ΕκδηλώσειςΚαστοριάΚοζάνη

H «Μακεδονική τριλογία» του Τάκη Κανελλόπουλου επιστρέφει στις ρίζες της

Τα εμβληματικά μικρού μήκους ντοκιμαντέρ Μακεδονικός γάμος, Θάσος και Καστοριά του Τάκη Κανελλόπουλου, τα οποία συνθέτουν την περίφημη «Μακεδονική τριλογία», επιστρέφουν στις ρίζες τους, στο Βελβεντό και στην Καστοριά, σε δύο προβολές που πραγματοποιεί το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης στις 3 και 4 Ιουλίου. Οι προβολές αποκτούν ξεχωριστή συμβολική σημασία, καθώς το έργο επανενώνεται με τον τόπο καταγωγής του, ενώ με αυτόν τον τρόπο ολοκληρώνεται ιδανικά ένα συγκινητικό κινηματογραφικό ταξίδι που ξεκίνησε πριν δύο χρόνια.

Τότε, οι άνθρωποι του Φεστιβάλ με αφορμή το αφιέρωμα στον Τάκη Κανελλόπουλο αναζήτησαν τo μέχρι τότε χαμένο ντοκιμαντέρ Καστοριά του θεσσαλονικιού δημιουργού, δίχως όμως αποτέλεσμα. Ωστόσο, η έρευνα συνεχίστηκε και τελικά η ταινία βρέθηκε το 2024 μέσα από ένα δίκτυο συλλεκτών.  Το σπουδαίο αυτό ντοκουμέντο προβλήθηκε στο 27ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης μαζί  με τα ντοκιμαντέρ Θάσος και Μακεδονικός Γάμος, στο πλαίσιο του μεγάλου αφιερώματος Γεωγραφία του βλέμματος: Η εκτός σχεδίου Ελλάδα (1950-2000).

Η τριλογία θα προβληθεί την Πέμπτη 3 Ιουλίου, σε μια ανοιχτή προβολή στο ιστορικό κέντρο του Βελβεντού (μπροστά στο αρχοντικό Τσιρίγκα), του χωριού που αποτέλεσε το σκηνικό της ταινίας Μακεδονικός γάμος (1960). Την εκδήλωση συνδιοργανώνουν το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, ο Δήμος Βελβεντού, ο Μορφωτικός Όμιλος Βελβεντού και η Περιφερειακή Ένωση Δήμων Δυτικής Μακεδονίας, με την υποστήριξη της Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας.

Την επόμενη ημέρα, Παρασκευή 4 Ιουλίου, οι ταινίες θα προβληθούν στην Καστοριά, και συγκεκριμένα στην Αυλή Αρχοντικού Πηχεών (Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα, συνοικία Ντολτσό). Την εκδήλωση, που αποτελεί την επίσημη έναρξη του Φεστιβάλ Αυλής του Δήμου Καστοριάς, συνδιοργανώνουν το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και ο Δήμος Καστοριάς.

Τα τρία αυτά μικρού μήκους ντοκιμαντέρ συνιστούν σπάνια και πολύτιμα κειμήλια όχι μόνο για την ελληνική κινηματογραφική ιστορία, αλλά και για τη συνολική πολιτισμική κληρονομιά της χώρας. Οι αδιόρατοι δεσμοί μεταξύ τόπων και ανθρώπων, το ψυχικό αποτύπωμα μιας ανθρωπογεωγραφίας που τείνει να εκλείψει, η άγρια ομορφιά του μακεδονικού τοπίου, και η περιδίνηση στα ήθη και έθιμα μιας Ελλάδας που ξεμακραίνει στον ορίζοντα του χρόνου συνυφαίνονται με τη λυρική ματιά και το ιδιοσυγκρασιακό σκηνοθετικό άγγιγμα του χαρισματικού δημιουργού.

Η επιστροφή των τριών αυτών ντοκιμαντέρ στον τόπο όπου γεννήθηκαν γίνεται η αφορμή για μια επαναξιολόγηση και έναν αναστοχασμό τόσο για την κινηματογραφική μας παρακαταθήκη όσο και για τη σχέση και επαφή μας με το θυμικό, την πνευματικότητα και τη συλλογική μνήμη της ελληνικής υπαίθρου.

Ιστορικό κέντρο Βελβεντού // Πέμπτη 3 Ιουλίου, 21:15

Αυλή Αρχοντικού Πηχεών, Καστοριά // Παρασκευή 4 Ιουλίου, 21:15

Λίγα λόγια για τις ταινίες:

Μακεδονικός γάμος, Τάκης Κανελλόπουλος, 1960, 23΄

«Εγεννήθη ημίν σκηνοθέτης» έγραψε ο Τύπος μετά την πρώτη προβολή του Μακεδονικού γάμου το 1960. Και δικαίως: γιατί το σύντομο αυτό ντοκιμαντέρ, που εν μια νυκτί έχρισε τον 27χρονο Τάκη Κανελλόπουλο ελπίδα του ελληνικού κινηματογράφου, είναι ένα οπτικό ποίημα σπάνιας ευαισθησίας. Ό,τι ξεκινά ως καταγραφή των ευφρόσυνων γαμήλιων εθίμων σ’ ένα χωριό της Δυτικής Μακεδονίας, το Βελβεντό Κοζάνης, μεταστοιχειώνεται μέσα από το βλέμμα του σκηνοθέτη σε μια ελεγεία για τον αποχωρισμό –σαν να πρόκειται για την κάθοδο της Περσεφόνης στον Άδη– και τη χθόνια, παγανιστική αψάδα της φύσης. Ήδη, το κατοπινό έργο του Κανελλόπουλου βρίσκεται εν σπέρματι εδώ: οι χαμηλοί τόνοι, ο λυρισμός, το μακεδονικό τοπίο, η φόρτιση της μεθορίου, το γυναικείο πρόσωπο που τόσο τον γοήτευσε. Ήδη το σινεμά τεκμηρίωσης στην Ελλάδα κοιτάζει πλέον πίσω από το προφανές, καταγράφοντας όχι το γράμμα, αλλά το πνεύμα του τόπου και την παράδοση όχι ως εξωτισμό αλλά ως ζώσα μνήμη και πρακτική, με τον Μακεδονικό γάμο να αποτελεί την πρώτη σπουδαία και διαχρονικά μια από τις μεγαλύτερες στιγμές του. Ο Μακεδονικός γάμος απέσπασε το Α΄ Βραβείο Ταινίας Μικρού Μήκους στην Πρώτη Εβδομάδα Ελληνικού Κινηματογράφου και το Α΄ Βραβείο στο Φεστιβάλ του Βελιγραδίου (1961).

Θάσος, Τάκης Κανελλόπουλος, 1961, 18΄

«Κάνοντας αυτή τη μικρή ταινία για τη Θάσο, δεν ζητήσαμε να περιγράψουμε το νησί. Προσπαθήσαμε να δώσουμε κάτι από τη μαγεία και την ψυχή του». Μένοντας πιστός στη εθνογραφία που ο ίδιος είχε μόλις συστήσει με τον Μακεδονικό γάμο, ο Τάκης Κανελλόπουλος συνεχίζει με τη δεύτερη μικρού μήκους ταινία του τη χαρτογράφηση μιας άγνωστης Μακεδονίας μέσα στην οποία συνυπάρχουν το φολκλόρ με τον σχολιασμό του, η εντοπιότητα με την ακύρωσή της και ο μύθος με την αφήγησή του. Στη Θάσο, ψήγματα μιας νησιωτικής ρουτίνας γίνονται με τα λιτά μέσα μιας διάφανης ποιητικής παρατήρησης, μια αντι-πρόταση για την καρτ-ποστάλ μιας ολόκληρης χώρας ακριβώς την εποχή της πρώτης μεγάλης τουριστικής έκρηξης που γνώριζε η Ελλάδα τη δεκαετία του ’60. Ρυθμική, σε στιγμές ξέφρενη, έως και παγανιστική, δομημένη πάνω σε παραδοσιακά νησιώτικα τραγούδια, με έμφαση στην αναζήτηση μιας οικειότητας με το νησιωτικό «αίσθημα», με τον άνθρωπο και τη Φύση στο επίκεντρο, η Θάσος δεν προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Κέρδισε όμως ειδικό έπαινο στο Φεστιβάλ της Μόσχας, ανθολογήθηκε και σε ειδικές προβολές στη Θεσσαλονίκη και σε εμπορική διανομή στην Αθήνα, κερδίζοντας με τα χρόνια εξέχουσα θέση στην απόπειρα του Κανελλόπουλου για έναν μοντερνισμό που επαναδιαπραγματευεται με ρίσκο και πρωτοφανή αποφασιστικότητα την έννοια της «πατριδογνωσίας».

Καστοριά, Τάκης Κανελλόπουλος, 1969, 24΄

«Κι όπως έπεφτε το βράδυ, μια αποκάλυψη έγινε μέσα του. Κατάλαβε σιγά-σιγά πως αυτό που ζητούσε, αυτό που έψαχνε, η ομορφιά που γύρευε, η νεράιδα ήταν η ίδια η πολιτεία. Η Καστοριά!» Τρίτο μέρος της άτυπης «εκδρομής» στη Μακεδονία που ξεκίνησε με τον Μακεδονικό γάμο (1960) και συνεχίστηκε με τη Θάσο (1961), η Καστοριά με τον έφιππο ξένο ταξιδιώτη που αναζητά μια νεράιδα μέσα στη σύγχρονη αλλά περισσότερο άχρονη καθημερινότητα της μακεδονικής πόλης, κλείνει ακριβώς στην αυλαία της δεκαετίας του ’60 έναν τέλειο κύκλο ασυμβίβαστης τεκμηρίωσης. Ο Τάκης Κανελλόπουλος έχει ανταλλάξει πλέον οριστικά την Ιστορία με τον μύθο (και την αναπαράστασή του) και εδώ τον χρησιμοποιεί ως μια γέφυρα ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, μυθοποιώντας τελικά μια πόλη η οποία μέσα από το βλέμμα του ανακτά εκ νέου τα χαρακτηριστικά μιας ελληνικότητας σπάνιας, σμιλεμένης από φαντάσματα βυζαντινά, ξεσπάσματα αρχαιοελληνικά, υλικά από χώμα και νερό απάτριδα κι όμως βαθιά ριζωμένα σε μια Ελλάδα που μένει να ανακαλυφθεί. Η ταινία, μια παραγωγή του Γιώργου Νάσιουτζικ, βραβευμένη το 1969 ως Καλύτερη Ταινία Μικρού Μήκους Ντοκιμαντέρ στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης, υπήρξε η πιο αποκομμένη ιδιοκτησιακά από το έργο του δημιουργού της και δυσεύρετη –έως και χαμένη– μέσα στα χρόνια. Επανεμφανίστηκε μετά από μεγάλο διάστημα απουσίας το 2024, όχι στην αυθεντική έγχρωμη εκδοχή της, μέσα από ένα δίκτυο συλλεκτών, δίνοντας την ευκαιρία για μια ολοκληρωμένη μελέτη πάνω στην τριλογία του Τάκη Κανελλόπουλου που υπήρξε τομή για το δημιουργικό ντοκιμαντέρ στην Ελλάδα.

 

Back to top button