
Η ποικιλία των τίτλων και των ονομάτων δείχνει και την πολυμορφία των αναζητήσεων της σύγχρονης εληνικής πεζογραφίας.
Η τύχη δεν έχει στρώσει το καλύτερο μονοπάτι για τον Σπούγια στους «Κορνιζωμένους», εκδόσεις Καστανιώτη, της Ιωάννας Καρυστιάνη. Εγκατεστημένος στην Κρανιά λόγω του έρωτά του για τη Χιονία, μπορεί να τα καταφέρνει μια χαρά στο κορνιζάδικο το οποίο έχει παραλάβει από την προηγούμενη ιδιοκτησία, θα ατυχήσει, όμως, σφόδρα με την αγάπη του. Η Χιονία θα τον αφήσει για έναν γιατρό με τον οποίο ετοιμάζεται να κάνει τώρα παιδί. Ο Σπούγιας, βεβαίως, έχει το δικό του παιδί μαζί της, τον Χρόνη, που θέλει να γίνει δάσκαλος, αγαπάει τις σπουδές του, διακρίνεται για την εξυπνάδα και την ακεραιότητά του και είναι ερωτευμένος με ένα θεάρεστο σωματικά και ψυχικά πλάσμα, την Κλέα, με την οποία σχεδιάζουν από κοινού το αγαστό μέλλον τους. Κι όμως, ο πατέρας θα σκοτώσει τον γιο, όχι μόνο έχοντας προμελετήσει βήμα προς βήμα όλες του τις ενέργειες μα και παίρνοντας κατόπιν όλα τα προφυλακτικά μέτρα προκειμένου να μην αποκαλυφθεί ποτέ η πράξη του. Κι όταν θα έρθει το τέλος του, δεν θα έρθει ως αποτέλεσμα ανθρώπινης ή θείας δίκης, αλλά ως προϊόν μιας ακόμα πιο διεστραμμένου ψυχισμού, ο οποίος θα σφραγίσει δια παντός την οδό, την οποιαδήποτε οδό, προς την αλήθεια.
Πρωταγωνιστές στην «Αθωότητα», εκδόσεις Κέδρος, του Βαγγέλη Ραπτόπουλου είναι ο Τζώρτζης και ο Λένος, που μας κάνουν τον Τζωρτζ και τον Λένι στη νουβέλα «Άνθρωποι και ποντίκια» (1937) του Τζον Στάινμπεκ (1902-1968). Ο Ραπτόπουλος διασκευάζει τον Στάινμπεκ, με άλλα λόγια τον εγκλιματίζει στα ελληνικά δεδομένα. Αντί για τη δεκαετία του 1930 και για τη μεγάλη οικονομική ύφεση του 1929 έχουμε τη σύγχρονη Αθήνα με την καθημερινή οικονομική της μιζέρια και αντί για ένα ράντσο στην Καλιφόρνια παρακολουθούμε μια αποθήκη με δέματα εντύπων για βιβλιοδεσία κάπου στην ελληνική πρωτεύουσα. Οι συνθήκες, όμως, δεν διαφέρουν. Δυο ανήλικοι νεαροί καταπιάνονται με μια δουλειά χωρίς προοπτικές, αλλά αυτό δεν θα τους εμποδίσει να ονειρευτούν ούτε, όμως, και να δουν τα όνειρά τους να μετατραπούν σε κομμάτια κατά τον χειρότερο τρόπο. Ο Τζώρτζης είναι δραστήριος, γρήγορος και έξυπνος, ο Λένος θηριώδης, άγαρμπος και διανοητικά πειραγμένος. Εκείνο που κάνει τον Ραπτόπουλο και τον Στάινμπεκ να τους φέρουν κοντά είναι η κοινή κακή τους μοίρα (ατομική και κοινωνική). Χωρίς γονείς ή παρατημένοι από το συγγενικό τους περιβάλλον, οικονομικά καταπιεσμένοι και δίχως την παραμικρή επιφάνεια, ο Τζώρτζης και ο Λένος εκπροσωπούν δύο απολύτως τρομαγμένα πλάσματα, που έχουν κουρνιάσει από απόγνωση το ένα στην αγκαλιά του άλλου – κι ας μοιάζουν ο Τζώρτζης ο καταφερτζής και ο κυρίαρχος και ο Λένι ο ανίκανος, ο μπουνταλάς και ο αδέξιος.
Γυναίκες σε εγκυμοσύνη και γυναίκες σε εμμηνόπαυση. Γυναίκες που είναι μάνες και κόρες μα και αδελφές ή γιαγιάδες. Γυναίκες ηθοποιοί, γυναίκες της ποίησης και της λογιοσύνης, γυναίκες φιλόσοφοι, αλλά και γυναίκες κακοποιημένες, συχνά έως θανάτου. Και γυναίκες, όμως, που είναι παιδοκτόνοι, ή γυναίκες με ανδρόγυνο κόσμο – και άλλες, πάλι, γυναίκες, που δεν πιστεύουν πως το φύλο τους ανήκει στη φύση, αποτελώντας μόνο προϊόν κοινωνικής κατασκευής. Αυτή είναι η γκάμα την οποία καλύπτουν τα γυναικεία πρόσωπα στο μυθιστόρημα της Αμάντας Μιχαλοπούλου, που κυκλοφορεί υπό τον τίτλο «Το μακρύ ταξίδι της μιας μέσα στην άλλη» από τις εκδόσεις Πατάκη. Τραβώντας τη γραμμή από μυθιστορήματα και νουβέλες της που δημοσιεύτηκαν κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, η συγγραφέας βάζει δίπλα στα ζητήματα της γυναίκας και του φύλου και θέματα τα οποία έχουν να κάνουν με το αφηγηματικό είδος το οποίο διακονεί ή με τις τεχνικές και τη δομή της σύνθεσης που υιοθετεί. Η αυτομυθοπλασία, με άλλα λόγια η μυθοποιημένη αυτοβιογραφία, που βρίσκεται όλο και συχνότερα στην πρώτη θέση των συγγραφικών προτιμήσεων τόσο στην Ελλάδα όσο και στη διεθνή σφαίρα, συνιστά φιλόξενο γένος και για τη Μιχαλοπούλου. Η ίδια σπεύδει εκ παραλλήλου να ανοίξει το συγγραφικό της εργαστήριο προκειμένου να αποκαλύψει την εντατική έρευνα η οποία διεξάγεται στο εσωτερικό του μέχρι να ολοκληρωθεί η διαδικασία που θα οδηγήσει στο τελικό προϊόν.
Στο μυθιστόρημα «Η πικρή αλήθεια», εκδόσεις Κέδρος, του Δημήτρη Σωτάκη μια χαρούμενη και ανέμελη οικογένεια ταξιδεύει για δίμηνες διακοπές σε ένα υπερπολυτελές ξενοδοχείο (ο πατέρας είναι καταξιωμένος μυθιστοριογράφος) και ετοιμάζεται να απολαύσει την άνεση και τις παροχές του. Ο Σωτάκης δεν κατονομάζει ποτέ στα βιβλία του τόπους ή χώρες και τα ονόματα των ηρώων είναι σαν ελληνικά ή με έναν διεθνή απόηχο προκειμένου να υποβάλλουν πάντοτε την ιδέα ότι τα γεγονότα τα οποία ζουν οι ίδιοι θα μπορούσαν να συμβούν οπουδήποτε και οποτεδήποτε. Η καθημερινότητα των διακοπών για τον Πο Λέντις, για τη γυναίκα του Μαρία και για τα παιδιά τους Σο και Φέριν μοιάζει υπερβολικά αυτονόητη και σχεδόν κοινότοπη: εκδρομές, φαγητό, παιχνίδια στη θάλασσα και διάφορες τουριστικές ατραξιόν. Σιγά-σιγά, όμως (η αφήγηση καθυστερεί εσκεμμένα το ξετύλιγμά της), ο κόσμος τριγύρω τους αρχίζει να μην τους αναγνωρίζει – σαν να έχει διαγραφεί η περσινή παραμονή τους στο ξενοδοχείο και οι πολλές ώρες συντροφιάς με τις ίδιες παρέες. Το περίεργο είναι ότι το πράγμα επαναλαμβάνεται και στο εγκιβωτισμένο μυθιστόρημα του Πο (αυτό που τον έχει καταστήσει διάσημο), με την ανάποδη, όμως, φορά: εκεί οι πανομοιότυποι πρωταγωνιστές αναγνωρίζονται στο ξενοδοχείο από τους πάντες, κι ας μην ξέρουν κανέναν. Η κλειστοφοβία αποτελεί περίπου μόνιμο χαρακτηριστικό των μυθιστορημάτων του Σωτάκη και εδώ σπεύδει να απλώσει τα μαύρα φτερά της πάνω από το κάποτε αρμονικό ζευγάρι.
Σε ένα ελληνικό νησί (πρόκειται προφανώς για την Κέρκυρα), το οποίο δέχεται αλλεπάλληλα τουριστικά κύματα, δύο οικογένειες που βρίσκονται σε πολυετή ανταγωνισμό μεταξύ τους για τον παντοειδή έλεγχο της επικράτειάς του, θα μπλεχτούν με απρόβλεπτες και πολλαπλές συνέπειες στην υπόθεση δύο διαδοχικών φόνων. Στο μυθιστόρημα του Βαγγέλη Μπέκα «Γένεσις», εκδόσεις Ψυχογιός, η αστυνομική πλοκή που αποκαλύπτει τις σύγχρονες κοινωνικές παθογένειες θα συνδυαστεί με την προηγμένη τεχνολογία της τεχνητής νοημοσύνης, οδηγώντας σε ένα κράμα αστυνομικού και κοινωνικοπολιτικού μυθιστορήματος με γενναίες δόσεις επιστημονικής φαντασίας και μελλοντολογικού προβληματισμού. Ο Μπέκας δείχνει με κέφι και πρωτοτυπία τους τρόπους με τους οποίους αλλάζει η αστυνομική λογοτεχνία στις ημέρες μας, αναζητώντας πυρετωδώς καινούργιες κατευθύνσεις.
Οι οικογένειες του Καρρά και του Στεργίου θα καταλήξουν σε μοιραία και οριστική σύγκρουση που θα σύρει μαζί της έναν δραματικά βαρύ και περίπλοκο χορό: από τον πόλεμο των αλληλοσυγκρουόμενων συμφερόντων και τον ρόλο των μαγαζιών και των επιχειρήσεων μέχρι τη διαφθορά του αστυνομικού και του δικαστικού σώματος, τις δυνάμεις της οικονομικής και της διοικητικής ισχύος οι οποίες κρύβονται στο παρασκήνιο της τοπικής εξουσίας, τις ερωτικές σχέσεις (ομοφυλοφιλικές και μη) που καθορίζουν αποφασιστικά τα αφηγηματικά γεγονότα, τα απρόσμενα οικογενειακά ρήγματα, όπως και έναν ρομαντικό έρωτα ο οποίος όχι μόνο διατρέχει ολόκληρο το μυθιστόρημα αλλά και καταλήγει (όλως περιέργως) σώος και αβλαβής.
Β. Χατζηβασιλείου