
Τήν παραμονή τῆς ἑορτῆς τῆς ἁγίας Παρασκευῆς ἄκουσα καί εἶδα ἀπό τό ἐπισκοπεῖο πυροσβεστικά ἀεροπλάνα νά ἐφοδιάζονται μέ νερό ἀπό τήν λίμνη τῆς Καστοριᾶς. Ἄνοιξα τίς εἰδήσεις γιά νά δῶ τί συμβαίνει. Εἶχε ἀνάψει πυρκαϊά σέ δασική ἔκταση μεταξύ τῆς Οἰνόης, τῆς Ἁγίας Κυριακῆς καί τῆς Ἱεροπηγῆς. Τηλεφώνησα στούς Ἱερεῖς καί σέ γνωστούς μου στήν περιοχή γιά νά μάθω λεπτομέρειες.
Εἶχα λίγο χρόνο μέχρι τόν ἑσπερινό τῆς ἑορτῆς στό Ἄργος Ὀρεστικό, καί ἀποφάσισα νά ἐπισκεφθῶ τόν τόπο τῆς πυρκαϊᾶς γιά νά δῶ τό μέγεθός της καί νά εὐχηθῶ στούς ἀγωνιζόμενους πυροσβέστες.
Πῆρα μαζί μου τό ἱερό λείψανο τῆς ἁγίας Παρασκευῆς.
Μέ τό ἐπισκοπικό αὐτοκίνητο καί μέ ὁδηγό τόν Διάκονό μου π. Νικόδημο, δέν ἤμουν σίγουρος γιά τό πόσο κοντά μποροῦσα νά φθάσω στό μέτωπο τῆς φωτιᾶς, στόν τόπο ὅπου ἐπιχειροῦσαν οἱ Πυροσβέστες.
Τελικά κατάφερα νά φθάσω λίγα μέτρα ἀπό τό κύριο μέτωπο τῆς φωτιᾶς. Ἐκεῖ, ἀφήσαμε τό αὐτοκίνητο, πῆρα μαζί μου τό ἱερό λείψανο, καί περπατήσαμε μέχρι τό σημεῖο τῆς μάχης τῶν Πυροσβεστῶν μέ τίς φλόγες. Ἐκεῖ ἦρθε καί ὁ Ἱερέας τῆς Οἰνόης π. Φώτιος, φέρνοντας νερά καί ἀναψυκτικά γιά τούς ἀγωνιζόμενους στήν κατάσβεση τῆς φωτιᾶς.
Προσωπικά, εἶχα συμμετάσχει ὡς στρατιώτης σέ ἐπιχειρήσεις κατάσβεσης πυρκαϊῶν, ἀλλά στό τμῆμα ἀποτροπῆς ἀναζωπύρωσης. Τώρα, γιά πρώτη φορά βρέθηκα στό μέτωπο τοῦ πυρός, ἐκεῖ ὅπου ὑψώνονται ἀπειλητικές καί μέ φοβερό ἦχο οἱ φλόγες. Ἦταν κάτι συγκλονιστικό.
Μέ μεγάλη συγκίνηση λιτάνευσα τό ἱερό λείψανο μεταξύ τῶν Πυροσβεστῶν, εὐλογώντας αὐτούς καί τούς πιλότους τῶν ἀεροπλάνων, γιά νά ἔχουν δύναμη, καί «ἐξόρκιζα» τίς φλόγες γιά νά ὑποχωρήσουν.
Ἡ συγκίνηση ὀφειλόταν πρῶτον, στήν συνειδητοποίηση τῆς δύναμης τῆς φωτιᾶς πού προκαλεῖ φόβο καί ταλαιπωρία στόν ἄνθρωπο καί καταστροφή στήν φύση πού ἔπλασε λίαν καλή ὁ Δημιουργός. Καθώς καί στήν συνειδητοποίηση τῆς ἀνευθυνότητας ἤ καί σκληρότητας τῶν ἀνθρώπων πού τυχόν γίνονται πρόξενοι τέτοιων καταστροφῶν.
«Αἰσθανθήκαμε βαθύτατο πόνο ἀπό τήν καταστροφή τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος, ἀπό τίς κραυγές τῶν δένδρων καί τῶν δασῶν. Ὁ θόρυβος πού δημιουργεῖτο ἀπό τήν καύση τῶν δένδρων ἦταν ὁ ἀναστεναγμός, τά «οὐρλιαχτά» τῆς φύσεως καί τῶν δένδρων ἀπό τήν μανία τῶν βιαστῶν ἀνθρώπων. Αὐτό αἰσθάνονται ὅσοι ἔχουν μιά ἐσωτερική εὐαισθησία. Κλαῖνε καί τά δένδρα καί ἡ φύση ἀναστενάζει ἀπό τήν μανία τῶν ἀνθρώπων, ἀφοῦ μέσα στήν φύση ὑπάρχει ἡ οὐσιοποιός καί ζωοποιός ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ» (Ναυπάκτου Ἱερόθεος, «Ἡ φωτιά καί οἱ βιαστές»).
Δεύτερον, ὀφειλόταν στήν αἴσθηση τῆς φιλανθρωπίας τῶν Ἁγίων, οἱ ὁποῖοι σέ ὅλη τους τήν ζωή θρηνοῦσαν γιά τήν θνητότητα καί τά πάθη τῶν ἀνθρώπων καί τήν φθορά πού ἔχει εἰσέλθει στήν φύση, προσευχόμενοι πάντα στόν Θεό γιά τούς ἀνθρώπους καί τά εἰρηνικά τους ἔργα. Οἱ Ἅγιοι ἦταν καί εἶναι οἱ ἰσορροπημένοι, οἱ μεγαλύτεροι, οἱ πιό εὐαίσθητοι «οἰκολόγοι».
Τρίτον, στό γεγονός ὅτι αἰσθανόμουν μέρος τῆς μακραίωνης παραδόσεώς μας, πού ἀντιμετωπίζει μέ λιτανεῖες καί εὐχές τίς σκληρές καί θανατηφόρες καταστάσεις καί τά ἀκραῖα φυσικά φαινόμενα. Ἔχοντας μάλιστα ἀκούσει τίς περιγραφές τῆς ἀποτροπῆς μιᾶς μεγάλης πυρκαϊᾶς κοντά στό Ἄργος Ὀρεστικό, μέ τήν λιτάνευση ἱερῶν λειψάνων ἀπό τόν προκάτοχό μου μακαριστό Μητροπολίτη Γρηγόριο Γ´ (Παπουτσόπουλο).
Ἰδιαιτέρως αἰσθανόμουν μέρος τῆς σοφῆς ὀρθόδοξης παραδόσεώς μας, ἡ ὁποία γνωρίζει τήν βασική θεολογική ἀρχή τῆς συνέργειας. Δηλαδή, ὅτι στά ἀνθρώπινα πράγματα χρειάζεται πάντα ἡ συνέργεια Θεοῦ καί ἀνθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος νά πράττει τά ἀνθρώπινα καί ὁ Θεός τά θεϊκά. Στήν παράδοσή μας σέ κάθε ἐνέργειά μας καταβάλλουμε τόν δικό μας κόπο, ζητώντας τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ διά τῶν Ἁγίων Του, εὐχαριστώντας Τον καί δοξολογώντας Τον μετά τήν ἔκβαση. Ἔτσι, ἐργαζόμαστε καί δοξολογοῦμε τόν Θεό· κτίζουμε καί προσευχόμαστε· τρεφόμαστε καί εὐχαριστοῦμε τόν Θεό· πηγαίνουμε στόν ἰατρό καί προσευχόμαστε.
Τέλος, ἡ συγκίνησή μου ὀφειλόταν στόν σεβασμό πού ἔδειξαν οἱ ἀγωνιζόμενοι στήν πυρόσβεση πρός τήν ἁγία Παρασκευή. Ἰδιαιτέρως ὅταν σέ μία στιγμή ἄκουσα τόν ἐπικεφαλῆς νά φωνάζει: «Μή φοβᾶστε! Ἡ ἁγία Παρασκευή εἶναι μαζί μας!».
*
Παρακολούθησα γιά ἀρκετή ὥρα τίς τιτάνειες προσπάθειες τῶν ἀνδρῶν τῆς Πυροσβεστικῆς, ἀλλά καί τῶν χειριστῶν τῶν μηχανημάτων τῆς Ἀντιπεριφέρειας (ἦταν παρών ὁ κ. Ἀντιπεριφερειάρχης) καί τοῦ Δήμου (ἦταν παρόντες Ἀντιδήμαρχοι), καί τῶν κατοίκων πού βρέθηκαν ἐκεῖ, νά θέσουν τήν φωτιά ὑπό ἔλεγχο. Μέ τόν συντονισμό τῶν ἐπικεφαλῆς τους (τοῦ Στρατηγοῦ τῶν Ἰωαννίνων Χριστοφόρου Μπόκα, μέ τόν ὁποῖον συνομίλησα τηλεφωνικῶς τήν ἄλλη ἡμέρα, τοῦ Πυράρχου Ἰωάννη Ἀμανατίδη, τοῦ Διοικητῆ Δημητρίου Παπουτσίδη καί τῶν ἄλλων ἀξιωματικῶν) ἔτρεχαν πάνω-κάτω μέσα στά δένδρα, μέ ματωμένα ἀπό τά κλαδιά τά χέρια πολλῶν, μέ τίς μάνικες πού δίπλωναν καί ξεδίπλωναν ὁμαδικά, μιλοῦσαν στούς ἀσυρμάτους, λάμβαναν καί ἐκτελοῦσαν ἐντολές. Ἐνῶ τά ἐναέρια μέσα περνοῦσαν κατά κύματα καί περιόριζαν τίς φλόγες.
Ἐγώ ἔφυγα μετά ἀπό ὥρα γιά τόν Ἑσπερινό τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς στό Ἄργος Ὀρεστικό, ὅπου ἔφθασα καθυστερημένος, ἔχοντας στόν νοῦ μου ὅλες αὐτές τίς εἰκόνες καί τούς ἀνθρώπους πού ἔμειναν στό μέτωπο τῆς φωτιᾶς, καί εὐχήθηκα δημοσίως γιά ὅλους τούς ὑπευθύνους καί ἐργαζομένους στήν Πολιτική Προστασία τῆς Πατρίδος μας.
Ἔμαθα ὅτι τελικά ἡ φωτιά ἦταν πολύ μεγάλη· τό δάσος καί τό εὔφλεκτον περιβάλλον πολύ ἐκτεταμένο· ὅτι ὅλη τήν νύχτα οἱ ἄνδρες ἔδιναν μάχη μέ τίς φλόγες. Ἔμαθα ὅτι ἔφθασαν στό σημεῖο νά συζητήσουν τήν ἐκκένωση τῶν γειτονικῶν χωριῶν, ἀλλ᾽ ὅμως τελικά ἡ φωτιά περιορίσθηκε στό πεδίο πού εἶχε κάψει γιά νά «ξεψυχήσει» τήν ἄλλη ἡμέρα μετά ἀπό τήν νέα ἐπιχείρηση τῶν ἐναέριων μέσων. Δόξα τῷ Θεῷ!
*
Σκεπτόμουν, μετά τήν ἐμπειρία αὐτή, ὅτι σέ αὐτές τίς δύσκολες καταστάσεις, ἐκδηλώνεται ὁ ἡρωϊσμός, ἡ αὐτοθυσία, ἡ συνεργασία καί ἡ ἀνιδιοτέλεια τῶν ἀνθρώπων τῆς Πολιτικῆς Προστασίας καί τοῦ λαοῦ, καί ἀναπέμπονται εὐχές καί ἱκεσίες στόν Θεό, διότι οἱ ἄνθρωποι κατανοοῦν τά ὅρια τῶν δυνατοτήτων τους.
Καί συζητώντας μέ τούς συνεργάτες μου, σκεφθήκαμε ὥστε σέ παρόμοιες καταστάσεις, τίς ὁποῖες ὅλοι ἀπευχόμαστε, ἀλλά ἡ κλιματική ἀλλαγή μᾶλλον θά τίς προκαλεῖ ἤ τοὐλάχιστον θά τίς διευκολύνει, νά εἶναι πάντα παροῦσα ἡ τοπική Ἐκκλησία, μέ τίς εὐχές της, τά ἱερά λείψανά της καί μέ τήν παροχή ἀναγκαίων ἐφοδίων πρός ἐνδυνάμωση καί παράκληση τῶν ἀνθρώπων πού ἀγωνίζονται στήν πρώτη γραμμή.
*
Ζώντας μέσα στήν πολύτιμη παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀντιμετωπίζουμε τίς δύσκολες αὐτές καταστάσεις, πού βλέπουμε νά πληθαίνουν σέ ὅλο τόν κόσμο, μέ τήν παράκληση τῶν λόγων τοῦ Πνεύματος, ὅπως μέ τόν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «Ἡ γὰρ ἀποκαραδοκία τῆς κτίσεως τὴν ἀποκάλυψιν τῶν υἱῶν τοῦ Θεοῦ ἀπεκδέχεται. τῇ γὰρ ματαιότητι ἡ κτίσις ὑπετάγη, οὐχ ἑκοῦσα, ἀλλὰ διὰ τόν ὑποτάξαντα, ἐπ᾿ ἐλπίδι ὅτι καὶ αὐτὴ ἡ κτίσις ἐλευθερωθήσεται ἀπό τῆς δουλείας τῆς φθορᾶς εἰς τὴν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ. οἴδαμεν γὰρ ὅτι πᾶσα ἡ κτίσις συστενάζει καὶ συνωδίνει ἄχρι τοῦ νῦν» (Ρωμ. η´).