Καστοριά

Ο Στάθης Μασκαλίδης νοσταλγεί το πνευματικό κέντρο και θυμάται την πρώτη φορά που πέρασε το κατώφλι του ως χορευτής

Φωτο από το αρχείο του Δημήτρη Τσουρτσούλα

Υπάρχουν κάποια γεγονότα που ανεξίτηλα παραμένουν χαραγμένα στη μνήμη μας, κάποια από αυτά μάλιστα μοιάζουν με πινελιές που εμφανίστηκαν στη ζωή μας, για να προσδώσουν χρώμα στον εσωτερικό μας κόσμο.
Μια τέτοια εμπειρία βίωσα όταν για πρώτη φορά στη ζωή μου, πριν πολλά χρόνια, επισκέφτηκα το πνευματικό κέντρο Καστοριάς. Θα μου πεις… σιγά τα λάχανα. Εγώ όμως δεν ένιωθα έτσι. Το θεωρούσα πολύ σπουδαίο που θα επισκεπτόμουν τον φημισμένο και φιλόξενο, όπως αποδείχθηκε, αυτό χώρο που τόσα θετικά είχα ακούσει.
Έφηβος ήμουν και στο γυμνάσιο πήγαινα, όταν το χορευτικό του χωριού μας, μέλος του οποίου ήμουν κι εγώ, αποφασίστηκε να παρουσιάσει το πρόγραμμά του σε μια εκδήλωση που θα γινόταν στο εν λόγω κτήριο. Ακόμα και σήμερα δεν λησμονώ τις πρόβες που κάναμε, το πάθος που δείχναμε για να επιτύχουμε στην παρουσίασή μας (τουλάχιστον εγώ), τη βαρύτητα που δίνανε οι μεγαλύτεροι στο γεγονός πως θα γινόμασταν δεκτοί σε κείνο το τόσο σπουδαίο μέρος (αυτή την αίσθηση αντιλαμβανόμουν από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα).
Όταν πια ήρθε η μεγάλη μέρα, με το που πέρασα το κατώφλι του κέντρου, κατακλύστηκα από περίεργα, ασυνήθιστα συναισθήματα. Από όλα αυτό που κυριαρχούσε ήταν δέος. Το πνεύμα μου πήρε να εξεγείρεται, θυμάμαι πως από περηφάνεια ψήλωσα μερικούς πόντους. Ή παρουσία μας και μόνο εκεί ήταν ένα άτυπο βραβείο που μας προσφερόταν και που εγώ πολύ το εκτίμησα. Επιστρέφοντας στη Μεσοποταμία μετά το πέρας της εκδήλωσης, αργά το βράδυ, αφού υπήρξε και μια δεξίωση προς τιμή μας (αλησμόνητα χρόνια) έκλεισα τα μάτια και ταξίδεψα νοερά σε όσα είχαν συμβεί κατά τη διάρκεια της ξεχωριστής εκείνης βραδιά. Το πνευματικό κέντρο κατάφερνε από μόνο του να σαγηνεύει και να προσελκύει κάθε ανήσυχο, δημιουργικό πνεύμα. Το κακό βέβαια ήταν πως μαζί με το δικό μου ονειροπόλημα το ίδιο φαίνεται πως είχε και ο οδηγός που μας μετέφερε αφού παραλίγο να βγούμε από τον δρόμο. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία, ιδιαίτερα διδακτική, που δεν είναι της ώρας να αναφέρω.
Το πνευματικό, λοιπόν, εκείνο κέντρο, το τόσο λιτό και απέριττο, ήταν σημείο αναφοράς της εποχής για τους ανθρώπους του πολιτισμού και του πνεύματος, των γραμμάτων και της τέχνης. Μια κοιτίδα πολιτισμού μέσα στην πόλη.
Όμως τα χρόνια πέρασαν, το κτήριο κρίθηκε ακατάλληλο και σταδιακά, αφού παραγκωνίστηκε για αρκετά χρόνια (και αφού προηγουμένως έγινε μια εστία μόλυνσης και χώρος προσωρινής παραμονής περιθωριακών στοιχείων), τελικά κατεδαφίστηκε (τμηματικά).
Από τότε το κενό που άφησε είναι τεράστιο για τα πολιτιστικά δρόμενα της περιοχής μας. Οι άνθρωποι που ασχολούνται με την πολιτιστική μας κληρονομία, που διαπνέονται από δημιουργικότητα, που διασφαλίζουν τη συνέχεια έχασαν κυριολεκτικά το σπίτι τους. Και άστεγοι από τότε γυρνοβολάνε από εδώ και από εκεί για να αναδείξουν την προσπάθειά τους (δεν κρίνω τις επιδόσεις τους αλλά την πρόθεση και τη θέλησή τους που είναι εξίσου σπουδαία).
Τι κρίμα που κανείς από αυτούς που θα μπορούσαν να κινήσουν τα νήματα δεν ενδιαφέρθηκε πραγματικά να δημιουργηθεί ένα κέντρο πολιτισμού στην πόλη μας.
Δεν μέμφομαι όλους τους ανθρώπους που άσκησαν εξουσία και είχαν τη δέουσα επιρροή για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος (που είναι και επιθυμία πολλών ανθρώπων). Δεν κατανοούν όλοι τη σπουδαιότητα ενός τέτοιο έργου.
Δεν μπορώ όμως παρά να αποδοκιμάσω εκείνους τους ανθρώπους που τους κρίνω ικανότερους και με ευαισθησία για τον πολιτισμό που είχαν την ευκαιρία να αφήσουν το στίγμα τους και δεν το έπραξαν. Αυτοί ναι, φταίνε και έχουν μερίδιο ευθύνης. Όπως και όλοι εμείς που πνιγμένοι στα προβλήματα της καθημερινότητας δεν αναδεικνύουμε το ζήτημα για να το προχωρήσει επιτέλους κάποιος έστω και με τόσο μεγάλη, αδιανόητη, καθυστέρηση.

Back to top button