Άργος ΟρεστικόΚαστοριά

“Χιροσίμα αγάπη μου’: Μία διαλεκτική ανάμεσα στο παρόν και στο παρελθόν… (του Σπύρου Παρίσση)

Hiroshima mon amour: Μία διαλεκτική ανάμεσα στο παρόν και στο παρελθόν, στη μνήμη και στη λήθη, στην πραγματικότητα και στη μυθοπλασία

του Σπύρου Παρίσση
Δημοσιεύτηκε στα “Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης” (τεύχος 139, σ.92-95)  antitetradia.gr/portal 139.pdf
—————————————————-
“Μία ταινία που επέβαλε έναν καινούργιο αφηγηματικό τρόπο, καθαρά και απόλυτα κινηματογραφικό, που δεν είναι δανεισμένος από άλλες τέχνες”(Ραφαηλίδης, 2003, σ.186)

Η ταινία Χιροσίμα αγάπη μου (Resnais, 1959), αποτελεί την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Alain Resnais και το πέρασμα του από το ντοκιμαντέρ στη μυθοπλασία. Μετά από 25 περίπου ντοκιμαντέρ μικρού μήκους συμπεριλαμβανομένου του αριστουργηματικού και ταυτόχρονα σοκαριστικού Nuit et Brouillard (Νύχτα και Καταχνιά) (Resnais, 1956) που απεικονίζει τις φρικαλεότητες που πραγματοποιήθηκαν στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, o Resnais καταπιάνεται με ένα ντοκιμαντέρ για την ατομική βόμβα στη Χιροσίμα ονόματι Picadon. Θα κατασταλάξει όμως μερικούς μήνες μετά στο ότι η ταινία πρέπει να είναι μυθοπλασία και πως αυτός είναι ο μόνος τρόπος να αποδοθεί ο αντίκτυπος της Χιροσίμα (Di Mattia, 2014). Συνεργάζεται λοιπόν με την Marguerite Duras, η οποία και υπογράφει το μοναδικού λυρισμού σενάριο της Χιροσίμα αγάπη μου.

Δεν είδες τίποτα στη Χιροσίμα. Τίποτα.” (Eiji Okada ως Ιάπωνας Αρχιτέκτονας)

Αυτή, μία Γαλλίδα ηθοποιός (Emmanuelle Riva) που βρίσκεται στην Χιροσίμα για τα γυρίσματα μία ταινίας με θέμα την ειρήνη. Αυτός, ένας Ιάπωνας αρχιτέκτονας (Eiji Okada). Αυτή διηγείται την τραυματική εμπειρία ενός εφηβικού έρωτα με έναν Γερμανό στρατιώτη την περίοδο της ναζιστικής κατοχής της Γαλλίας στη Νεβέρ, την πόλη που γεννήθηκε και μεγάλωσε. Αυτός, με έντονο το αποτύπωμα του παρελθόντος, επαναλαμβάνει “Δεν είδες τίποτα στη Χιροσίμα. Τίποτα”. Ένα οδυνηρό ταξίδι μνήμης. Ένας μεγάλος έρωτας καταδικασμένος να διαρκέσει μονάχα 24 ώρες με φόντο την ανασυγκροτημένη Χιροσίμα του 1959.

O Eric Rohmer σε μία συνάντηση των μελών της συντακτικής ομάδας του Cahiers du cinema αναφερόμενος στην ταινία Χιροσίμα αγάπη μου θα πει: “σε λίγα χρόνια, σε δέκα, σε είκοσι ή τριάντα χρόνια, θα ξέρουμε αν η Hiroshima mon amour ήταν η πιο σημαντική ταινία μετά τον πόλεμο, η πρώτη μοντέρνα ταινία του ηχητικού σινεμά” (Jones, 2015). Σήμερα, 60 και πλέον χρόνια μετά, μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε ότι η Χιροσίμα αγάπη μου είναι η πιο σημαντική μεταπολεμική και η πρώτη μοντέρνα ηχητική ταινία, από κάθε πτυχή της δημιουργίας της. Από την σύλληψη και την υλοποίηση της, την κινηματογραφική αφήγηση και τον ρυθμό μέχρι το σενάριο και τη φιλοσοφική της ματιά. Η Χιροσίμα αγάπη μου είναι μία ταινία έντονα πολωμένων δίπολων. Μία διαλεκτική ανάμεσα στο παρόν και στο παρελθόν, στη μνήμη και στη λήθη, στην πραγματικότητα (ντοκιμαντέρ) και στη μυθοπλασία και όλα δοσμένα με έναν μοναδικό ποιητικό τρόπο.

Η αινιγματική εικόνα των τίτλων αρχής

Η συνομιλία μεταξύ ντοκιμαντέρ και μυθοπλασίας.

Όπως προαναφέραμε, ο Resnais με μεγάλη εμπειρία στο ντοκιμαντέρ και μετά το θρυλικό Νύχτα και Καταχνιά καταλήγει στη Χιροσίμα αγάπη μου έχοντας αρχικά στο μυαλό του ένα ντοκιμαντέρ για την Χιροσίμα. Στο Νύχτα και Καταχνιά, ο Resnais με απλότητα, χωρίς εντάσεις, με εναλλαγές έγχρωμων (παρόν) και ασπρόμαυρων (παρελθόν) εικόνων και με τον ποιητικό λόγο του Jean Cayrol (επιζών του στρατοπέδου συγκέντρωσης Mauthausen), που διαβάζει ο Michel Bouquet, παρουσιάζει τις θηριωδίες των ναζί στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Αυτή η καλλιτεχνική ευρηματικότητα που εμφανίζει ο Resnais στο Νύχτα και Καταχνιά βρίσκει συνέχεια στη Χιροσίμα αγάπη μου. Η εναρκτήρια σεκάνς ξεκινά με ένα κοντινό πλάνο δύο γυμνών σωμάτων (από τη μέση και πάνω χωρίς να φαίνονται τα πρόσωπα) κλειδωμένα σε μια αγκαλιά, τα οποία σκεπάζονται από την τέφρα που πέφτει. Η τέφρα μετατρέπεται σε χρυσόσκονη και στη συνέχεια σε ιδρώτα. Μεταφορά από το παρελθόν και την σκεπασμένη με ατομική τέφρα  Χιροσίμα στο παρόν (14 χρόνια μετά τον Βομβαρδισμό της) και σε ένα έρωτα με το βάρος του παρελθόντος. Εικόνες από το νοσοκομείο και τα ανθρώπινα σώματα που φέρουν τα σημάδια του παρελθόντος παίρνουν θέση στην οθόνη. Τα πλάνα πλέον εναλλάσσονται μεταξύ εικόνων από την ανασυγκροτημένη Χιροσίμα και των κορμιών των δύο εραστών. Νοσοκομείο, μουσείο, κτίρια σύγχρονης αρχιτεκτονικής. Αυτή περιγράφει τι έχει δει στη Χιροσίμα. Αυτός επαναλαμβάνει: “Δεν είδες τίποτα στη Χιροσίμα. Τίποτα”. Οι εικόνες καταστροφής της Χιροσίμα, λιωμένου μέταλλου και καμένου δέρματος άλλοτε από αναπαραστάσεις και άλλοτε από τα επίκαιρα συνεχίζουν να εναλλάσσονται με ερωτικές σκηνές του ζευγαριού. Επιστροφή στη σύγχρονη Χιροσίμα και ολοκλήρωση μίας 13λεπτης μοναδικής έμπνευσης και ποιητικότητας σεκάνς μέχρι να δούμε τα πρόσωπα των εραστών.

Η σκληρή και με μια ανησυχητική ουδετερότητα ματιά του Resnais σε αυτή την πρώτη σεκάνς, που συνοδεύεται με πλάνα που ξεφεύγουν από την ανθρώπινη προοπτική (εικόνες στο μουσείο), αναπαραστάσεις, εικόνες εν είδει ταξιδιωτικού οδηγού, γίνεται φωνή διαμαρτυρίας για την φρίκη του πολέμου και ένα σχόλιο για το μέγεθος της τραγωδίας που είναι αδύνατο να γίνει κατανοητή. Επιπλέον, μπορούμε να πούμε ότι ο Resnais φέρνει ξανά στο προσκήνιο την σοβιετική παράδοση στην κινηματογραφική δημιουργία με βάση το μοντάζ. Πλάνα μικρής χρονικής διάρκειας που δίνουν τον απαραίτητο ρυθμό και παραπέμπουν στον κινηματογράφο του Dziga Vertov (Bordwell, 2018). Ο Vertov στην αφηγηματικότητα του παραδοσιακού κινηματογράφου αντιπρότεινε ένας είδος λυρικού ντοκιμαντέρ. Στο μανιφέστο του, κινηματογράφος-μάτι (kino-glaz), προτρέπει στην καταγραφή της πραγματικής πραγματικότητας χωρίς συναισθηματισμούς (Πούπου, 2014, σ. 110 & 111).

Αυτή (Emmanuelle Riva) και Αυτός (Eiji Okada)

Δράση και αναδρομές σε αλληλεξάρτηση.

Ο Resnais στη Χιροσίμα αγάπη μου άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο οι ταινίες λένε την ιστορία τους. Εγκαταλείπει την κλασσική κινηματογραφική αφήγηση και παρουσιάζει μία πρωτοποριακή προσέγγιση. Το ταξίδι στο χρόνο είναι αέναο και κυκλικό. Αναδρομές, επαναλήψεις στους διαλόγους και φωνητική αφήγηση. Τα σώματα και τα πνεύματα των πρωταγωνιστών μετατρέπονται σε υποδοχείς του χρόνου. Τα σώματα, γιατί μέσα από αυτά βιώνεται η αγάπη και το πνεύμα, γιατί μέσα από αυτό αποκαλύπτονται και δημιουργούνται οι αναμνήσεις, οι επιπτώσεις δηλαδή αυτής της αγάπης. Επιπλέον, αφήνει στο περιθώριο την οικογενειακή ζωή των ηρώων, οι οποίοι είναι και οι δύο παντρεμένοι και θα έπρεπε λογικά να προκαλεί ηθικούς ενδοιασμούς, ως μέρος της καθημερινότητας. Έτσι δίνει χώρο να παρεισφρήσει το έντονο παρελθόν στην τρέχουσα ένταση του παρόντος προσδίδοντας και μία διαχρονικότητα στον έρωτα τους (“Alain Resnais – Wolfgang A. Luchting”, 1981).

Το παρελθόν της ηρωίδας μας έρχεται σε αναδρομές (flashbacks) που εισβάλλουν στις σκηνές του παρόντος χρόνου στη Χιροσίμα. Η μνήμη όμως δεν μετράει ως αναδρομή. Για τον Resnais οι αναμνήσεις, που έρχονται ως αναδρομές στην ταινία, υπάρχουν στο παρόν επειδή οι άνθρωποι θυμούνται. (Bordwell, 2018). Για αυτό και οι ήχοι που ακούγονται στο παρόν, όπως τα κορναρίσματα και ο θόρυβος στο Tea Room ή η μουσική από ένα juke box επίσης στο Tea Room, το σφύριγμα και ο ήχος του τρένου στον σταθμό των τρένων συνεχίζουν και ακούγονται στις εικόνες του παρελθόντος στη Νεβέρ. Η εξελισσόμενη δράση και οι αναδρομές είναι αλληλοεξαρτώμενες. Οι αναδρομές προκαλούν την δράση και η δράση ενεργοποιεί τις αναδρομές. Τη στιγμή όμως που το παρελθόν αγγίζει το παρόν, όπως συμβαίνει στην σκηνή του Tea Room όπου οι αναμνήσεις γίνονται τόσο δυνατές που η ηρωίδα μας μπερδεύει το παρελθόν με το παρόν, ο Resnais χρησιμοποιεί ένα χαστούκι από τον Ιάπωνα Αρχιτέκτονα για δηλώσει ότι το παρελθόν ανήκει στο παρελθόν και το παρόν στο παρόν. (Luchting, 1963).

Το νυχτερινό κέντρο Casablanca

Camerastylo και πολιτική του δημιουργού.

Ο Resnais αποτελεί βασικό εκπρόσωπο της Nouvelle Vague, μεγαλύτερης βέβαια ηλικίας από τους υπόλοιπους εκφραστές της αλλά με μεγαλύτερη εμπειρία. Στην πολιτική του δημιουργού ο σκηνοθέτης γίνεται auteur δηλαδή συγγραφέας/δημιουργός. Βασικός στόχος είναι η  σταδιακή απελευθέρωση του κινηματογράφου από την τυραννία της αφηγηματικότητας για να μπορεί να εκφράζει τις απόψεις, τις ιδέες και την προσωπική ματιά του δημιουργού. Η σκηνοθεσία μίας ταινίας, σαν μία αληθινή πράξη γραφής και όχι σαν ένα απλό μέσο εικονογράφησης μίας σκηνής, οδηγεί σε μία σειρά εικόνων με αρχή και τέλος που έχουν την δική τους σκληρή λογική, την δική τους διαλεκτική με δομή που γίνεται αντιληπτή σαν ένα δοκίμιο, ένα θεώρημα (Astruc, 1948). Ο Resnais στη Χιροσίμα αγάπη μου χρησιμοποιεί έναν μεγάλο έρωτα για να γράψει ένα δοκίμιο για την μνήμη. Μία πρωταρχική πηγή αυτού που ονομάζουμε ταυτότητα είναι η μνήμη. “Η μνήμη μας κατασκευάζει, εμείς κατασκευάζουμε τη μνήμη” αναφέρει ο Candau (1998, σ. 6). Μνήμη και ταυτότητα σε συνεχή ζύμωση οδηγούν σε μία αφήγηση, μία ιστορία ή ένα μύθο. Η Χιροσίμα αγάπη μου, πέρα των άλλων καινοτομιών, συνοψίζει την διαλεκτική σχέση μνήμης και ταυτότητας, μνήμης και λήθης, θύμησης και λησμονιάς. Ο Resnais αποδίδει αριστουργηματικά την ατέρμονη μάχη όλων αυτών που σε αναγκάζουν να θυμηθείς και αυτά που σε ωθούν να ξεχάσεις. “Με σκοτώνεις, μου κάνεις καλό” επαναλαμβάνει η ηρωίδα μας. Στη Χιροσίμα οι συμφορές και η ανάμνησή τους εκτός από συλλογικές είναι και ιδιωτικές. Η ανοικοδομημένη Χιροσίμα πάνω στις στάχτες των χιλιάδων νεκρών, αποτέλεσμα του εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας της 6ης Αυγούστου 1945, αποτελεί τον τόπο που το ατομικό δράμα συναντά το συλλογικό. Το παρελθόν της ηρωίδας συναντά το παρελθόν της Χιροσίμα.

Το νυχτερινό κέντρο Casablanca

Η αγωνία του μέλλοντος.

Το τραύμα του πυρηνικού ολέθρου συναντά την τραυματική εμπειρία ενός εφηβικού έρωτα στη Νεβέρ με έναν Γερμανό στρατιώτη, τη βίαιη διακοπή του και την ταπείνωση που ακολούθησε. Η Γαλλίδα ηθοποιός εμπιστεύεται τη ζωή της στον Ιάπωνα αρχιτέκτονα. Αφηγείται την ιστορία της γιατί φοβάται μην ξεθωριάσει η ανάμνηση, για να κρατήσει ζωντανό τον εφηβικό της έρωτα. Ταυτόχρονα όμως νιώθει ότι τον προδίδει. “Ναι, απόψε θυμάμαι. Αλλά μια μέρα, δε θα θυμάμαι τίποτα απολύτως” λέει η ηρωίδα μας μετά την εξιστόρηση της. “Σε μερικά χρόνια, όταν θα σε έχω ξεχάσει και τύχει να συμβούν και άλλες ιστορίες σαν αυτήν, θα σε θυμάμαι σαν μια πραγματικά ξεχασμένη αγάπη. Θα βλέπω αυτή την ιστορία σαν τη φρίκη της λησμονιάς” της λέει αυτός, συνοψίζοντας όλη την ταινία. Στο τέλος, η αναμονή της λύτρωσης που ίσως να μην έρθει ποτέ. Και εκεί η Χιροσίμα συναντά τη Νεβέρ. “Χι-ρο-σί-μα είναι το όνομα σου…” του λέει, και αυτός απαντά “Ναι, είναι το όνομα μου. Και το δικό σου όνομα είναι Νεβέρ.” Σε αυτό το συγκλονιστικό φινάλε, ο Resnais δεν απαντά οριστικά στο δίλλημα, αν θα πρέπει να εγκαταλείψουμε το παρελθόν για να αγκαλιάσουμε το μέλλον, μία αίσθηση που ο Eric Rohmer την περιγράφει ως “αγωνία του μέλλοντος” (Di Mattia, 2014). Βέβαια, ο Resnais κρατάει μία τουλάχιστον απάντηση για εμάς. Η ηρωίδα μας περιπλανιέται στους άδειους δρόμους της Χιροσίμα προσπαθώντας να δώσει απαντήσεις και να πάρει αποφάσεις. Ταλαντεύεται ανάμεσα στη Χιροσίμα και τη Νεβέρ, στο παρελθόν και το μέλλον, στην μνήμη και τη λήθη. Τα πλάνα εναλλάσσονται μεταξύ των δύο  πόλεων. Προσπερνά την Πλατεία Δημοκρατίας στη Νεβέρ. Μία στάση στον σταθμό των τρένων στη Χιροσίμα και η περιπλάνηση καταλήγει σε ένα νυχτερινό κέντρο με το όνομα “Casablanca”. Οι συνειρμοί πηγαίοι και αυθόρμητοι αν και καλά προϋπολογισμένοι από τον Resnais. Στη Casablanca (Curtiz, 1942) αυτός είναι ο Rick (Hamphrey Bogart) και αυτή είναι η Ilsa (Ingrid Bergman), δύο εραστές που πρέπει να χωρίσουν με φόντο τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η Χιροσίμα αγάπη μου είναι μία ταινία διαλεκτικών αντιθέσεων με αναφορά στο χρόνο (παρελθόν και παρόν), στη μνήμη (θύμηση και λησμονιά), στην αφήγηση (ντοκιμαντέρ και μυθοπλασία) και στην Ιστορία (Γαλλίδα, Ιάπωνας και Γερμανός) που ενώνονται από τον άξονα του έρωτα που τις διαπερνά και αποτελεί τη διαχρονική σταθερά. Ένας έρωτας που με το βάρος του παρελθόντος των ηρώων είναι καταδικασμένος να πεθάνει (Ραφαηλίδης, 2003, σ.186). Η Χιροσίμα αγάπη μου είναι μία ταινία για την Ιστορία, τον έρωτα, τη μνήμη, τον άνθρωπο και τις αναμνήσεις του, είναι μία ταινία που η ποίηση ρέει και διαχέεται από την αρχή μέχρι το τέλος της.

Αυτή (Emmanuelle Riva) και Αυτός (Eiji Okada)

 

Βιβλιογραφικές αναφορές

“Alain Resnais – Wolfgang A. Luchting” Contemporary Literary Criticism Ed. Sharon R. Gunton. Vol. 16. Gale Cengage 1981 eNotes.com. Ανακτήθηκε 01 Απριλίου, 2023, από https://www.enotes.com/topics/alain-resnais/critical-essays/wolfgang-luchting

Astruc, A. (1948). Naissance d’une nouvelle avant-garde: la caméra-stylo. l’Écran français, no 144, 30 mars 1948.

Bordwell, David. “Five Reasons Why Hiroshima, Mon Amour Still Matters.” Observations on Film Art, Criterion Channel, Ανακτήθηκε 01 Απριλίου, 2023, από http://www.davidbordwell.net/blog/2018/09/25/on-the-criterion-channel-five-reasons-why-hiroshima-mon-amour-still-matters/

Candau, J. (1998). Mémoire et identité. Paris: Presses Universitaires de France.

Di Mattia, J. (2014). Hiroshima mon amour. Senses of cinema, CTEQ Annotations on film, Issue 70. Ανακτήθηκε 30 Μαρτίου, 2023, από https://www.sensesofcinema.com/2013/cteq/hiroshima-mon-amour/

Jones, K. (2015). Hiroshima mon amour: Time Indefinite. The Criterion Collection, Essays. Ανακτήθηκε 01 Απριλίου, 2023, από https://www.criterion.com/current/posts/291-hiroshima-mon-amour-time-indefinite

Luchting, W. A. (1963). “Hiroshima, Mon Amour,” Time, and Proust. The Journal of Aesthetics and Art Criticism21(3), 299–313. https://doi.org/10.2307/427439

Πούπου, Α. (2014). Ιστορία Κινηματογράφου: Η εξέλιξη της κινηματογραφικής γλώσσας. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις, Αθήνα: ΕΚΠΑ.

Ραφαηλίδης, Β. (2003). Λεξικό Ταινιών με κριτικές του Βασίλη Ραφαηλίδη, Β Τόμος (Ν-Ω). Αθήνα: Εκδόσεις Αιγόκερως.

Φιλμογραφία

Wallis, H. & Warner J. (Producers) & Curtiz, M. (Director). (1942). Casablanca [Κινηματογραφική ταινία]. USA: Warner Bros.

Dauman, A. & Halfon, S. (Producers) & Resnais, A. (Director). (1959). Hiroshima Mon Amour [Κινηματογραφική Ταινία]. France: Argos Films.

Dauman, A. & Halfon, S. & LifSchitz P. (Producers) & Resnais, A. (Director). (1956). Nuit et Brouillard [Κινηματογραφική Ταινία]. France: Argos Films.

Back to top button