ότι στεναχωρούσα τους γονείς μου, γιατί δεν θα παντρευόμουν ποτέ και δεν θα έβλεπαν ποτέ εγγόνια, εγώ πήγαινα κρυφά τα βράδια και κοιμόμουν δίπλα στο νυχτολούλουδο. Εκεί ένιωθα ασφαλής. Εκεί ζούσα χίλιες ζωές κι ας έλεγε ο κόσμος ότι ήμουν απόκοσμος κι αλλόκοτος. Αυτή η μυρωδιά του φυτού ασκούσε πάνω μου μια παράξενη γοητεία. Έφτανε ως το πιο μακρινό μου κύτταρο και απελευθέρωνε στο κορμί μου ουσίες, που μου χάριζαν την ευτυχία, που μου έκλεβαν οι άνθρωποι.
Ένα βράδυ εξουθενωμένος από τα «κυνηγητά» του πραγματικού και του φανταστικού μου κόσμου, αποκοιμήθηκα στη ρίζα του και ονειρεύτηκα ότι είχα βρει την ιδανική γυναίκα. Δεν ήταν ιδιαίτερα όμορφη, ήταν, όμως, σχεδόν απόκοσμη. Φορούσε ένα φόρεμα αέρινο, τα μαύρα μαλλιά της έφταναν ως τους γοφούς της, τα μάτια της ήταν όμοια με τα πέταλα του νυχτολούλουδου και ήταν διαρκώς ξαπλωμένη σ’ ένα κρεβάτι και διάβαζε. Πρέπει να είχε ασθενική υγεία, γιατί δεν σηκώθηκε ποτέ από εκείνο το κρεβάτι. Εγώ κουλουριαζόμουν στα πόδια της και αυτή μου διάβαζε ιστορίες και ποιήματα για όντα, που ζούσαν σε σύμπαντα παράλληλα. Ένα από αυτά τα βράδια την έκανα δική μου. Το νυχτολούλουδο μοσχομύριζε και η ένωσή μας ήταν λες και διήρκησε αιώνες. Ύστερα από εκείνη τη νύχτα η ζωή μου άλλαξε. Η Μίραμπελ έγινε γυναίκα μου κι εκείνη η γωνιά του δάσους έγινε το σπίτι μας. Δυστυχώς η υγεία της χειροτέρευε μέρα με την ημέρα κι εγώ ήμουν ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος της νύχτας. Ένα βράδυ η Μίραμπελ ξεψύχησε δίπλα στο νυχτολούλουδο, αφού έφερε στη ζωή την κόρη μας. Τις πήρα και τις δυο αγκαλιά κλαίγοντας για ώρες. Η μικρή καθώς μεγάλωνε γινόταν ίδια η μητέρα της. Είχε κληρονομήσει όλα της τα χαρακτηριστικά, ακόμη και την εύθραυστη υγεία της. Την ονόμασα Άιρον ως κρίκο συνδετικό με τον έξω κόσμο προσδίδοντάς της τάχα μια κάποια δόση αθανασίας. Η μοίρα, όμως, την ήθελε δίπλα στη μητέρα της. Το νυχτολούλουδο πήρε την τελευταία της ανάσα μια βροχερή νύχτα και την έχασα μέσα από τα χέρια μου, όπως ακριβώς την μητέρα της. Τότε μίσησα το νυχτολούλουδο, το ξερίζωσα και το κάρφωσα στην κοιλιά της. Την σκέπασα μ’ ένα τούλι και φύτεψα γύρω της κάθε λογής λουλούδια. Αυτή η γωνιά που ήταν κάποτε το σπίτι μου έγινε το οικογενειακό μου νεκροταφείο. Μέσα στην καταχνιά του δάσους υπάρχει ένα μέρος πολύχρωμο, όπου κοιμούνται οι αγαπημένες μου. Σε λίγο θα πάω να τις συναντήσω. Φύτεψα ένα νέο νυχτολούλουδο. Το δηλητήριό του, μου είπαν, δεν κάνει διακρίσεις. Σκοτώνει όλα τα πλάσματα του κόσμου, αυτού που ζούμε κι αυτού, που ονειρευόμαστε.
Ο τέταρτος καβαλάρης
Η Ίρις είχε από μικρή μια περίεργη σχέση με τον θάνατο. Όλοι απορούσαν πως ένα τόσο μικρό παιδί μιλούσε γι’ αυτόν χωρίς φόβο ή συστολή. Αναρωτιόντουσαν μήπως έφταιγαν τα παραμύθια για πριγκίπισσες που έκοβαν τα δάχτυλά τους ή οι παράξενες ιστορίες της γιαγιάς της πλασμένες από αίμα και λάσπη ή που γεννήθηκε την ίδια μέρα που πέθανε ο παππούς της. Στα όνειρά της έβλεπε ότι πνιγόταν στο σκοτάδι και μια αόρατη χρυσοκλωστή έκοβε τα κεφάλια όσων αγαπούσε. Μια μέρα παρακάλεσε τους γονείς της να βγάλουν μια φωτογραφία και να την κάνουν μεγάλο κάδρο στο σαλόνι. Να τους βλέπει ακόμα κι όταν αυτοί θα έλειπαν από το σπίτι κι έτσι να μη φοβάται μήπως ο τέταρτος καβαλάρης τους πάρει μακριά της. Την ημέρα που η Ίρις θα γινόταν εννιά χρονών, αντί για γενέθλια τούρτα, είχε δύο φέρετρα μέσα στο σπίτι. Οι γονείς της κάηκαν στην μεγάλη πυρκαγιά, που είχε ξεσπάσει στο εργοστάσιο, που δούλευαν. Τη νύχτα της αγρύπνιας το κάδρο με τους γονείς της γύρισε ανάποδα και η Ίρις τους είδε καθαρά μέσα από το τζάμι του τραπεζιού, που ήταν ακριβώς από κάτω, να της χαμογελούν. Εκείνη τη νύχτα η Ίρις πήρε μόνη της την χρυσοκλωστή, που είχε στα ραφτικά η μαμά της, ξάπλωσε ανάμεσα στους δυο τους και την έδεσε στα κεφάλια τους. Όταν έφτασε στο δικό της την τράβηξε τόσο δυνατά, που μ’ ένα πήδημα βρέθηκε μαζί τους στο ανάποδο κάδρο.
poiein.gr