Ήταν μια εποχή που η Χαλκιδική στον ήχο των αιώνων, αντιδρούσε με υπόγειες φωνές, σαν μυστικές υποσχέσεις και ελκυστικά κελεύσματα. Αθώο και αλήτικο φοιτηταριό τότε, μπορούσαμε ακόμα να πιάνουμε τους ψιθύρους της Ιστορίας. Στεκόμασταν κι αγναντεύαμε κυρίαρχοι του κόσμου από τα χαμηλά βουνά της Σιθωνίας κι όσο η ψυχή μας νοτιζόταν με τα θαλασσινά κάτοπτρα, ακούγαμε τη μυστική φωνή της να ορίζει ονόματα που κουβαλούσαν μια παληά νοσταλγία.
Αρχαία ερείπια και τύμβοι από την Εποχή του Σιδήρου και μνημεία βυζαντινά, πεσμένα κάστρα, μαρμάρινοι κίονες και πέτρινα ψηφιδωτά από Παλαιοχριστιανικές Εκκλησίες Βασιλικού ρυθμού κι αρχαία λιμάνια βυθισμένα σε ήσυχους κοντινούς όρμους όπου πέφταμε γυμνοί για κολύμπι.
Στη Χαλκιδική ψηλώσαμε κάτω από τον καταλυτικό ήλιο και στο φως του φεγγαριού γινήκαμε εραστές Γυναικών που βαθειά αγαπήσαμε, συμπότες, ισόβιοι φίλοι… Γι’ αυτό κι εμείς οι άνθρωποι του Βορρά, ασυγκίνητοι από τα κάλλη του Αιγαίου, λέγαμε, απόλυτοι όπως πάντα, «σαν τη Χαλκιδική δεν έχει!».
Ακόμα και μετά που σκορπίσαμε στους πέντε ανέμους και «νοικοκυρευτήκαμε» και γινήκαμε αλητο-οικογενειάρχες, επιστρέφαμε σαν αποδημητικά πουλιά στα μέρη που αγαπήσαμε. Αν εξαιρέσεις αμείλικτες εξωτερικές αλλαγές και αδιόρατα εσωτερικά τραύματα, τα ίδια γούστα κουβαλούσαμε στις αποσκευές μας. Απλά τώρα χοροπηδούσανε τρελαμέντα κι ένα τσούρμο κουτσούβελα γύρω μας! Είναι γραμμένο η σκυτάλη να αλλάζει χέρια…
Με τα χρόνια, διαπιστώσαμε πως ό,τι αγαπήσαμε μεταμορφώθηκε ανεπαίσθητα σε έναν αγνώριστο κι αφιλόξενο τόπο. Σαν να συνωμοτήσαν όλες μαζί κάποιες σκοτεινές κι αχόρταγες θεότητες και, με τη συνδρομή μιας αγράμματης και φιλοχρήματης εξουσίας, κατέλαβαν την αμόλυντη γη και τον δημόσιο χώρο με τη λάμψη του χρυσοθήρα κι επέβαλαν το απωθητικό ήθος της «ανάπτυξης» που βλέπει το δάσος σαν εμπόδιο για τσιμέντο.
Ό,τι αγαπήσαμε, έχει πλέον παραδοθεί χωρίς αντιστάσεις στα χέρια ενός άλλου, εκδικητικού Θεού. Στη χερσόνησο της Κασσάνδρας ό,τι άξιζε ήταν το Παλιούρι, όπου ακριβώς, πάνω στο ακρωτήρι, νοικιάζαμε ρεφενέ όλη τη χρονιά το γιατάκι ενός ψαρά και τη βγάζαμε με γεννήτριες και τα παιδάκια μας είχανε βαρεθεί να τρώνε ψάρια. Όταν κι εκεί έφτασε η «ανάπτυξη» μετακομίσαμε αναγκαστικά λόγω των παιδιών στη Σιθωνία στον κόλπο της Τορώνης.
Καλοκαίρι του ‘ 96, πέφτω πάνω σε έναν φίλο Σαλονικιό. «Καρντάση παράτα ό,τι κάνεις και πάμε σπίτι να πιούμε ένα τσίπουρο», μου λέει με την άδολη χαρά και την ντομπροσύνη ημών των Μακεδόνων. Πάω και τι να δω. Είχε διαμέρισμα σε συγκρότημα πολυκατοικιών, με κοινόχρηστα και πάγια και ωράριο ησυχίας. Δεν είπα κουβέντα. Κατέβασα μονορούφι το τσίπουρο κι έστριψα τεχνηέντως, επικαλούμενος υπέρτερους λόγους.
Η Χαλκιδική χρόνια τώρα καταστρέφεται. Όπως ολάκερη η χώρα άλλωστε. Παραλίες κατειλημμένες από ατέλειωτες ξαπλώστρες και μπαρ με εκκωφαντική και άχαρη μουσική, επιχειρήσεις που νοικιάζουνε μικρά κρις- κραφτ 30 ίππων (τουτέστιν θανατηφόρα) χωρίς δίπλωμα, ασυδοσία, άναρχη δόμηση, λειψυδρία, σκουπιδομάνι, κυκλοφοριακό, ανομίες κάθε είδους.
Βγαίνοντας από την αγαπημένη Σαλονίκη, στο ύψος του Λουδία που η κίνηση καθυστερεί κάπως, συνειδητοποιείς ότι τα περισσότερα αυτοκίνητα είναι από Σκόπια, Ρουμανία και Βουλγαρία που φύγαν από Χαλκιδική και στρίβουν προς Ευζώνους. Οι Έλληνες δεν μπορούμε να πάμε ούτε μέχρι τον Πλαταμώνα που παληά υποτιμούσαμε, παραχωρώντας τον στους «Γιούγκους». Στο μεταξύ η Ελλάδα εκφυλλίζεται ραγδαία σε μια φθηνή πόρνη για όλα τα γούστα, επιμένοντας να ανεμίζει ξεθωριασμένα γαλανόλευκα ράκη πάνω σε έρημα μπαλκόνια.
Από την εφημερίδα ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ 4/8
2 λεπτά ανάγνωση